advance | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
interactive | |
gen. | διαδραστική; διαδραστικό |
comp., MS | αλληλεπιδραστικός |
Executive | |
IT | επόπτης |
executive | |
gen. | εκτελεστική; εκτελεστικό; εκτελεστικός |
busin. labor.org. | στέλεχος επιχείρησης; υπάλληλος διεύθυνσης |
econ. | στέλεχος |
| |||
πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ | |||
| |||
έκθεση έργου; έκθεση προόδου | |||
| |||
εξελιγμένη; εξελιγμένο | |||
προχωρημένος; εξελιγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv | |||
ad | |||
| |||
Advanced SMGCS (MichaelBurov) |
Advanced : 251 phrases in 34 subjects |