advance abbr. | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced abbr. | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
distance learning abbr. | |
econ. | διδασκαλία εξ αποστάσεως |
ed. | εξ αποστάσεως εκπαίδευση; σπουδές από απόσταση; σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου δι'αλληλογραφίας; τηλεδιδασκαλία; τηλεμαθήματα |
| |||
πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ | |||
| |||
έκθεση έργου; έκθεση προόδου | |||
| |||
εξελιγμένη; εξελιγμένο | |||
προχωρημένος; εξελιγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv | |||
ad | |||
| |||
Advanced SMGCS (MichaelBurov) |
Advanced : 251 phrases in 34 subjects |