advance abbr. | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced abbr. | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
control abbr. | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ | |||
| |||
έκθεση έργου; έκθεση προόδου | |||
| |||
εξελιγμένη; εξελιγμένο | |||
προχωρημένος; εξελιγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv | |||
ad | |||
| |||
Advanced SMGCS (MichaelBurov) |
Advanced : 251 phrases in 34 subjects |