administrative | |
gen. | διοικητική; διοικητικό; διοικητικός |
modular | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
διοικητική; διοικητικό; διοικητικός |
Administrative : 471 phrases in 42 subjects |