adaptive | |
med. | προσαρμοστικός |
Diagnostics | |
comp., MS | Διαγνωστικός έλεγχος |
diagnostic | |
gen. | διαγνωστική; διαγνωστικό |
life.sc. | ανάλυση καιρού |
med. | διαγνωστικός |
diagnostics | |
IT gen. | διαγνωστικά |
approach | |
gen. | προσεγγίζω |
construct. | ράμπα προσπελάσεως; γέφυρα προσαγωγής; κεκλιμένα επίπεδα προσπελάσεως στη γέφυρα |
earth.sc. mech.eng. | διαφορά οριακών τιμών ψύξης; προσέγγιση |
environ. | προσέγγιση |
mech.eng. | διαδρομή προσέγγισης; πλησιάζω |
transp. avia. | επίδειξη σε πτήση |
to | |
gen. | έως; σε; για; διεκδικώ |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
forestr. | κολλώ |
performance testing | |
anim.husb. | έλεγχος ικανοτήτων; αναγνώριση; ατομικός έλεγχος; δοκιμή επιδόσεων |
fin. account. | έλεγχος απόδοσης |
| |||
προσαρμοστικός |
Adaptive : 103 phrases in 15 subjects |