accumulator | |
earth.sc. mech.eng. | συλλέκτης; τύμπανο υπερροής |
environ. | συσσωρευτής/αποταμιευτής; αποταμιευτής |
forestr. | δοχείο πιέσεως; δοχείο αδρανείας |
mater.sc. energ.ind. el. | δευτερογενές στοιχείο |
med. | συσσωρευτής |
module | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
industr. construct. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
| |||
συλλέκτης m; τύμπανο υπερροής | |||
συσσωρευτής/αποταμιευτής m | |||
δοχείο πιέσεως; δοχείο αδρανείας | |||
δευτερογενές στοιχείο | |||
συσσωρευτής m | |||
εφεδρικό δοχείο αποθήκευσης | |||
| |||
αποταμιευτής m | |||
English thesaurus | |||
| |||
ac | |||
acc | |||
annual capital | |||
accum |
Accumulator : 117 phrases in 16 subjects |