armor abbr. | |
el. | θωράκιση του καλωδίου; οπλισμός καλωδίου; οπλισμός του καλωδίου; οπλισμός |
armoring abbr. | |
construct. | οπλισμός |
| |||
θωράκιση του καλωδίου; οπλισμός καλωδίου; οπλισμός του καλωδίου; οπλισμός m | |||
| |||
οπλισμός | |||
εξωτερικό φύλλο | |||
English thesaurus | |||
| |||
Attack Response Mission-Oriented Reasoner |
ARMOR : 11 phrases in 4 subjects |
Electronics | 6 |
Information technology | 2 |
Metallurgy | 2 |
Natural sciences | 1 |