terminal | |
gen. | πόλος; τέρμα,αφετηρία,σταθμός; τερματικό; ακροδέκτης |
med. | ακραίος; ληκτικός; τελικός |
nat.sc. agric. | ακραίο μερίστωμα; σημαίο ανάπτυξης |
stat. el. | ακροδέκτης |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
2 : 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |