signal | |
gen. | διαβιβάσεις; εκπέμπω σήμα |
commun. el. | σημείο |
mech.eng. | απεικόνιση θέσης |
med. | σήμα; να γίνει εκπομπή; σινιάλο; σύνθημα ήματος |
signalling | |
commun. | σηματοδοσία; αυτόματη σηματοδότηση |
measuring method | |
environ. | μέθοδος μέτρησης; μέθοδος μέτρησης |
2 : 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |