DictionaryForumContacts

Terms for subject Finances containing split | all forms | exact matches only
EnglishGreek
goods imported in split consignmentsεμπορεύματα που εισάγονται με κλιμακωτές παραδόσεις
income splittingκατάτμηση εισοδήματος
income splitting systemφορολογικό σύστημα βάσει οικογενειακής κατάστασης
last splitτελευταίο σπάσιμο μετοχής
last splitτελευταίο σπλίτ
last splitτελευταία διάσπαση μετοχής
reverse splitενοποίηση μετοχών
reverse splitσυγκέντρωση των μετοχών
share splitκατάτμηση των μετοχών
split consignmentτμηματική αποστολή
split incentiveδιχασμός κινήτρων
split knowledgeκαταμερισμένη γνώση
split-rate systemσύστημα διπλού φορολογικού συντελεστή
split share issuesμετοχές που προέρχονται από διάσπαση
split-upμερισμός μετοχής
splitting of sharesκατάτμηση των μετοχών
splitting up contractsκατάτμηση των συμβάσεων
stock splitκατάτμηση των μετοχών

Get short URL