DictionaryForumContacts

Terms for subject Law containing judge | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a Judge of another Chamber called uponσυμμετοχή δικαστή άλλου τμήματος
absence of a Judge of the nationality of a partyαπουσία δικαστή της ιθαγένειας του διαδίκου
action to be taken upon the recommendations of the Judge-Rapporteurαπόφαση επί των προτάσεων του εισηγητή δικαστή
bench of judgesπολυμελές δικαστήριο
cantonal judgeειρηνοδίκης
chambers of three or five judgesτμήματα συγκείμενα από τρεις ή πέντε δικαστές
co-operation with the Judge who acts as Rapporteurσυνεργασία με τον εισηγητή δικαστή
court competent to judge the members of the highest national judiciaryαρμόδια αρχή η οποία δικάζει τους δικαστές που ανήκουν στο ανώτατο εθνικό δικαστήριο
Court of first instance with a single judgeΜονομελές Πρωτοδικείο
criminal proceedings instituted against a Judgeποινική δίωξη κατά δικαστή
decision depriving a Judge of his officeαπόφαση που απαλλάσσει τον δικαστή από τα καθήκοντά του
designation of the Judge-Rapporteurκαθορισμός του εισηγητή δικαστή
direct the Chamber or the Judge-Rapporteur to carry out the measures of inquiryαναθέτω στο τμήμα ή στον εισηγητή δικαστή τη διεξαγωγή αποδείξεων
disqualification of judgesεξαίρεση των δικαστών
excusing of judgesαπαλλαγή των δικαστών
four additional judges shall be appointed to the Court of Justiceτο Δικαστήριο συμπληρώνεται με το διορισμό τεσσάρων δικαστών
function of Judgeκαθήκοντα δικαστή
immunity has been waived and criminal proceedings are instituted against a Judgeμετά την άρση της ετεροδικίας ασκείται κατά δικαστού ποινική δίωξη
judge deprived of his officeδικαστής απαλλασσόμενος από τα καθήκοντά του
judge immediately senior to the Judge-Rapporteurο δικαστής που προηγείται αμέσως του εισηγητή δικαστή κατά τη σειρά αρχαιότητος
judge in a commercial courtεμποροδίκης
judge in a commercial courtδικαστής εμποροδικείου
judge in a commercial courtδικαστής εμπορικού δικαστηρίου
judge-made lawπραιτωρικό δίκαιο
judge of freedomsδικαστής - εγγυητής των ελευθεριών
judge taking part in the deliberationsδικαστής που συμμετέχει στη διάσκεψη
judges called upon to take part in the judgment of the caseδικαστές που θα μετάσχουν στην εκδίκαση της υποθέσεως
lay judgeνομικοί και λαϊκοί δικαστές
most junior judgeο νεότερος δικαστής
name of the President and of the Judges taking part in the judgmentονοματεπώνυμο του προέδρου και των δικαστών που συμμετείχαν στην έκδοση της αποφάσεως
National School of JudgesΕθνική Σχολή Δικαστών
nationality of a Judgeιθαγένεια του δικαστή
number of judges assigned to a Chamberαριθμός των τοποθετημένων στο τμήμα δικαστών
obligation arising for the Judge from his dutiesυποχρέωση του δικαστή η οποία απορρέει από το αξίωμά του
one of the Judges of a Chamber prevented from attendingκώλυμα δικαστή ενός τμήματος
opinion of the Judgesγνώμη του δικαστή
professional judgeεξ επαγγέλματος δικαστής
questions put by Judges and Advocates General at the hearingερωτήματα που θέτουν οι δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς κατά την επ'ακροατηρίου συζήτηση
quorum of seven Judgesαπαρτία επτά δικαστών
quorum of three Judgesαπαρτία τριών δικαστών
report presented by a Judge acting as Rapporteurεισήγηση του εισηγητή δικαστή
Senior District JudgeΑνώτερος Επαρχιακός Δικαστής
single judgeδυνατότητα του πρωτοδικείου να αποφαίνεται ως μονομελές
single judgeμονομελές
to sit in the capacity of judgeπαρακάθημαι με την ιδιότητα του δικαστή
the judge shall be tried only by the court competent to judge ...ο δικαστής δύναται να δικαστεί μόνο από την αρμόδια αρχή η οποία δικάζει τους δικαστές
the Judges shall be immune from legal proceedingsοι δικαστές απολαύουν ετεροδικίας
three-judge minors' courtτριμελές δικαστήριο ανηλίκων
under the supervision of the Judge-Rapporteurυπόκειμαι στον έλεγχο του εισηγητή δικαστή
uneven number of judgesπεριττός αριθμός δικαστών

Get short URL