Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms for subject
Law
containing
Local
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
closing down of
local
unit
κλείσιμο τοπικής επιχείρησης
Committee consisting of representatives of regional and
local
bodies
επιτροπή αποτελούμενη από αντιπροσώπους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης
Committee consisting of representatives of regional and
local
bodies with advisory status
επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των οργανισμών τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης
in the Federal Republic of Germany,the concept of domicile expresses a person's connection with a
local
community within the national territory
διαιρέσεις της χώρας σε δήμους ή κοινότητες
jurisdiction of
local
courts
κατά τόπον αρμοδιότητα
local
and regional authorities
τοπικές και περιφερειακές αρχές
local
banishment
απαγόρευση παραμονής
local
dispute
διαφορά τοπικού χαρακτήρα
local
government code for the Land of Saxony-Anhalt
κανονισμός περί δήμων και κοινοτήτων του ομόσπονδου κρατιδίου Sachsen-Anhalt
Local
Government Employees' and Public Officials' Pensions Act
νόμος περί συντάξεων εργαζομένων στην τοπική αυτοδιοίκηση και δημοσίων υπαλλήλων
Local
Government Employees' Pensions Act
νόμος περί συντάξεων εργαζομένων στην τοπική αυτοδιοίκηση και δημοσίων υπαλλήλων
local
tax on profits
τοπικός φόρος επί των κερδών
local
technology agreement
τοπική τεχνολογική συμφωνία
regional and
local
administrative units
οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
regional and
local
administrative units
οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης
regional and
local
authorities
οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
regional and
local
authorities
οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης
regional and
local
communities
οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
regional and
local
communities
οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης
regional,
local
or other public authorities
περιφερειακές,τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές
regional or
local
government
περιφερειακή ή τοπική διοίκηση
right to vote in the
local
elections
δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές
seat held by a non-national on a
local
council
μέλος δημοτικού συμβουλίου,υπήκοος άλλου κράτους μέλους
Get short URL