English | Greek |
Agreement amending for the second time the Partnership Agreement between the members of the African, Caribbean and Pacific Group of States, of the one part, and the European Community and its Member States, of the other part | Συμφωνία για την τροποποίηση για δεύτερη φορά της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ομάδας κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
Agreement amending the Cotonou Agreement for the second time | Συμφωνία για την τροποποίηση για δεύτερη φορά της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ομάδας κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
Ampere second | Αμπέρ δευτερόλεπτο |
centimetre - gramme - second CGS units | εκατοστόμετρο - γραμμάριο - δευτερόλεπτο μονάδες CGS |
Committee on the second general system for the recognition of professional education | Επιτροπή για το δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης |
Committee on the second phase of the Community action programme in the field of education Socrates II | Επιτροπή για το δεύτερο στάδιο του κοινοτικού προγράμματος δράσης στοω τομέα της εκπαίδευσης Σωκράτης II |
early second reading agreement | συμφωνία σε πρώιμη δεύτερη ανάγνωση |
50 pico seconds | 50 pico - δευτερόλεπτα |
Second ACP-EEC Convention, signed at Lomé on 31 October 1979 | Δεύτερη Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ η οποία υπεγράφη στο Λομέ στις 31 Οκτωβρίου 1979 |
Second Additional Protocol to the Agreement on Multinational Peace Force South-Eastern Europe | Δεύτερο Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο στη Συμφωνία για την Πολυεθνική Ειρηνευτική Δύναμη Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης |
Second Additional Protocol to the European Convention on Extradition | Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση εκδόσεως |
second an official to another institution, to | αποσπώ υπάλληλο σε άλλο όργανο |
second articulation | δεύτερη άρθρωση |
second cosmic speed | δεύτερη κοσμική ταχύτητα |
second-echelon forces | δυνάμεις δευτέρου κλιμακίου |
second-echelon forces | δεύτερο κλιμάκιο δυνάμεως |
Second Lieutenant | ανθυπολοχαγός |
Second Line of Defence | δεύτερη γραμμή άμυνας |
second-order frequences mixing | ανάμιξη συχνότητας δευτέρας τάξης |
second phase of the programme of incentives, exchanges, training and cooperation for law enforcement authorities | δεύτερη φάση του προγράμματος ενθάρρυνσης, ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου |
second phase of the programme of incentives, exchanges, training and cooperation for persons responsible for combating trade in human beings and the sexual exploitation of children Stop II | δεύτερη φάση του προγράμματος ενθάρρυνσης, ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας που απευθύνεται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών STOP II |
Second Protocol amending the Convention on the Reduction of Cases of Multiple Nationality and Military Obligations in Cases of Multiple Nationality | Δεύτερο πρωτόκολλο για την τροποποίηση της Σύμβασης για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας |
Second Protocol conferring on the Court of Justice of the European Communities certain powers to interpret the Convention on the law applicable to contractual obligations, opened for signature in Rome on 19 June 1980 | Δεύτερο Πρωτόκολλο για την ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την ερμηνεία της Σύμβασης για το εφαρμοστέο Δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία είναι ανοικτή προς υπογραφή στή Ρώμη από τις 19 Ιουνίου 1980 |
Second Protocol to the General Agreement on Privileges and Immunities of the Council of Europe | Δεύτερο συμπληρωματικό πρωτόκολλο στη γενική σύμβαση περί προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
second stream procedure for promotion | διαδικασία προαγωγής αποκαλούμενη "second filière" |
second-strike strategy | στρατηγική δευτέρου πλήγματος |
second transit country | δεύτερη χώρα διέλευσης |
second vote | δεύτερη ψήφος |
seconded officer | απoσπασμέvoς αξιωματικός |
seconded official | υπάλληλος που τίθεται στη διάθεση του..., της ... |
seconded person | αποσπώμενο άτομο |
seconded personnel | αποσπασμένο προσωπικό |
seconding national unit | εθvική υπηρεσία πoυ απoστέλει |
transition from the first to the second stage shall be conditional upon a finding that | η μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο στάδιο εξαρτάται από τη διαπίστωση... |