DictionaryForumContacts

Terms for subject General containing poder | all forms | exact matches only
SpanishGreek
condición exigida para poder optar a las ayudasκριτήριο να μπορούν να επωφεληθούν του καθεστώτος επενδυτικών ενισχύσεων
el Consejo dispondrá de un poder de decisiónτο Συμβούλιο έχει εξουσία λήψεως αποφάσεων
poder acogerse a la protección de las autoridades diplomáticas y consulares de qualquier Estado miembroαπολαύω της διπλωματικής και προξενικής προστασίας κάθε κράτους μέλους
poder adjudicadorεπιτροπή διαγωνισμού
poder adjudicadorαναθέτουσα αρχή
poder coercitivoσκληρή δύναμη
poder comburenteστοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέρα
poder comburenteστοιχειομετρική αναλογία αέρα/καυσίμου
poder de codecisiónεξουσία συναπόφασης
poder duroσκληρή δύναμη
poder hinchanteδιογκωτική ικανότητα
poder públicoφορέας του δημόσιου τομέα
proyección del poder naval sobre tierraχερσαία επίθεση από ναυτικές δυνάμεις ή από δυνάμεις προερχόμενες από τη θάλασσα
proyectil antitanque de alto poder explosivoεκρηκτικό Α/Τ
proyectil antitanque de alto poder explosivoεκρηκτικό αντιαρματικό βλήμα
resolver sobre las impugnaciones que se hayan podido presentarλαμβάνω απόφαση επί ενδεχομένης αμφισβητήσεως
resolver sobre las impugnaciones que se hayan podido presentarαποφασίζω επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων
voto por poderψηφοφορία δια πληρεξουσίου

Get short URL