Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms for subject
General
containing
exploitations
|
all forms
French
Greek
agents d'
exploitation
προσωπικό λειτουργίας
autorité d'
exploitation
du système TI
ιδιοκτήτης τεχνικών συστηµάτων
centre d'
exploitation
et de maintenance dans un 3RP
κέντρο λειτουργιών και συντήρησης
chef d'
exploitation
εξουσία λήψης αποφάσεων
chef de l
exploitation
προϊστάμενος μηχανικός εξόρυξης
chef des services
Exploitation
προϊστάμενος λειτουργίας
compte d'
exploitation
technique
λογαριασμός εκμετάλλευσης
construction-transfert-
exploitation
κατασκευή, εξώνηση και εκμετάλλευση
convention d'
exploitation
en commun
σύμβαση συνεκμετάλλευσης
Convention du Conseil de l'Europe pour la protection des enfants contre l'
exploitation
et les abus sexuels
Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης
coût d'
exploitation
δαπάνες λειτουργίας
coûts de l'
exploitation
maritime
ναυτιλιακό κόστος
documents d'activité de la phase d'
exploitation
αρχεία στοιχείων των κατά τη φάση λειτουργίας ενεργειών
début de l'
exploitation
έναρξη λειτουργίας
exploitation
avec retour
λειτουργία με επιστροφή του ρεύματος μέσω μεταλλικού αγωγού
exploitation
avec retour métallique
λειτουργία με επιστροφή του ρεύματος μέσω μεταλλικού αγωγού
exploitation
avec retour par la mer
λειτουργία με επιστροφή του ρεύματος μέσω της θάλασσας
exploitation
avec retour par la terre
λειτουργία με επιστροφή του ρεύματος μέσω της γης
exploitation
en continu
ομαλά εξελισσόμενη εκμετάλλευση
exploitation
marginale
οριακή εκμετάλλευση
exploitation
miniere de petrole
εξόρυξη πετρελαίου
fonctions d'
exploitation
directe
διαδικασίες αμέσου εκμεταλλεύσεως
frais d'
exploitation
nets
καθαρά έξοδα λειτουργίας
groupe
exploitation
ομάς λειτουργίας
hivernage du bétail sur les
exploitations
χειμερινός σταυλισμός των ζώων στις εκμεταλλεύσεις
inhibition d'
exploitation
λειτουργική παράκαμψη
journal d'
exploitation
ημερολόγιο λειτουργίας
les comptes d'
exploitation
et bilans des Entreprises communes
οι λογαριασμοί λειτουργίας και οι ισολογισμοί των κοινών επιχειρήσεων
limites et conditions d'
exploitation
όρια και συνθήκες λειτουργίας
méthodes d'
exploitation
pour le calcul d'une valeur moyenne
μέθοδοι στατιστικής επεξεργασίας
paramètres d'
exploitation
λειτουργικές παράμετροι
pertes courantes d'
exploitation
des quasi-sociétés
ζημίες των οιονεί εταιρειών
plate-forme d'
exploitation
εξέδρα εκμετάλλευσης
possibilité d'atteindre des taux élevés de sécurité et d'
exploitation
δυνατότης επιτεύξεως υψηλού συντελεστού αξιοπιστίας και διαθεσιμότητας
procédures d'
exploitation
de sécurité
λειτουργική διαδικασία ασφαλείας
Programme d'encouragement et d'échanges destiné aux personnes responsables de l'action contre la traite des êtres humains et l'
exploitation
sexuelle des enfants
Πρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών' Πρόγραμμα STOP
prospection et
exploitation
minière
μεταλλευτική έρευνα και εκμετάλλευση
puissance d'
exploitation
ισχύς λειτουργίας
relevés d'
exploitation
αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων λειτουργίας
schéma d'
exploitation
d'un réseau
λειτουργικό διάγραμμα δικτύου
seconde phase du programme d'encouragement, d'échanges, de formation et de coopération destiné aux personnes responsables de l'action contre la traite des êtres humains et l'
exploitation
sexuelle des enfants
STOP II
δεύτερη φάση του προγράμματος ενθάρρυνσης, ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας που απευθύνεται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών
STOP II
siège principal d'
exploitation
κύρια εγκατάσταση
système d'
exploitation
de l'imagerie de théâtre
Σύστημα εκμετάλλευσης εικόνων θεάτρου επιχειρήσεων
système d'
exploitation
photographique du théâtre d'opérations
Σύστημα εκμετάλλευσης εικόνων θεάτρου επιχειρήσεων
système de recueil et d'
exploitation
des informations du champ de bataille
σύστημα συλλογής και εκμεταλλεύσεως πληροφοριών πεδίου μάχης
transitoire d'
exploitation
λειτουργική μεταβατική κατάσταση
zone inaccessible dans les conditions normales d'
exploitation
περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως
équipement en
exploitation
συσκευή σε κατάσταση εργασίας
Get short URL