Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms for subject
General
containing
down
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying
down
the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State
cabotage
Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό
ενδομεταφορές
to
break
down
διασπώμαι
build-
down
βαθμιαίος αφοπλισμός
calm
down
ηρεμώ
capability to shut
down
the plant safely
ικανότης ασφαλούς θέσεως εκτός λειτουργίας της εγκαταστάσεως
to
carry
down
by alkalisation a lead sediment in the form of phosphate
καθίζηση του μολύβδου υπό μορφή φωσφορικού άλατος με προσθήκη αλκάλεος
coast-
down
επιβράδυνση με το κιβώτιο ταχυτήτων στο νεκρό σημείο
Committee for implementation of the decision laying
down
a series of guidelines for trans-European energy networks
Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης για καθορισμό συνόλου προσανατολισμών σχετικά με τα διευρωπαϊκά δίκτυα στον τομέα της ενέργειας
controlled break-
down
gap device
διακόπτης με ελεγχόμενο διάκενο σπινθηρισμού
to
cool
down
ψύχω
Council Decision laying
down
the procedures for the exercise of implementing powers conferred on the Commission
Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή
down
-comer
κατακόρυφος σωλήνας ροής
down
payment
μερική πληρωμή; πληρωμή έναντι; προκαταβολή
draw-
down
καθοδικό κύμα
file
down
λιμάρω
in accordance with the weighting laid
down
σύμφωνα με τη στάθμιση
των ψήφων
που προβλέπεται
knock-
down
stand
περίπτερο έκθεσης μη συναρμολογημένο
to
lay
down
detailed rules for the application of article...
καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου...
lay something out or
down
απλώνω
melt-
down
χρόνος ρευστοποίησης
melt
down
rating
απαιτούμενη ισχύς για τη ρευστοποίηση
melt-
down
slag
σκωρία τήξεως
melt-
down
slag
πρωτογενής σκωρία
melting
down
λυώσιμο
melting
down
ρευστοποίηση
Modus vivendi between the European Parliament, the Council and the Commission concerning the implementing measures for acts adopted in accordance with the procedure laid
down
in Article 189b of the EC Treaty
Modus vivendi μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς τα εκτελεστικά μέτρα που θα ισχύουν για όσες πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία του άρθρου 189Β της Συνθήκης ΕΟΚ
objectives specifically laid
down
οι στόχοι που ορίζονται ειδικά
offers which are regular, complying with the conditions laid
down
and comparable
κανονικές,σύμφωνες με τις προδιαγραφές και συγκρίσιμες προσφορές
procedure laid
down
in regard to disciplinary matters
πειθαρχική διαδικασία
Regulation laying
down
the rules and general principles concerning mechanisms for control by Member States of the Commission's exercise of implementing powers
Κανονισμός για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
rub
down
ξήρανση
rules laid
down
for the implementation
εκτελεστικοί κανονισμοί
rules laid
down
in the statutes or agreements
καταστατικοί ή συμβατικοί κανόνες
rules laying
down
the conditions of employment of local staff
κανόνες για τον καθορισμό των όρων εργασίας των τοπικών υπαλλήλων
to
scale
down
one's activities
περιορίζω τις δραστηριότητές μου
to
secure compliance with the rule laid
down
in paragraph l
ελέγχουν την τήρηση του κανόνος που διατυπώνεται στην παράγραφο 1
shutting
down
διαδικασία θέσεως εκτός λειτουργίας
slowing-
down
kernel
πυρήνας
slowing-
down
probability
πιθανότητα πέδησης
slowing-
down
time
χρόνος πέδησης
squaring
down
σμίκρυνση με τετραγωνισμό
subject to any special provisions laid
down
pursuant to article 136
με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων των θεσπιζομένων δυνάμει του άρθρου 136
take
down
σημειώνω
the Council shall lay
down
the Staff Regulations of officials
το Συμβούλιο εκδίδει τον κανονισμό περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων
the Statute of the Court is laid
down
in a Protocol annexed to this Treaty
ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε πρωτόκολλο προσηρτημένο στην παρούσα συνθήκη
the Statute of the Court of Justice is laid
down
in a separate Protocol
ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο
top-
down
approach
προσέγγιση εκ των άνω προς τα κάτω
under the conditions laid
down
in a separate Protocol
υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο
until these provisions have been laid
down
μέχρι να θεσπισθούν οι διατάξεις
to
water
down
a proposal
τροποποιώ ουσιωδώς μια πρόταση
Get short URL