French | Greek |
absence du président de la Cour | απoυσία τoυ πρoέδρoυ τoυ Δικαστηρίoυ |
Accord entre les Etats de l'AELE relatif à l'institution d'une autorité de surveillance et d'une cour de justice | Συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου |
acte déféré à la Cour | πράξη που προσβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου |
agent de la Cour des comptes | υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
agents de la Cour de comptes | υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
au cours de deux années consécutives | κατά τη διάρκεια δύο συνεχών ετών |
avance client sur commande en cours | προσωριναί πιστοποιήσεις πληρωμής |
avis de la Cour | γνωμοδότηση του Συνεδρίου |
cadre des services de la Cour des comptes | οργανόγραμμα των υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
contrôle effectué par la Cour des comptes | έλεγχος που διενεργείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο |
Convention relative à l'adhésion de la République hellénique à la Convention concernant la compétence judiciaire et l'exécution des décisions en matière civile et commerciale, ainsi qu'au Protocole concernant son interprétation par la Cour de Justice, avec les adaptations y apportées par la Convention relative à l'adhésion du Royaume de Danemark, de l'Irlande et du Royaume-Uni de Grande-Bretagne et d'Irlande du Nord | Σύμβαση για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκαν από τη σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας |
Convention relative à l'adhésion du Royaume de Danemark, de l'Irlande et du Royaume-Uni de Grande-Bretagne et de l'Irlande du Nord à la Convention concernant la compétence judiciaire et l'exécution des décisions en matière civile et commerciale, ainsi qu'au Protocole concernant son interprétation par la Cour de Justice | Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
Convention relative à l'adhésion du Royaume d'Espagne et de la République Portugaise à la Convention concernant la compétence judiciaire et l'exécution des décisions en matière civile et commerciale, ainsi qu'au Protocole concernant son interprétation par la Cour de Justice, avec les adaptations y apportées par les précédentes Conventions d'adhésion à ces deux actes | Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκαν από τη σύμβαση για την προσχώρηση ...βλ. NOTES |
convertir aux cours au comptant | μετατρέπω ξένο νόμισμα στην τιμή τοις μετρητοίς του οικείου νομίσματος |
cour extérieure d' entreprise | εξωτερικό προαύλιο επιχείρησης |
courant de marée | παλιρροιακό ρεύμα |
courant d'échanges | ρεύμα συναλλαγών; ροή συναλλαγών; εμπορική ροή; εμπορικό ρέυμα |
courant laminaire | επίπεδη ροή |
courant moléculaire | μοριακή ροή |
courant politique et économique général de l'Europe | πολιτικός και οικονομικός κορμός της Ευρώπης |
courant réactif | άεργος ένταση |
courant sous-marin | υποθαλάσσιο ρεύμα |
courant sous-marin | υποβρύχιο ρεύμα |
courant turbulent | στροβιλική ροή |
cours de formation professionnelle | τμήματα επαγγελματικής επιμόρφωσης |
cours de haut niveau dans le domaine de la PSDC | μαθήματα υψηλού επιπέδου για την ΚΠΑΑ |
cours de spécialisation | μαθήματα εξειδίκευσης |
cours d'orientation dans le domaine de la PSDC | μαθήματα προσανατολισμού ΚΠΑΑ |
cours du marché | τιμή στην αγορά |
cours ou stages de réadaptation et de reconversion agréés par la Commission | κύκλος θεωρητικής και πρακτικής μετεκπαίδευσης που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή |
cours à terme | προθεσμιακή τιμή |
court canon lourd | βραχύκανο βαρύ πυροβόλο |
crédits autorisés pour l'exercice en cours | πιστώσεις που έχουν εγκριθεί για το τρέχον οικονομικό έτος |
Deuxième Protocole attribuant à la Cour de justice des Communautés européennes certaines compétences en matière d'interprétation de la Convention sur la loi applicable aux obligations contractuelles | Δεύτερο Πρωτόκολλο για την ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την ερμηνεία της Σύμβασης για το εφαρμοστέο Δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία είναι ανοικτή προς υπογραφή στή Ρώμη από τις 19 Ιουνίου 1980 |
en cours de validité | ισχύων ; που ισχύει |
fonctionnement courant d'une centrale | καθημερινή λειτουργία του εργοστασίου |
formation en cours de mission | εκπαίδευση κατά την αποστολή |
formation en cours d'opération | επί τόπου κατάρτιση κατά τη διάρκεια επιχειρήσεως |
Groupe "Cour de justice" | Ομάδα "Δικαστήριο" |
Haute Cour Militaire | ανώτατο στρατοδικείο |
informer la Cour des comptes | ενημερώνω το Ελεγκτικό Συνέδριο |
inverseur de courant | μετατροπέας ρεύματος |
invoquer devant la Cour de justice l'inapplicabilité de ce règlement | επικαλείται στο Δικαστήριο το ανεφάρμοστο του κανονισμού αυτού |
juge de la Cour de justice | δικαστής του Δικαστηρίου |
la Cour de justice entre en fonctions dès la nomination de ses membres | το Δικαστήριο αρχίζει τις εργασίες του μόλις διορισθούν τα μέλη του |
la Cour de justice est compétente pour statuer sur tout différend | το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς |
la Cour de justice peut être saisie | δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου |
la durée du mandat restant à courir | ο υπόλοιπος χρόνος της θητείας |
la fondation néerlandaise pour la mise au point des programmes de cours | Ολλανδικό ίδρυμα για την επεξεργασία εκπαιδευτικών προγραμμάτων |
lancement en cours d'attaque | εκτόξευση κατά την επίθεση |
"le Parlement est recevable à saisir la Cour" | το Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο |
le statut de la Cour de justice est fixé par un Protocole sépare | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο |
le statut de la Cour est fixé par un Protocole annexé au présent Traité | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε πρωτόκολλο προσηρτημένο στην παρούσα συνθήκη |
les recours formés devant la Cour de justice n'ont pas d'effet suspensif | οι προσφυγές στο Δικαστήριο δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα |
moyenne des cours constatés | μέσος όρος των τιμών που διαπιστώνονται |
Nouveau courant de gauche | Νέο Αριστερό Ρεύμα |
observation préliminaire de la Cour des Comptes | προκαταρκτικές παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
opérations en cours | εκκρεμείς εργασίες |
porter atteinte au pouvoir de contrôle de la Cour des comptes | θίγω το δικαίωμα ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
pouvoir d'interprétation de la Cour | εξουσία ερμηνείας του Δικαστηρίου |
Premier Protocole concernant l'interprétation par la Cour de justice des Communautés européennes de la Convention sur la loi applicable aux obligations contractuelles | Πρώτο Πρωτόκολλο για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Σύμβασης για το εφαρμοστέο Δίκαιο στις συμβατικές ενοχές |
Procureur général auprès de la Cour des Comptes | Επίτροπος της επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο |
Protocole concernant l'interprétation par la Cour de Justice de la Convention du 27 septembre 1968 concernant la compétence judiciaire et l'exécution des décisions en matière civile et commerciale | Πρωτόκολλο για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Protocole concernant l'interprétation par la Cour de justice des Communautés européennes de la convention relative à la signification et à la notification dans les Etats membres de l'Union européenne des actes judiciaires et extrajudiciaires en matière civile ou commerciale | Πρωτόκολλο που καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Σύμβασης για την την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Protocole portant adaptation de l'accord entre les Etats de l'AELE relatif à l'institution d'une Autorité de surveillance et d'une Cour de justice | Πρωτόκολλο προσαρμογής της συμφωνίας μεταξύ των κρατών ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου |
Protocole 7 sur la capacité juridique, les privilèges et immunités de la Cour AELE | Πρωτόκολλο 7 σχετικά με τη νομική ικανότητα, τα προνόμια και τις ασυλίες του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ |
Protocole 5 sur le statut de la Cour AELE | Πρωτόκολλο 5 για τον οργανισμό του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ |
Protocole sur le statut de la Cour de justice de la Communauté européenne de l'énergie atomique | Πρωτόκολλο περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας |
président de la Cour | πρόεδρος του Δικαστηρίου |
recours devant la Cour de justice | προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου |
reprise des cours des poissons | ανάκαμψη των τιμών |
risques en cours | μη λήξας κίνδυνος |
soutien et coordination d'enquêtes en cours | υπoστήριξη και συvτovισμός τωv τρε?oυσώv ερευvώv |
tableau des effectifs de la Cour des comptes | οργανόγραμμα των υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
témoigner devant la Cour de justice des Communautés européennes | καταθέτω ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
un recours en indemnité est ouvert devant la Cour | είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου |
une Cour de justice unique | ένα ενιαίο Δικαστήριο |
une Cour des comptes unique des Communautés européennes | ένα ενιαίο Eλεγκτικό Συνέδριο των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων |
visa en cours de validité | έγκυρη άδεια διαμονής |