DictionaryForumContacts

Terms for subject General containing Operating | all forms | exact matches only
EnglishGreek
brittle-fracture-oriented operating diagramλειτουργικό διάγραμμα περιλαμβάνον τις περιπτώσεις διαμπερούς θραύσεως
co-operating criminalsσυvεργαζόμεvoι εγκληματίες
direct operating functionsδιαδικασίες αμέσου εκμεταλλεύσεως
EU Air Deployable Operating Baseαεροπορική αναπτύξιμη επιχειρησιακή βάση της ΕΕ
full operating capabilityπλήρης επιχειρησιακή δυνατότητα
initial operating capabilityαρχική επιχειρησιακή δυνατότητα
net operating expensesκαθαρά έξοδα λειτουργίας
operating aidενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας
operating anomalyλειτουργική ανωμαλία
operating daysημέρες λειτουργίας
operating groupομάς λειτουργίας
operating manualεγχειρίδιο οδηγιών λειτουργίας
operating organizationοργανισμός λειτουργίας
operating parametersλειτουργικές παράμετροι
operating personnelπροσωπικό λειτουργίας
operating phaseφάση συνεχούς λειτουργίας
operating powerισχύς λειτουργίας
operating recordκατάστάση λειτουργίας
operating statusκατάσταση λειτουργίας
operating subsidyενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας
Security Operating Procedureλειτουργική διαδικασία ασφαλείας
the Commission shall require that operating records be kept and producedη Eπιτροπή απαιτεί την τήρηση και υποβολή καταστάσεων δραστηριότητος
the operating accounts and the balance sheets of the Joint Undertakingsοι λογαριασμοί λειτουργίας και οι ισολογισμοί των κοινών επιχειρήσεων

Get short URL