DictionaryForumContacts

Terms containing poder | all forms | exact matches only
SubjectSpanishGreek
lawabstención que constituyere una desviación de poderπαράλειψη που συνιστά κατάχρηση εξουσίας
econ.abuso de poderκατάχρηση εξουσίας
lawactuar en el ejercicio del poder públicoενεργώ στα πλαίσια της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας
el.analizador de espectro de elevado poder de resoluciónφασματικός αναλύτης μεγάλης διακριτικότητας
lawautoridad con poder de nombramientoκρατικό όργανο αρμόδιο για το διορισμό
lawautoridad con poder de nombramientoκρατικό όργανο αρμόδιο για την κατάρτιση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης
earth.sc.bajo poder de resolución de los microscopios ópticosχαμηλή διακριτική ικανότητα των οπτικών μικροσκοπίων
commun., ITcajita para poder acceder a los distintos servicios"κουτί" πρόσβασης σε διαφορετικές υπηρεσίες
gen.condición exigida para poder optar a las ayudasκριτήριο να μπορούν να επωφεληθούν του καθεστώτος επενδυτικών ενισχύσεων
lawConsejo General del Poder JudicialΓενικό Συμβούλιο της δικαστικής εξουσίας
lawConsejo General del Poder JudicialΑνώτατο Δικαστικό Συμβούλιο
law, h.rghts.act., UNDeclaración sobre los principios fundamentales de justicia para las víctimas de delitos y del abuso de poderΔιακήρυξη για τις βασικές αρχές δικαιοσύνης για τα θύματα της εγκληματικότητας και της κατάχρησης εξουσίας
lawdeponer un poder firmadoκαταθέτω πληρεξούσιο
lawdesviación de poderυπέρβαση εξουσίας
lawdesviación de poderκατάχρηση εξουσίας
health.determinación del poder amilolíticoπροσδιορισμός της αμυλολυτικής ικανότητας
chem.determinación del poder de cubriciónμέτρηση της καλυπτικής ικανότητας
lawejercicio del poderεξουσία
gen.el Consejo dispondrá de un poder de decisiónτο Συμβούλιο έχει εξουσία λήψεως αποφάσεων
tech.ensayo del poder de recubrimientoEξέταση επικάλυψης
lawentregar el poder a un gobierno civilπαράδοση της εξουσίας σε πολιτική κυβέρνηση
econ.establecimiento de las paridades de poder adquisitivoπρόγραμμα καθορισμού ισοτιμιών αγοραστικών δυνάμεων
met.estaño metal en poderμέταλλο κασσίτερου υπό φύλαξη
econ., stat.estándar de poder adquisitivoμονάδα αγοραστικής δύναμης ΜΑΔ
econ.estándar de poder de compraπρότυπο αγοραστικής δύναμης ; μονάδα αγοραστικής δύναμης
fin.evolución del poder adquisitivoεξέλιξη της αγοραστικής δύναμης
lawexceso de poderυπέρβαση εξουσίας
lawexceso de poderκατάχρηση εξουσίας
econ.exceso de poder adquisitivoυπερβάλλουσα αγοραστική δύναμη
econ.exceso de poder adquisitivoπλεόνασμα αγοραστικής δύναμης
chem., el.gas de poder calorífico medioαέριο μέσης θερμαντικής ικανότητας
chem., el.GNL de alto poder caloríficoπλούσιο φυσικό αέριο
chem., el.GNL de alto poder caloríficoπλούσιο LNG
chem., el.GNL de bajo poder caloríficoπτωχό φυσικό αέριο
chem., el.GNL de bajo poder caloríficoπτωχό LNG
agric.grupo de barbas que no han podido eliminarse en el desbarbadoπτερωτό λοφίο το οποίο δεν αφαιρέθηκε κατά το ξύρισμα
lawhaber incurrido en desviación de poderδιέπραξα κατάχρηση εξουσίας
fin.indicador del poder de mercadoδείκτης της ισχύος στην αγορά
lawla Comisión dispondrá de un poder de decisión propioη Eπιτροπή έχει ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων
lawla Comisión será informada con la suficiente antelación para poder presentar sus observacionesη Eπιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της
lawLey Orgánica del Poder JudicialΣυντακτική πράξη της δικαστικής εξουσίας
met.los cloruros impiden la inhibición por su poder de penetraciónτα χλωριόντα παρεμποδίζουν την αναστολή εξ αιτίας των διεισδυτικών τους ικανοτήτων
environ.material de alto poder caloríficoυλικά με υψηλή θερμογόνο δύναμη
proced.law.matrimonio por poderγάμος χωρίς αυτοπρόσωπη εμφάνιση
proced.law.matrimonio por poderγάμος δια αντιπροσώπου
fin.monedas y valores en poder de depositariosνομίσματα και αξιόγραφα κατατεθειμένα σε πιστωτικά ιδρύματα
mech.eng.máximo poder de compactaciónμέγιστη ισχύς συμπύκνωσης
fin.organismo financiero en poder de haberes comunitariosχρηματοπιστωτικός οργανισμός που κατέχει περιουσιακά στοιχεία της Κοινότητας
fin.oro en poder de depositariosχρυσός σε τραπεζικά ιδρύματα
econ.paridad de poder adquisitivoισοτιμία αγοραστικής δύναμης
stat., fin.paridad de poder de compraισοτιμία αγοραστικής δύναμης
econ., fin.paridad del poder adquisitivoισοτιμία της αγοραστικής δύναμης
account.paridades del poder adquisitivoμονάδες αγοραστικής δύναμης
econ.patrón de poder adquisitivoπρότυπο αγοραστικής δύναμης ; μονάδα αγοραστικής δύναμης
econ.personalización del poderπροσωποποίηση της εξουσίας
chem.poder absorbenteαπορροφητική ικανότητα
chem.poder absorbenteαπορροφητικότητα
chem.poder aclaradorικανότητα λεύκανσης
lawpoder acogerse a la protección de las autoridades diplomáticas y consulares de cualquier Estado miembroαπολαύω της διπλωματικής και προξενικής προστασίας κάθε κράτους μέλους
gen.poder acogerse a la protección de las autoridades diplomáticas y consulares de qualquier Estado miembroαπολαύω της διπλωματικής και προξενικής προστασίας κάθε κράτους μέλους
chem.poder adherenteικανότητα πρόσφυσης
nat.sc.poder adhesivoικανότητα συγκόλλησης
nat.sc.poder adhesivoδύναμη συγκόλλησης
mater.sc., chem.poder adhesivo del encoladoισχύς συγκόλλησης
mater.sc., chem.poder adhesivo del encoladoβαθμός συγκολλητικότητας
gen.poder adjudicadorεπιτροπή διαγωνισμού
gen.poder adjudicadorαναθέτουσα αρχή
econ.poder adquisitivoαγοραστική δύναμη
econ.poder adquisitivo de las familiasαγοραστική δύναμη των νοικοκυριών
econ.poder adquisitivo excesivoυπερβάλλουσα αγοραστική δύναμη
econ.poder adquisitivo excesivoπλεόνασμα αγοραστικής δύναμης
coal., met.poder aglutinanteικανότης οπτήσεως
agric.poder alcohógenoικανότητα παραγωγής αλκοόλης
med.poder anticonvulsionante del productoαντισπασμωδικό δυναμικό του φαρμάκου
chem., mech.eng.poder antidetonanteαντικρουστικές ιδιότητες
environ.poder autodepuradorικανότητα αυτοκαθαρισμού
environ.poder autodepurativoικανότητα αυτοκαθαρισμού
environ.poder bactericida del aguaβακτηριοκτόνα δράση του νερού
environ.poder bactericida del aguaβακτηρηδιοκτόνος δράση του νερού
phys.sc., energ.ind.poder caloríficoθερμαντική δύναμη
industr., energ.ind.poder caloríficoθερμογόνος δύναμη
industr., energ.ind.poder caloríficoθερμαντική αξία
energ.ind.poder caloríficoθερμική ισχύς
energ.ind.poder calorífico contractualσυμβατική θερμαντική ικανότητα
phys.sc., energ.ind.poder calorífico inferiorκατώτερη θερμαντική ισχύς
phys.sc., energ.ind.poder calorífico inferiorκατώτερη θερμαντική αξία
phys.sc., energ.ind.poder calorífico superiorυψηλή θερμαντική αξία
phys.sc., energ.ind.poder calorífico superiorμικτή θερμότητα καύσης
lawpoder coactivoεξουσία καταναγκασμού
lawpoder coercitivoεξουσία καταναγκασμού
gen.poder coercitivoσκληρή δύναμη
chem.poder coloranteχρωστική ικανότητα
chem.poder coloranteχρωστική δύναμη
gen.poder comburenteστοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέρα
gen.poder comburenteστοιχειομετρική αναλογία αέρα/καυσίμου
chem.poder complejanteσυμπλοκοποιητική ικανότητα
lawpoder constituyenteσυντακτική εξουσία
econ.poder consultivoσυμβουλευτική εξουσία
coal., met.poder coquificanteικανότης οπτανθρακοποιήσεως
met.poder cubrienteικανότητα συγκαλύψεως
met.poder cubrienteβάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους
met.poder cubrienteικανότητα καλύψεως
met.poder cubrienteκαλυπτική ικανότητα
chem.poder cubrienteικανότητα επικάλυψης
chem.poder cubrienteικανότητα διείσδυσης
chem., met.poder cubriente en húmedoυγρή καλυπτικότητα
chem.poder de absorciónαπορροφητικότητα
chem.poder de absorciónαπορροφητική ικανότητα
econ.poder de apreciaciónεξουσία εκτίμησης
environ.poder de autodepuraciónικανότητα αυτοκαθαρισμού
coal.poder de cebadoισχύς εναύσεως
el.poder de cierreικανότητα κλεισίματος
el.poder de cierreικανότης συνδέσεως
el.poder de cierre en cortocircuitoικανότητα κλεισίματος βραχυκυκλώματος
gen.poder de codecisiónεξουσία συναπόφασης
econ.poder de compra de las familiasαγοραστική δύναμη των νοικοκυριών
econ.poder de controlεξουσία ελέγχου
commer.poder de control del franquiciadorεξουσία ελέγχου του δικαιοπαρόχου
coal., met.poder de coquizaciónικανότης οπτήσεως
el.poder de corteικανότητα διακοπής
el.poder de corteικανότης αποσυνδέσεως
el.poder de corte en cortocircuitoικανότητα διακοπής βραχυκυκλώματος
chem.poder de cubriciónκαλυπτική ικανότητα
econ.poder de decisiónεξουσία λήψεως αποφάσεων
lawpoder de decisiónεξουσία λήψης αποφάσεων
agric.poder de desecaciónδυναμικό αποξήρανσης
agric.poder de desecaciónαποξηραντική ικανότητα
tech.poder de detecciónισχύς ανίχνευσης
lab.law.poder de direcciónεξουσίες εργοδότη
law, econ.poder de direcciónδιευθυντική εξουσία του εργοδότη
lawpoder de disposiciónεξουσία έκδοσης διαταγών
nat.sc., agric.poder de eclosiónεκκολαπτική ικανότητα
econ.poder de ejecuciónεξουσία εκτέλεσης
earth.sc.poder de emisiónσυντελεστής εκπομπής
earth.sc., life.sc.poder de enfriamientoψυκτική ικανότητα
life.sc.poder de evaporaciónικανότης εξατμίσεως
life.sc.poder de evaporaciónδυναμικόν εξατμίσεως
agric.poder de fermentaciónζυμωτική ικανότητα
agric.poder de fermentaciónδυνατότητα ζύμωσης
law, fin.poder de firma de documentos financierosαρμοδιότητα υπογραφής χρηματοοικονομικών εγγράφων
earth.sc.poder de frenado atómicoενεργός διατομή πεδήσεως
earth.sc.poder de frenado atómicoανά άτομο ικανότης πεδήσεως
earth.sc.poder de frenado másico por colisiónμαζική ισχύς πέδησης λόγω κρούσεων
earth.sc.poder de frenado másico por radiaciónμαζική ισχύς πέδησης λόγω εκπομπής ακτινοβολίας
earth.sc.poder de frenado total linealολική γραμμική ικανότητα πεδήσεως
earth.sc.poder de frenado total linealγραμμική ισχύς πέδησης λόγω εκπομπής ακτινοβολίας
lawpoder de gestiónδιοικητική ικανότητα
lawpoder de gestiónδιοικητική αρμοδιότητα
chem.poder de humedecerικανότητα διαβροχής
econ.poder de iniciativaεξουσία πρωτοβουλίας
law, market.poder de inspección de las autoridadesαρμοδιότητες έρευνας των αρχών
law, commer.poder de la demandaαγοραστική ισχύς
earth.sc., mech.eng.poder de lubrificaciónολισθηρότητα
earth.sc., mech.eng.poder de lubrificaciónλιπαντική ισχύς
law, lab.law.poder de mandoδιευθυντικό διακαίωμα
econ.poder de mercadoισχύς στην αγορά
fin.poder de mercado significativoσημαντική δύναμη στην αγορά
earth.sc.poder de moderaciónεπιβραδυντική ισχύς
econ.poder de negociaciónδιαπραγματευτική εξουσία
fin.poder de negociaciónδιαπραγματευτική ισχύς
law, commer.poder de negociaciónαγοραστική ισχύς
econ.poder de nombramientoεξουσία διορισμού
environ.poder de penetraciónικανότητα διείσδυσης
chem.poder de penetraciónικανότητα επικάλυψης
chem.poder de penetración de los rayos gammaδιεισδυτική ικανότητα των ακτίνων γάμμα
environ.poder de purificaciónικανότητα καθαρισμού
commun.poder de radiación direccionalκατευθυντήρια ισχύς εκπομπής
commun.poder de radiación espectralφασματική ισχύς εκπομπής
commun.poder de radiación hemisféricoημισφαιρική ισχύς εκπομπής
econ.poder de ratificaciónκυρωτική εξουσία
chem.poder de rellenoπληρωτική ικανότητα
lawpoder de representaciónεξουσία εκπροσώπησης
tech.poder de resoluciónικανότητα διαχωρισμού
chem.poder de resoluciónδιακριτική ικανότητα
phys.sc., el.poder de resoluciónδιαχωριστική ικανότητα
phys.sc., el.poder de resoluciónανάλυση
el.poder de resolución angularγωνιακή αναλυτική ικανότητα
commun.poder de resolución de un impulso de mediciónδιαχωριστική ικανότητα μετρητικού παλμού
ITpoder de resolución elevadoδιακριτική ικανότητα υψηλού βαθμού
earth.sc., chem.poder de retenciónικανότητα κατακράτησης υγρασίας
chem.poder de revestimientoικανότητα κάλυψης ανωμαλιών
math.poder de suavizaciónεξομάλυνση εξουσία
stat.poder de suavizamientoισχύς εξομάλυνσης
math.poder de suavizamientoεξομάλυνση εξουσία
lawpoder de valoración libre y soberanoεξουσία κυρίαρχης κρίσης
lawpoder de valoración libre y soberanoεξουσία ανεξέλεγκτης κρίσης
law, lab.law.poder de vigilanciaεξουσία ελέγχου
lawpoder disciplinarioπειθαρχική εξουσία
law, lab.law.poder disciplinarioπειθαρχική δικαιοδοσία
lawpoder disciplinario sobre los funcionariosπειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων
econ.poder discrecionalδιακριτική εξουσία
lawpoder discrecionalεκτίμηση
lawpoder discrecionalαξιολόγηση
transp., mater.sc.poder disolventeικανότητα απεμπλοκής
transp., mater.sc.poder disolventeδιαλυτική ικανότητα
chem.poder dispersanteικανότητα διασποράς
gen.poder duroσκληρή δύναμη
econ.poder ejecutivoεκτελεστική εξουσία
lawpoder especialπληρεξουσιότητα
lawpoder estatalκρατική εξουσία
fin.poder explicativoερμηνευτική ικανότητα
agric.poder fermentativoικανότητα ζύμωσης
agric.poder fermentativoζυμωτική ικανότητα
agric.poder fermentativoδυνατότητα ζύμωσης
transp., mater.sc.poder filtrante normalικανότητα διύλισης
law, patents.poder firmadoενυπόγραφο πληρεξούσιο
law, patents.poder generalγενικό πληρεξούσιο
environ., polit., agric.poder germinativoβλαστητική ικανότητα
gen.poder hinchanteδιογκωτική ικανότητα
earth.sc., el.poder iluminanteισχύς φωτισμού
lawpoder jerárquicoιεραρχική εξουσία
lawpoder jerárquicoεξουσία ιεραρχικά προϊστάμενης αρχής
lawpoder judicialδικαιοδοτική λειτουργία
econ.poder judicialδικαστική εξουσία
lawpoder judicialδικαιοδοσία
econ.poder legislativoνομοθετική εξουσία
lawpoder legislativoνομοθετική αρμοδιότητα
fin., polit., econ.poder liberatorioη ικανότητα του νομίσματος να αποτελεί μέσο πληρωμής
chem.poder liganteσυνεκτικότητα
el.poder límite de cierreοριακή ικανότητα λειτουργίας
el.poder límite de corteοριακή ικανότητα διακοπής
el.poder límite de maniobraοριακή ικανότητα κυκλικής λειτουργίας
agric.poder mojanteδιαβρεκτικότητα
agric.poder mojanteαποτελεσματικότητα διαβρεκτικού
law, fin.poder o autorización e instrucciones de votoεξουσιοδότηση και οδηγίες ψήφου
chem., el.poder odoranteικανότητα απόδοσης οσμής
environ.poder oxidante del aireοξειδωτική ικανότητα του αέρα
nat.sc., agric.poder patógenoμολυσματική ικανότητα
environ.poder policialαστυνομική εξουσία αρχή
environ.poder policialαστυνομική εξουσία
econ.poder políticoπολιτική εξουσία
fin.poder presupuestarioεξουσία επί του προϋπολογισμού
econ.poder presupuestarioαρμοδιότητα επί του προϋπολογισμού
nat.sc., agric.poder procreadorαναπαραγωγική ικανότητα
lawpoder públicoδημόσια αρχή
lawpoder públicoκρατική εξουσία
lawpoder públicoδημόσια εξουσία
gen.poder públicoφορέας του δημόσιου τομέα
transp.poder seguir prestando servicio de marικανότητα για υπηρεσία σε θαλασσοπλοούντα πλοία
nat.sc.poder separadorδιαχωριστική ικανότητα
el.poder separadorδιακριτική ικανότητα
phys.sc., el.poder separadorανάλυση
commun., transp.poder separador en acimutδιαχωριστική ανάλυση αζιμούθιου
lawpoder soberano de valoraciónεξουσία κυρίαρχης κρίσης
lawpoder soberano de valoraciónεξουσία ανεξέλεγκτης κρίσης
fin.poseer un poder de representaciónέχω πληρεξουσιότητα
econ.principio de equivalencia del poder adquisitivoαρχή της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης
gen.proyección del poder naval sobre tierraχερσαία επίθεση από ναυτικές δυνάμεις ή από δυνάμεις προερχόμενες από τη θάλασσα
gen.proyectil antitanque de alto poder explosivoεκρηκτικό Α/Τ
gen.proyectil antitanque de alto poder explosivoεκρηκτικό αντιαρματικό βλήμα
lawprueba del poder otorgado al Abogadoαποδεικτικό της εντολής προς το δικηγόρο
coal.Realizan ensayos sobre el poder fijador de polvo de las pastas salinas.δοκιμές επί της ικανότητας συγκράτησης κόνεως των αλατούχων πολτών
lawrecurso de nulidad por desviación de poderπροσφυγή ακυρώσεως λόγω καταχρήσεως εξουσίας
lawrecurso por desviación de poderπροσφυγή που ασκείται λόγω καταχρήσεως εξουσίας
lawrecursos por desviación de poderπροσφυγές λόγω καταχρήσεως εξουσίας
lawrecursos por incompetencia, vicios sustanciales de forma, violación del presente Tratado o de cualquier norma jurídica relativa a su ejecución, o desviación de poderπροσφυγές που ασκούνται λόγω αναρμοδιότητος, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της παρούσας συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας
lawrecursos por incompetencia,vicios sustanciales de forma,violación del presente Tratado o de cualquier norma jurídica relativa a ejecución o desviación de poderπροσφυγές που ασκούνται λόγω αναρμοδιότητος,παραβάσεως ουσιώδους τύπου,παραβάσεως της παρούσας συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με τη εφαρμογή της,ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας
lawRed Europea de Consejos del Poder JudicialΕυρωπαϊκό δίκτυο δικαστικών συμβουλίων
lab.law.reevaluación del poder adquisitivoενίσχυση της αγοραστικής δύναμης
econ.reserva de poder de compraαποθεματοποίηση αγοραστικής δύναμης
gen.resolver sobre las impugnaciones que se hayan podido presentarλαμβάνω απόφαση επί ενδεχομένης αμφισβητήσεως
gen.resolver sobre las impugnaciones que se hayan podido presentarαποφασίζω επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων
lawresponsabilidad civil del poder públicoαστική ευθύνη του Δημοσίου
health.sensación de gran poderσυναίσθημα παντοδυναμίας
earth.sc.sistema para poder volver a utilizar la chatarraσύστημα επαναχρησιμοποίησης αχρήστου υλικού
fin.standard de poder adquisitivoπρότυπα αγοραστικής δύναμης
fin.standard de poder adquisitivoμονάδα αγοραστικής ισοτιμίας
med.tipo mínimo del poder germinativoελάχιστο ποσοστό της βλαστικής ικανότητας
fin.tipos de cambio y paridades de poder de compra al nivel del PIBτιμές συναλλάγματος και ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης ΑΕγχΠ
commun.tono para poder llamarσήμα κέντρου
commun.tono para poder llamarσήμα επιλογής
fin.unidad de poder adquisitivoπρότυπα αγοραστικής δύναμης
fin.unidad de poder adquisitivoμονάδα αγοραστικής ισοτιμίας
environ.utilización del poder calóricoαξιοποίηση της θερμαντικής ικανότητας
health.virus de bajo poder patógenoιός χαμηλής μολυσματικότητας
gen.voto por poderψηφοφορία δια πληρεξουσίου
law, social.sc.víctima del abuso de poderθύμα κατάχρησης εξουσίας
stat.índice de la paridad de poder de compra al nivel del PIBδείκτης ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης ΑΕγχΠ
econ.índice general del poder adquisitivoγενικός δείκτης της αγοραστικής δύναμης

Get short URL