Subject | French | Greek |
transp. | about de rail | η άκρη της σιδηροτροχιάς |
law, transp. | Accord entre la Communauté européenne et la Confédération suisse sur le transport de marchandises et de voyageurs par rail et par route | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών |
transp. | Accord entre la Communauté économique européenne et la république d'Autriche en matière de transit de marchandises par rail et par route | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Αυστρίας για τις διακομιστικές σιδηροδρομικές και οδικές εμπορευματικές μεταφορές |
transp. | accord relatif aux transports combinés internationaux rail/route de marchandises | συμφωνία για τις συνδυασμένες διεθνείς σιδηροδρομικές/οδικές εμπορευματικές μεταφορές |
law, transp. | accord relatif aux transports combinés internationaux rail/route de marchandises | Συμφωνία για τις συνδυασμένες διεθνείς οδικές/σιδηροδρομικές μεταφορές εμπορευμάτων |
met. | acier allié pour rail | κεκραμένος χάλυβας για σιδηροτροχιές |
transp., met. | acier à rail | χάλυβας σιδηροτροχιών |
transp., met. | acier à rails | χάλυβας σιδηροτροχιών |
transp., el. | ancre de rail conducteur | αγκύρωση της κατευθυντήριας σιδηροτροχιάς |
transp., el. | ancre de rail conducteur | αγγίστρωση της κατευθυντήριας σιδηροτροχιάς |
transp. | appareilou jointde dilatation des rails | συσκευή διαστολής σιδηροτροχιών |
transp. | appareilou jointde dilatation des rails | αρμός |
transp. | appareil de mesure de l'usure des rails | όργανο μετρήσεως της φθοράς των σιδηροτροχιών |
transp. | appareil de mesure de l'usure des rails | συσκευή μετρήσεως της φθοράς των σιδηροτροχιών |
mech.eng. | appareil de mise au stock sur rails,ou sur chenilles | μηχάνημα στοκαρίσματος σε σιδηροτροχιές ή ερπύστριες |
transp. | appareil de remise sur rails | συσκευή επανατοποθέτησης πάνω στις σιδηροτροχιές |
transp. | appareil de remise sur rails | συσκευή εντροχίασης |
transp. | appareil de vérification de la résistance des rails | συσκευή ελέγχου της μηχανικής αντίστασης των σιδηροτροχιών |
transp. | appareil de vérification des joints de rails | συσκευή ελέγχου των συνδέσμων των σιδηροτροχιών |
transp., tech. | appareil de vérification du profil des rails | συσκευή ελέγχου του προφίλ των σιδηροτροχιών |
transp., tech. | appareil de vérification du profil des rails | συσκευή ελέγχου της διατομής των σιδηροτροχιών |
transp., tech. | appareil vérificateur de la résistance des rails | συσκευή ελέγχου της αντοχής των σιδηροτροχιών |
transp., tech. | appareil vérificateur des joints de rails | συσκευή ελέγχου των αρμών των σιδηροτροχιών |
transp. | appareil à cintrer les rails | συσκευή κάμψης σιδηροτροχιών |
transp. | appareil à déplacer les rails longitudinalement | συσκευή διαμήκους μετατόπισης των σιδηροτροχιών |
transp. | appareil à déplacer les rails longitudinalement | συσκευή έλξης των σιδηροτροχιών |
transp. | appareil à redresserou à rectifierles alignements des rails | συσκευή διόρθωσης των ευθυγραμμίσεων των σιδηροτροχιών |
transp. | appareil à tirer les rails | συσκευή έλξης των σιδηροτροχιών |
transp. | appareil à tirer les rails | συσκευή διαμήκους μετατόπισης των σιδηροτροχιών |
transp. | application du boudin contre le champignon du rail | επαφή όνυχα-κεφαλής σιδηροτροχιάς |
transp. | ascension du rail par le boudin | υπερπήδηση της σιδηροτροχιάς από τον όνυχα του τροχού |
transp. | ascension du rail par le boudin | άνοδος του όνυχα του τροχού πάνω στην κεφαλή της σιδηροτροχιάς |
transp. | assemblage transversal des files de rails | εγκάρσια σύνδεση των σιδηροτροχιών |
transp. | assiette des rails | βάση έδρασης σιδηροτροχιών |
transp. | assiette du joint de rail | βάση έδρασης συνδέσμων σιδηροτροχιών |
transp. | attache de rail peu serrée | χαλαρός σύνδεσμος σιδηροτροχιάς |
transp. | auscultation des rails | εξέταση των σιδηροτροχιών |
transp. | auscultation des rails | ανίχνευση των σιδηροτροχιών |
transp. | autobus sur rails | λεωφορείο που κινείται πάνω σε σιδηροτροχιά |
transp. | autobus sur rails | λεωφορείο επί σιδηροτροχιών |
transp. | Automatic Rail Taxi | αυτόματο ταξί σταθερής τροχιάς |
transp. | Automatic Rail Taxi | Automatic Rail Taxi |
industr., construct. | bascule suspendue sur rail | ζυγός εναέριας ανάρτησης |
transp. | battement du rail sur la traverse | χτύπημα της σιδηροτροχιάς πάνω στο στρωτήρα |
transp., construct. | blondin sur rail | εναέριο βαγονέτο |
transp., construct. | blondin sur rail | κρεμαστός σιδηρόδρομος |
transp. | bois sous rails | ξύλινοι στρωτήρες της γραμμής |
transp. | bord intérieur du rail | εσωτερικές παρειές σιδηροτροχιάς |
transp. | camion rail-route | φορτηγό σιδηροτροχιάς-δρόμου |
social.sc., transp. | carte Senior Rail Europe | Ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό εισιτήριο για ηλικιωμένους |
transp. | carénage de rail de guidage | περίβλημα οδηγών τροχών |
met. | chaise de rail | στήριγμα |
transp. | champignon de rail | κεφαλή σιδηροτροχιάς |
transp. | charge du rail | φόρτιση της σιδηροτροχιάς |
transp. | charge du rail | φορτίο της σιδηροτροχιάς |
mech.eng. | chariot treuil bi-rails suspendu | βαγόνι αναρτημένο σε δύο τροχιές |
transp., construct. | chauffage de rail d'alimentation en courant par court-circuitage | παράλληλη ηλεκτρική θέρμανση σιδηρογραμμής |
transp. | cheminement du rail | όδευση σιδηροτροχιάς |
transp. | cheminement du rail | ερπυσμός σιδηροτροχιάς |
transp., el. | circuit de voie isolé sur les deux files de rails | κύκλωμα γραμμής μονωμένο και στις δύο σιδηροτροχιές |
transp., el. | circuit de voie isolé sur une seule file de rails | κύκλωμα γραμμής μονωμένο στη μια σιδηροτροχιά |
transp., construct. | coeur d'aiguillage avec contre-rail | προστατευόμενη καρδιά διασταύρωσης σιδηροδρομικών τροχιών |
transp. | coeur de croisement courbe en rails assemblés | καρδιά αλλαγής σε συναρμολόγηση με τη μία σιδηροτροχιά καμπύλη |
transp. | coeur de croisement courbe en rails assemblés | καρδιά διασταύρωσης σε συναρμολόγηση σε καμπύλη |
transp. | coeur de croisement droit en rails assemblés | καρδιά διασταύρωσης σε ευθύγραμμη συναρμολόγηση |
transp. | coeur de croisement en rails assemblés | συναρμολογημένη καρδιά διασταύρωσης |
transp. | coeur de croisement en rails assemblés | καρδιά διασταύρωσης συναρμολογημένη σε καμπύλη δεξιά |
transp. | coeur de traversée en rails assemblés | διπλή καρδιά διάβασης συναρμολογημένη ευθεία |
met. | coeur en rails assemblés ou de croisement | φορέας συνένωσης ή διασταύρωσης σιδηροτροχιών |
gen. | Comité de gestion de l'accord entre la CE et la Suisse sur le transport de marchandises par rail et par route | Επιτροπή διαχείρισης της συμφωνίας μεταξή της ΕΚ και της Ελβετίας σχετικά με τις οδικές και σιδηροδρομικές εμπορευματικές μεταφορές |
polit. | Comité pour la gestion de l'accord entre la Communauté européenne et la Confédération suisse sur le transport de marchandises par rail et par route | Επιτροπή για τη διαχείριση της συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την ελβετική συνομοσπονδία σχετικά με την οδική και σιδηροδρομική εμπορευματική μεταφορά |
gen. | Comité pour la mise en œuvre du Protocole n° 9 sur le transport par route et par rail et le transport combiné en Autriche Écopoints | Επιτροπή για την εφαρμογή του πρωτοκόλου 9 για τις οδικές, σιδηροδρομικές και συνδυασμένες μεταφορές στην Αυστρία Ecopoints |
transp. | comportements des joints de rails | συμπεριφορά των αρμών των σιδηροτροχιών |
transp. | comportements des joints de rails | κατάσταση των αρμών των σιδηροτροχιών |
transp. | congé de raccord de la table de roulement du rail | συναρμογή της επιφάνειας κύλισης της σιδηροτροχιάς |
transp. | congé de raccord âme-champignon du rail | συναρμογή κορμού και κεφαλής της σιδηροτροχιάς |
transp. | congé de raccord âme-patin du rail | συναρμογή του κορμού και του πέλματος της σιδηροτροχιάς |
transp., el. | connexion de rail à rail | ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ σιδηροτροχιών |
el. | connexion de rail à rail | ηλεκτρική αμφίδεση σιδηροτροχιών |
transp. | connexion longitudinale de rail à rail | διαμήκης ηλεκτρική σύνδεση σιδηροτροχιών |
transp. | connexion transversale de rail à rail | εγκάρσια ηλεκτρική σύνδεση σιδηροτροχιών |
transp., el. | connexion électrique de rail | σιδηροτροχιά-σύνδεσμος |
transp., el. | connexion électrique de rail | ηλεκτρική σύνδεση σιδηροτροχιάς |
transp., el. | contact de rail | τροχοεπαφή |
transp., el. | contact de rail | επαφή της σιδηροτροχιάς |
transp., mil., grnd.forc. | contact roue-rail | επαφή τροχού-σιδηροτροχιάς |
transp., met. | contre-rail | πηδάλιο διευθύνσεως |
transp. | contre-rail | κλειδούχα σιδηρογραμμή |
transp., met. | contre-rail | σιδηροτροχιά καθοδήγησης |
transp., met. | contre-rail | προστατευτική σιδηροτροχιά |
transp., met. | contre-rail | κόντρα-ράγια |
transp., met. | contre-rail | αντιτροχιά |
transp. | contre-rail | ψαλίδι |
transp. | contre-rail fixé au rail avec cales-entretoises | κόντρα-ράγια στερεωμένη στη σιδηροτροχιά με ξύλινες σφήνες |
transp. | contre-rail fixé au rail avec cales-entretoises | αντιτροχιά στερεωμένη στη σιδηροτροχιά με ξύλινες σφήνες |
transp. | contre-rail sur supports indépendants | κόντρα-ράγια στερεωμένη με ανεξάρτητα στηρίγματα |
transp. | contre-rail sur supports indépendants | αντιτροχιά στερεωμένη με ανεξάρτητα στηρίγματα |
transp., polit. | Convention sur la responsabilité civile pour les dommages causés pendant le transport de marchandises dangereuses par route, par rail et par voies navigables intérieures | σύμβαση περί της αστικής ευθύνης για τις ζημίες που προξενούνται κατά τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων οδικώς, σιδηροδρομικώς και δια εσωτερικών πλωτών οδών |
transp., met. | corrosion atmosphérique des rails | διάβρωση των σιδηροτροχιών από την ατμόσφαιρα |
transp., mil., grnd.forc. | cote d'équilibrage du contre-rail | εύρος διέλευσης τροχού στην είσοδο αντιτροχιάς/λαγοπόδαρου |
transp., mil., grnd.forc. | cote d'équilibrage du contre-rail | διάκενο διέλευσης τροχών σε αντιτροχιά/λαγοπόδαρο |
transp. | coupon de rail | τμήμα της σιδηροτροχιάς |
mech.eng., construct. | courbe inférieure du rail | κάτω καμπυλότητα οδηγού |
transp., construct. | coussinet de rail | έδρανον σιδηροτροχιάς |
met. | coussinet de rail | στήριγμα |
transp., mech.eng. | dispositif d'ancrage des rails | εξάρτημα αγκύρωσης των σιδηροτροχιών |
transp. | dispositif de graissage des rails | σύστημα λίπανσης σιδηρογραμμών |
transp. | dispositif de graissage des rails | σύστημα γρασαρίσματος σιδηρογραμμών |
transp. | dispositif pour l'alignement des rails | διάταξη ευθυγράμμισης σιδηροτροχιών |
transp. | dressage des rails | ευθυγράμμιση σιδηροτροχιών |
transp. | dresser les rails | ευθυγραμμίζω τις σιδηροτροχιές |
transp., met. | durcissement des abouts de rails | σκλήρυνση των άκρων των σιδηροτροχιών |
agric. | débroussaillage au rail | εκθάμνωσις διά σιδηροδρομικής ράβδου |
transp. | déformation verticale de l'âme du rail | κατακόρυφη παραμόρφωση του κορμού της σιδηροτροχιάς |
transp. | déformation verticale de l'âme du rail | κατακόρυφη παραμόρφωση της ψυχής της σιδηροτροχιάς |
transp. | déjettement du rail | στρέβλωση της γραμμής |
transp. | déséclisser les rails | αφαιρώ τους αμφιδέτες των σιδηροτροχιών |
transp. | détecteur de ruptures de rails | συσκευή ανίχνευσης θραύσης σιδηροτροχιών |
transp. | déversement du rail | περιστροφή σιδηροτροχιάς ως προς το διαμήκη άξονά της |
transp. | déversement du rail | ανατροπή σιδηροτροχιάς |
mech.eng., construct. | engin sur rails | μηχανή επί σιδηροτροχιών |
transp. | entre-rail | διάστημα μεταξύ των σιδηροτροχιών |
transp. | entre-rail | απόσταση μεταξύ των σιδηροτροχιών |
transp. | entretoise de contre-rail | μπάρα αντιτροχιάς |
transp. | face intérieure des rails | εσωτερική παρειά σιδηροτροχιών |
transp. | face supérieure des rails | ανώτερη επιφάνεια των σιδηροτροχιών |
transp. | face supérieure des rails | άνω επιφάνεια των σιδηροτροχιών |
transp., met. | fatigue du rail | κόπωση της σιδηροτροχιάς |
transp. | faux équerre des joints de rails | παραγώνιασμα των αρμών των σιδηροτροχιών |
transp. | faux équerre des joints de rails | λοξότητα των αρμών των σιδηροτροχιών |
transp. | file de rails | τροχιοσειρά |
transp., el. | file de rails isolée | μονωμένο τμήμα σιδηροτροχιάς |
transp. | fixation du rail à la traverse | στερέωση της σιδηροτροχιάς στο στρωτήρα |
transp. | fourrure pour joint de rail | παρέμβλημα αρμού σιδηροτροχιάς |
transp. | fourrure pour joint de rail | γανάτσα |
transp. | frein magnétique sur rail | μαγνητική πέδη επί της σιδηροτροχιάς |
transp. | frein magnétique sur rail | ηλεκτρομαγνητική πέδη με πέδιλα |
transp. | frein à patins électro-magnétiques sur rail | σιδηρόφρενο |
transp. | frein électromagnétique sur rail | ηλεκτρομαγνητική πέδη με πέδιλα |
transp. | frein électromagnétique sur rail | μαγνητική πέδη επί της σιδηροτροχιάς |
transp., el. | freinage électromagnétique sur rail | ηλεκτρομαγνητική πέδηση επί της σιδηροτροχιάς |
transp., el. | freinage électromagnétique sur rail | πέδηση ηλεκτρομαγνητική με πέδιλα |
transp., el. | gabarit de rail de contact | περιτύπωμα σιδηροτροχιών επαφής |
transp. | glissement du rail | ολίσθηση της σιδηροτροχιάς |
transp. | graisseur de rails | σύστημα γρασαρίσματος σιδηρογραμμών |
transp. | graisseur de rails | σύστημα λίπανσης σιδηρογραμμών |
met. | grue sur rails | γερανός σε σιδηροτροχιές |
mech.eng. | grue sur roues pouvant circuler sur rails | γερανός σε τροχούς που μπορούν να κυκλοφορούν πάνω σε σιδηροτροχιές |
law, lab.law. | grève du rail | απεργία σιδηροδρομικών |
transp. | hauteur au-dessus de la face supérieure des rails | ελεύθερο ύψος πάνω από την επιφάνεια κύλισης των σιδηροτροχιών |
transp., mil., grnd.forc. | inclinaison des rails | κλίση των σιδηροτροχιών |
transp., tech. | inclinaison du rail | κλίση σιδηροτροχιάς |
transp., tech. | inclinaison du rail | επίκλιση σιδηροτροχιάς |
health. | inspection sur rail | έλεγχος επί ανηρτημένου σε υπερκείμενη σιδηροτροχιά σφαγίου |
transp. | isolement des rails | μόνωση των σιδηροτροχιών |
transp. | Jet Rail | Jet Rail |
transp., mech.eng. | joint de rail | αρμός σιδηροτροχιάς |
transp., mech.eng. | joint de rail | αρμός |
IT, transp. | joint de rail | μονωτική κρούση διαχωρισμού |
transp. | joint de rail appuyé | εδραζόμενος αρμός σιδηροτροχιάς |
transp. | joint de rail bas | αρμός σιδηροτροχιάς πεσμένος |
transp. | joint de rail bas | αρμός σιδηροτροχιάς χαμηλός |
transp. | joint de rail en biseau | αρμός σιδηροτροχιάς με λοξή απότμηση |
transp. | joint de rail en porte-à-faux | αιωρούμενος αρμός σιδηροτροχιάς |
transp., el. | joint de rail isolant | μονωτικός αρμός σιδηροτροχιάς |
transp., el. | joint de rail isolant | μονωτικός αρμός |
transp. | joint de rail suspendu | αιωρούμενος αρμός σιδηροτροχιάς |
transp. | joint de rail éclissé | αρμός σιδηροτροχιάς με αμφιδέτες |
transp. | joint de rail éclissé | αρμός σιδηροτροχιάς αμφιδετημένος |
transp. | joints de rail alternés | εναλλασσόμενοι αρμοί |
transp. | joints de rail chevauchants | εναλλασσόμενοι αρμοί |
transp. | joints de rail concordants | συμπίπτοντες αρμοί σιδηροτροχιών |
transp. | joints de rail d'équerre | συμπίπτοντες αρμοί σιδηροτροχιών |
transp. | lanceur à rails | εκτοξευτής σιδηροτροχιάς |
IT | Langage RAIL | γλώσσα RAIL |
transp. | le boudin frotte contre le rail | ο όνυχας εφάπτεται στη σιδηροτροχιά |
transp. | le boudin s'applique contre le rail | ο όνυχας κτυπά στη σιδηροτροχιά |
transp. | le rail se déjette | η σιδηροτροχιά στραβώνει |
transp., mech.eng. | levier de rail | λοστός σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | levier de rail | λοστός ανύψωσης γραμμής |
transp. | liaison rail-aéroport | σύνδεση σιδηροδρόμου-αεροδρομίου |
transp. | liaison rail-aéroport | σύνδεση σιδηροδρομικού σταθμού-αεροδρομίου |
coal. | l'installation de captage a été accrochée au rail d'une installation de transport par monorail | η συσκευή αποχωρισμού του κονιορτού προσαρτήθηκε σε μία εγκατάσταση μεταφοράς με χρήση μονοτρόχου |
transp., met. | longs rails soudés | συνεχώς συγκολλημένες σιδηροτροχιές |
transp. | longueur normale du rail | κανονικό μήκος σιδηροτροχιάς |
transp. | longueur normalisée de rail | πρότυπο μήκος σιδηροτροχιάς |
transp. | longueur normalisée de rail | κανονικό μήκος σιδηροτροχιάς |
transp. | longueur standard de rail | κανονικό μήκος σιδηροτροχιάς |
transp. | longueur standard de rail | πρότυπο μήκος σιδηροτροχιάς |
transp. | machine à cintrer les rails | συσκευή κάμψης σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | machine à meuler les rails | μηχανή λείανσης των σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | machine à meuler les rails | μηχάνημα λείανσης των σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | machine à percer les rails | μηχανή τρυπήματος σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | machine à percer les rails | μηχάνημα τρυπήματος σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | machine à raboter les rails | μηχανή πλανίσματος των σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | machine à raboter les rails | πλάνη σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | machine à raboter les rails | μηχάνημα πλανίσμ ματος των σιδηροτροχιών |
transp., met. | machine à souder les rails | μηχανή συγκόλλησης σιδηροτροχιών |
transp., met. | machine à souder les rails | μηχάνημα συγκόλλησης σιδηροτροχιών |
transp. | marchandises ayant une affinité avec le rail | εμπορεύματα που έχουν σχέση με τον σιδηρόδρομο |
transp. | "Martin-Car-Rail" | Mortin-Car-Rail |
transp., mech.eng. | martèlement des extrémités du rail | χτύπημα των άκρων της σιδηροτροχιάς |
transp., mech.eng. | martèlement des extrémités du rail | σφυροκόπημα των άκρων της σιδηροτροχιάς |
transp., mech.eng. | martèlement des rails par les roues "carrées"ou méplates | χτύπημα των σιδηροτροχιών από τους επιπεδωμένους τροχούς |
transp. | meulage des rails | λείανση των σιδηροτροχιών |
transp. | meuleuse de rail | σιδηροδρομικό όχημα με βροχωτό σύστημα |
transp. | montée du boudin sur le rail | άνοδος του όνυχα του τροχού πάνω στην κεφαλή της σιδηροτροχιάς |
transp. | montée du boudin sur le rail | υπερπήδηση της σιδηροτροχιάς από τον όνυχα του τροχού |
transp. | moteur-frein sur rail | πέδη επί σιδηροτροχιάς |
transp. | moteur-frein sur rail | πέδη MFR |
transp., met. | métallurgie des rails | μεταλλουργία των σιδηροτροχιών |
transp., mil., grnd.forc. | niveau supérieur du champignon du rail | κορυφή σιδηροτροχιάς |
transp. | niveau supérieur du rail | άνω επιφάνεια της κεφαλής σιδηροτροχιάς |
transp. | paquet de rails | πακέτο σιδηροτροχιών |
transp. | paquet de rails | δέσμη σιδηροτροχιών |
transp. | patin du rail | πέλμα της σιδηροτροχιάς |
transp., mech.eng. | perceuse de rails | μηχάνημα τρυπήματος σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | perceuse de rails | μηχανή τρυπήματος σιδηροτροχιών |
transp. | perçage des rails | τρύπημα των σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | pince à rails | τσιμπίδα σιδηροτροχιών |
transp. | piste du rail de guidage | επιφάνεια της εγκάρσιας σιδηρογραμμής στην οποία στηρίζεται ο μηχανισμός κατευθύνσεως |
transp., tech. | poids du rail | βάρος σιδηροτροχιάς |
transp. | poids linéaire du rail | βάρος σιδηροτροχιάς ανά τρέχον μέτρο |
transp. | point de contact roue-rail | σημείο επαφής τροχιάς-σιδηροτροχιάς |
transp., construct. | pont-rails à double voie | σιδηροδρομική γέφυρα δύο κατευθύνσεων |
transp., mil., grnd.forc. | profil du champignon du rail | διατομή κεφαλής σιδηροτροχιάς |
transp. | profil du rail | προφίλ σιδηροτροχιάς |
transp. | profil du rail | εγκάρσια διατομή σιδηροτροχιάς |
transp. | profil du rail | διατομή της σιδηροτροχιάς |
transp. | pédale électromécanique à flexion de rail | τροχοεπαφή ηλεκτρομηχανική που λειτουργεί με την κάμψη της σιδηροτροχιάς |
el. | pédale électromécanique à flexion de rail | ηλεκτρομηχανική τροχοεπαφή που λειτουργεί με την κάμψη της σιδηροτροχιάς |
transp., mech.eng. | rabotage des abouts du rail | τρόχισμα στα άκρα των σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | rabotage des rails | πλάνισμα των σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | raboteuse à rails | πλάνη σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | raboteuse à rails | μηχανή πλανίσματος των σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | raboteuse à rails | μηχάνημα πλανίσμ ματος των σιδηροτροχιών |
transp. | rail amont | προηγούμενη σιδηροτροχιά |
transp. | rail atteint d'usure ondulatoire | σιδηροτροχιά με κυματοειδή φθορά |
transp. | rail aval | επόμενη σιδηροτροχιά |
construct. | rail aérien | κρεμαστή σιδηροτροχιά |
construct. | rail aérien | εναέρια σιδηροτροχιά |
transp. | rail bruyant | σιδηροτροχιά με κυματοειδή φθορά |
mech.eng., construct. | rail-butoir | προστατευτική μπάρα των τοιχωμάτων του θαλαμίσκου |
transp. | rail chantant | σιδηροτροχιά με κυματοειδή φθορά |
transp. | rail cintré | καμπυλωμένη σιδηροτροχιά |
transp. | rail compensateur | σιδηροτροχιά εξίσωσης |
transp. | rail compensateur | εξισωτική σιδηροτροχιά |
transp., energ.ind. | rail conducteur | σιδηροτροχιά τροφοδοσίας |
transp., energ.ind. | rail conducteur | τρίτη σιδηροτροχιά επαφής |
transp., energ.ind. | rail conducteur | σιδηροτροχιά οδηγός |
transp., mil., grnd.forc. | rail conventionnel | συμβατικός σιδηρόδρομος |
transp. | rail coudé | κεκαμμένη σιδηροτροχιά |
mech.eng. | rail-crémaillère | οδοντωτή σιδηροδρομική γραμμή |
transp., energ.ind. | rail d'alimentation | σιδηροτροχιά οδηγός |
transp., energ.ind. | rail d'alimentation | σιδηροτροχιά τροφοδοσίας |
transp., energ.ind. | rail d'alimentation | τρίτη σιδηροτροχιά επαφής |
transp. | rail d'alimentation en courant | σιδηρογραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος |
agric., mech.eng. | rail d'ancrage | σιδηροτροχιά αγκύρωσης |
industr., construct. | rail de branlement | βραχίονας δόνησης |
mech.eng., construct. | rail de chaîne | κύριος οδηγός |
transp. | rail de compensation | εξισωτική σιδηροτροχιά |
transp. | rail de compensation | σιδηροτροχιά εξίσωσης |
transp., energ.ind. | rail de contact | σιδηροτροχιά τροφοδοσίας |
transp., energ.ind. | rail de contact | τρίτη σιδηροτροχιά επαφής |
transp., energ.ind. | rail de contact | σιδηροτροχιά οδηγός |
transp. | rail de contact | σιδηροτροχιά επαφής |
tech., industr., construct. | rail de détour | φιτιλοδηγοί |
transp. | rail de fixation fauteuils | ράγα καθισμάτων |
mech.eng., construct. | rail de galet de marche | σιδηροτροχιά κινήσεως |
mech.eng. | rail de grue | τροχιά |
mech.eng. | rail de grue | σιδηροτροχιά γερανού |
transp. | rail de guidage | κεντρική σιδηροτροχιά |
transp. | rail de guidage | σιδηροτροχιά καθοδήγησης |
transp. | rail de guidage | εγκάρσια συναρμολόγηση σιδηροράβδου |
transp., met. | rail de guidage | αντιτροχιά |
transp., met. | rail de guidage | πηδάλιο διευθύνσεως |
transp., met. | rail de guidage | προστατευτική σιδηροτροχιά |
transp., met. | rail de guidage | κόντρα-ράγια |
transp., construct. | rail de guidage | οδόστρωμα οχημάτων με ευθυγράμμιση |
transp. | rail de guidage | εγκάρσια συναρμολόγηση σιδηρογραμμής |
transp. | rail de guidage | κατευθυντήρια σιδηροτροχιά |
met., mech.eng. | rail de guidage | οδηγός τροχιά |
gen. | rail de lancement rampe de lancement | σιδηροτροχιά εκτόξευσης |
mech.eng. | rail de main-courante | οδηγός χειρολισθήρα |
transp. | rail de parachutage | ράβδος αγκίστρωσης |
mun.plan., transp. | rail de porte | τροχιά πόρτας συρόμενης |
mun.plan., transp. | rail de porte | οδηγός πόρτας συρόμενης |
transp. | rail de raccord | συνδετήρια σιδηροτροχιά |
transp., met. | rail de rebut | άχρηστη σιδηροτροχιά |
transp. | rail de rechange | σιδηροτροχιά αντικατάστασης |
transp. | rail de remploi | ξαναχρησιμοποιούμενη σιδηροτροχιά |
mech.eng. | rail de roulement | τροχιά |
mech.eng. | rail de roulement | σιδηροτροχιά γερανού |
transp. | rail de roulement | σιδηροτροχιά διαδρομής |
transp. | rail de réaction | σιδηροτροχιά αντίδρασης |
transp. | rail de réemploi | ξαναχρησιμοποιούμενη σιδηροτροχιά |
mech.eng. | rail de siège | ράγα καθισμάτων |
transp. | rail de stabilisation | σταθεροποιητική σιδηροτροχιά |
mech.eng. | rail de suspension | οδηγός συρόμενης πόρτας |
transp. | rail de sustentation | υποβοηθούσα σιδηροτροχιά |
met. | rail de voie ferrée | σιδηροτροχιά σιδηροδρομικής γραμμής |
mech.eng. | rail denté | οδοντωτή σιδηροδρομική γραμμή |
transp. | rail déviateur | σιδηροτροχιά αποφυγής |
transp. | rail déviateur | σιδηροτροχιά απόκλισης πορείας |
transp. | rail d'évitement | σιδηροτροχιά απόκλισης πορείας |
transp. | rail d'évitement | σιδηροτροχιά αποφυγής |
mech.eng. | rail en U | σιδηροτροχιά σε σχήμα U |
transp. | rail exfolié | σιδηροτροχιά αποφλοιωμένη |
transp., el. | rail ferromagnétique | σιδηρομαγνητική τροχιά |
transp. | rail-frein | επιβραδυντήρας |
el. | rail haute tension | κεντρικός αγωγός υψηλής τάσης |
transp. | rail infléchi | καμπυλωμένη σιδηροτροχιά |
transp., construct. | rail intermédiaire | ενδιάμεση σιδηρογραμμή |
transp., el. | rail isolé | σιδηροτροχιά μονωμένη ηλεκτρικά |
mech.eng. | rail mobile de chargement | κινητός τροχιόδρομος φόρτωσης |
transp. | rail paramagnétique | παραμαγνητική τροχιά |
transp. | Rail Pass Euro Domino | Euro Domino Rail Pass |
industr., construct. | rail porte-broches | βάση έδρασης ατράκτου κλώστριας |
transp. | rail porteur | φέρουσα σιδηροτροχιά |
transp. | rail porte-wagon | σιδηροτροχιά ρυμούλκισης φορτηγών |
transp. | rail porte-wagon | σιδηροτροχιά ρυμούλκησης βαγονιών |
mech.eng., construct. | rail principal | κύριος οδηγός |
transp. | rail sectionné | τεμαχισμένη σιδηροτροχιά |
transp. | rail soudé | συνεχής συγκολλημένη σιδηρογραμμή |
transp. | rail supérieur | υπερκείμενη σιδηρογραμμή |
transp. | Rail-Taxi | ταξί σταθερής τροχιάς |
transp. | Rail-Taxi | Rail-Taxi |
mech.eng. | rail-tendeur | τανυσιοδηγοί κινητήρα |
mech.eng. | rail-tendeur | ολισθοδηγοί |
transp. | rail tordu | στριμένη σιδηροτροχιά |
transp., met. | rail traité thermiquement | σιδηροτροχιά επεξεργασμένη θερμικά |
IT | rail vibrant | δονούμενη ράγα |
transp., met. | rail Vignole | σιδηροτροχιά με πέδιλο |
transp., met. | rail Vignole | σιδηροτροχιά Vignole με πέλμα |
transp., met. | rail Vignole | πλατύστρωτη σιδηροδρομική γραμμή |
mech.eng. | rail à double champignon | δικέφαλος σιδηροτροχιά |
met. | rail à double champignon | σιδηροτροχιά με διπλό εξόγκωμα |
met. | rail à glissières pour tramways électriques | σιδηροτροχιά με ολισθητήρες για ηλεκτρικούς τροχιοδρόμους |
transp. | rail à gorge | σιδηρογραμμές ισοπεδομένες με το οδόστρωμα |
transp. | rail à ornière | σιδηρογραμμές ισοπεδομένες με το οδόστρωμα |
transp., met. | rail à patin | σιδηροτροχιά Vignole με πέλμα |
transp., met. | rail à patin | σιδηροτροχιά με πέδιλο |
transp., met. | rail à patin | πλατύστρωτη σιδηροδρομική γραμμή |
transp., met. | rail à semelle plate | σιδηροτροχιά Vignole με πέλμα |
transp., met. | rail à semelle plate | σιδηροτροχιά με πέδιλο |
transp., met. | rail à semelle plate | πλατύστρωτη σιδηροδρομική γραμμή |
transp. | rail échancré | σιδηροτροχιά σκαμένη προς τα μέσα |
transp. | rail échancré | σιδηροτροχιά με κοιλότητα |
mech.eng. | rails de fixation de fauteuils | ράγα στήριξης καθισμάτων |
mater.sc., construct. | rails de guidage | τροχιές κύλισης |
forestr. | rails de guide-chaîne | ράγες οδήγησης αλυσίδας αλυσοπρίονου |
transp., avia., mech.eng. | rails de parachutage | ράγα-οδηγός ρίψεων αλεξιπτώτων |
mater.sc., construct. | rails de roulement | τροχιές κύλισης |
mech.eng. | rails de soute | τροχιόδρομος διαμερίσματος φορτίου |
transp., construct. | rails-guides | οδηγοί τροχιές |
mater.sc., construct. | rails-guides | τροχιές κύλισης |
transp., met. | rails longs | συνεχώς συγκολλημένες σιδηροτροχιές |
transp., met. | rails soudés en barres longues | συνεχώς συγκολλημένες σιδηροτροχιές |
transp., met. | rechargement de rails | αναμετάλλωση σιδηροτροχιών |
transp., met. | rechargement de rails | αναγόμωση σιδηροτροχιών |
transp. | recoupe des rails | νέο κόψιμο των σιδηροτροχιών |
transp. | relève-rails | ανυψωτήρας σιδηροτροχιάς |
transp. | relève-rails | γρύλλος |
transp. | remise sur rail | επαναφορά στη σιδηροτροχιά |
transp. | remise sur rails | εντροχίαση |
transp. | remise sur rails | επανατοποθέτηση ενός οχήματος πάνω στις γραμμές |
transp. | remise sur rails | επανεντροχίαση |
transp. | remorque rail-route | ρυμουλκούμενο σιδηροτροχιάς και οδού |
transp. | remorque rail-route | ρυμουλκούμενο που κινείται τόσο σε σιδηροτροχιές όσο και στο δρόμο |
transp. | remplacement de rails | αντικατάσταση σιδηροτροχιών |
transp. | reprofilage des rails | αποκατάσταση της διατομής σιδηροτροχιών |
transp., el. | retour par les rails | επιστροφή μέσω της γραμμής |
transp., el. | retour par les rails | επιστροφή μέσω των σιδηροτροχιών |
transp., construct. | retournement de rails | αναστροφή σιδηροτροχιάς |
transp., construct. | retournement de rails | αναποδογύρισμα σιδηροτροχιάς |
transp., mil., grnd.forc. | rugosité du rail | τραχύτητα της σιδηροτροχιάς |
transp. | rupture de rail | θραύση σιδηροτροχιάς |
mech.eng., el. | réseau de rails aériens | δίκτυο εναέριων τροχιών |
mech.eng., el. | réseau de rails aériens | εναέριο δίκτυο |
transp., mil., grnd.forc. | réseau rail/route | οδικό/σιδηροδρομικό δίκτυο |
transp. | sciage des rails | πριόνισμα των σιδηροτροχιών |
transp., mech.eng. | scie à rails | πριόνι σιδηροτροχιών |
transp. | selle de rail | πλάκα έδρασης σιδηροτροχιάς |
transp. | selle de rail avec inclinaison | κεκλιμένη πλάκα έδρασης σιδηροτροχιάς |
transp. | selle de rail nervurée | πλάκα έδρασης σιδηροτροχιάς με νευρώσεις |
transp. | selle de rail à crochet | πλάκα έδρασης σιδηροτροχιάς με άγκιστρα |
transp., mil., grnd.forc., construct. | semelle de rail | υπόθεμα σιδηροτροχιάς |
transp. | semelle de rail cannelée | αυλακωτό παρέμβλημα σιδηροτροχιάς |
transp. | semelle de rail élastique | πλάκα ελαστική σιδηροτροχιάς |
industr., construct. | semelle pour rails | υπόθεμα σιδηροτροχιάς |
transp., mil., grnd.forc., construct. | semelle sous rail | υπόθεμα σιδηροτροχιάς |
transp. | semi-remorque rail-route | ημιρυμουλκούμενο όχημα οδικό-σιδηροδρομικό |
transp. | service rail-route | υπηρεσία σιδηροδρομικών-οδικών μεταφορών |
transp., met. | soudage des rails | συγκόλληση των σιδηροτροχιών |
transp., met. | soudeuse à rails | μηχανή συγκόλλησης σιδηροτροχιών |
transp., met. | soudeuse à rails | μηχάνημα συγκόλλησης σιδηροτροχιών |
transp. | substitueuse de rails | μηχανή αντικατάστασης σιδηροτροχιών |
transp. | support de joint de rail | υποστήριγμα αρμού σιδηροτροχιών |
mech.eng., construct. | support de rail | φορέας σιδηροτροχιάς |
transp. | support de rail | στήριγμα σιδηροτροχιάς |
transp., mil., grnd.forc. | surélévation du contre rail | υπερύψωση αντιτροχιάς |
transp., mil., grnd.forc. | système rail-roue | σύστημα τροχού-σιδηροτροχιάς |
transp. | système rail roue | σύστημα τροχού-σιδηροτροχιάς |
transp., mil., grnd.forc. | système roue-rail | σύστημα τροχού-σιδηροτροχιάς |
transp. | système à cabine sur rail | σιδηροδρομικό σύστημα τύπου "καμπίνας" |
transp. | table de roulement du rail | επιφάνεια κύλισης της σιδηροτροχιάς |
transp., mech.eng. | tenaille à rails | τσιμπίδα σιδηροτροχιών |
el. | tension interne dans le rail | εσωτερική τάση σιδηροτροχιάς |
transp. | tenue des joints de rails | κατάσταση των αρμών των σιδηροτροχιών |
transp. | tenue des joints de rails | συμπεριφορά των αρμών των σιδηροτροχιών |
transp., construct. | tirage de long des rails | τράβηγμα κατά μήκος των σιδηροτροχιών |
transp. | tolérance d'usure des rails | ανοχή φθοράς σιδηροτροχιών |
transp. | tracteur sur rail | σιδηρόδρομος ελκυστήρας |
transp. | tracteur sur rail | ελκυστήρας επί γραμμών |
transp. | train de meulage des rails | αμαξοστοιχία λείανσης των σιδηροτροχιών |
transp. | transport combiné rail-route | συνδυασμένη σιδηροδρομική-οδική μεταφορά |
transp. | transport rail-route | μεταφορικό σύστημα "piggy-back" |
transp. | transport rail-route | σύστημα μεταφοράς piggy-back |
transp., mil., grnd.forc., el. | troisième ou quatrième rail | τρίτη ή τέταρτη σιδηροτροχιά |
transp., energ.ind. | troisième rail de contact | σιδηροτροχιά οδηγός |
transp., energ.ind. | troisième rail de contact | σιδηροτροχιά τροφοδοσίας |
transp., energ.ind. | troisième rail de contact | τρίτη σιδηροτροχιά επαφής |
transp. | troisème rail | σιδηρογραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος |
transp. | très long rail soudé | συνεχής συγκολλημένη σιδηροτροχιά πολύ μεγάλου μήκους |
transp. | Union Internationale des sociétés de transport combiné Rail-Route | διεθνής ένωση εταιρειών συνδυασμένης μεταφοράς σιδηροδρομικώςοδικώς |
transp. | Union internationale des Sociétés de transport combiné rail-route | Διεθνής Ενωση Συνδυασμένων Μεταφορών |
transp. | Union internationale des transports combinés rail-route | Διεθνής Ενωση Συνδυασμένων Οδικών και Σιδηροδρομικών Μεταφορών |
transp. | Union internationale des transports combinés rail-route | Διεθνής Ενωση Συνδυασμένων Μεταφορών |
transp. | usure ondulatoire des rails | φθορά κυματοειδής των σιδηροτροχιών |
earth.sc., transp. | vibration du rail | κραδασμός της σιδηροτροχιάς |
earth.sc., transp. | vibration du rail | ταλάντωση της σιδηροτροχιάς |
earth.sc., transp. | vibration du rail | δόνηση της σιδηροτροχιάς |
transp. | voie armée de rails Vignole | γραμμή στρωμένη με σιδηροτροχιές τύπου Vignole |
transp. | voie armée de rails Vignole | γραμμή εξοπλισμένη με σιδηροτροχιές Vignole |
met., construct. | voie en rails soudés | γραμμή χωρίς αρμούς |
met., construct. | voie en rails soudés | συγκολλημένη γραμμή |
met., construct. | voie en rails soudés | γραμμή με συγκολλημένες σιδηροτροχιές |
transp. | voie à quatre files de rails | γραμμή τεσσάρων σιδηροτροχιών |
transp. | voie à quatre files de rails | γραμμή διπλού εύρους |
transp. | voie à trois files de rails | γραμμή με τρεις σιδηροτροχιές |
transp. | voie à trois files de rails | γραμμή διπλού εύρους |
transp. | véhicule articulé sur rail | αρθρωτό σιδηροδρομικό όχημα |
transp. | véhicule d'auscultation des rails | όχημα επιθεώρησης σιδηροτροχιών |
transp. | véhicule d'auscultation des rails | όχημα ελέγχου σιδηροτροχιών |
transp. | véhicule rail-route | σιδηροδρομικό-οδικό όχημα |
transp. | véhicule sur rails | σιδηροδρομικό όχημα |
econ. | véhicule sur rails | όχημα κινούμενο σε σιδηροτροχιές |
transp. | wagon meuleur de rails | φορτηγό λείανσης σιδηροτροχιών |
transp. | wagon plat pour remorques rail-route | επίπεδο όχημα για μεταφορά ρυμουλκουμένων |
transp. | wagon plat pour remorques rail-route | όχημα μεταφοράς ημιρυμουλκουμένων |
transp. | wagon porte-rails | φορτηγό όχημα μεταφοράς σιδηροτροχιών |
transp. | wagon transport de rails | φορτηγό όχημα μεταφοράς σιδηροτροχιών |
transp., construct. | wagon à rails | όχημα μεταφοράς σιδηροτροχιών |
transp. | wagon-grue pour la pose des rails | βαγόνι γερανός για την τοποθέτηση σιδηροτροχιών |
transp., construct. | à deux rails | διπλο-σιδηροδρομικές γραμμές |
transp. | âme du rail | κορμός σιδηροτροχιάς |
transp., industr. | écartement des rails | εύρος των σιδηροτροχιών |
transp., industr. | écartement des rails | εύρος των τροχιών |
transp., industr. | écartement des rails | πλάτος γραμμής |
transp., industr. | écartement des rails | εύρος τροχιάς |
transp., industr. | écartement des rails | εύρος γραμμής |
transp. | écrasement du champignon du rail | θραύση της κεφαλής της σιδηροτροχιάς |
transp. | équerre de pose des rails | γωνία για τη στρώση των σιδηροτροχιών |
transp. | équipe de pose de rails | ομάδα στρώσης γραμμής |