DictionaryForumContacts

Terms containing notion | all forms | exact matches only
SubjectFrenchGreek
econ.Actions pilotes visant à intégrer la notion de société de l'information dans la politique de développement régional des régions défavoriséesΠρότυπες πειραματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση της έννοιας της κοινωνίας των πληροφοριών στις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών
gen.Actions pilotes visant à intégrer la notion de société de l'information dans la politique de développement régional des régions défavoriséesΠρότυπες πειραματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση της έννοιας της κοινωνίας της πληροφορίας,στις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών
gen.critère relatif à la notion de réfugiéκριτήριο της ιδιότητας του πρόσφυγα
work.fl.division de notionεννοιολογική διαίρεση
work.fl.définition d'une notionορισμός μιας έννοιας
work.fl.détermination d'une notionπροσδιορισμός μιας έννοιας
lawle remboursement de certaines servitudes inhérentes à la notion de service publicη αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας
work.fl.notion associéeσχετιζόμενος όρος
work.fl.notion associéeσυγγενικός όρος
work.fl.notion complexeσύμπλοκη έννοια
econ.notion d'activité économiqueέννοια της οικονομικής δραστηριότητας
tax.notion d'assujettiέννοια του υποκειμένου στο φόρο
work.fl., ITnotion de classeέννοια τάξης
environ.notion de "end point"έννοια του "end point"
immigr.notion de pays tiers sûrέννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας
immigr.notion de pays tiers sûrαρχής της ασφαλούς τρίτης χώρας
fin., tax.notion de "produits originaires"έννοια "καταγόμενα προϊόντα" ή "προϊόντα καταγωγής"
work.fl.notion de référenceόρος αναφοράς
immigr.notion de service public de proximitéαντίληψη του κράτους κοντά στον πολίτη
econ.notion de variation de créances/variation d'engagementsκριτήριο των μεταβολών των απαιτήσεων
econ.notion d'emplois et de ressources financiersέννοια χρήσεις και χρηματοπιστωτικοί πόροι
fin., social.sc.notion d'enfant à chargeέννοια συντηρουμένου τέκνου
gen.notion d'intérêt communη αρχή του κοινού ενδιαφέροντος
EU.notion d'intérêt communη έννοια του κοινού ενδιαφέροντος
gen.notion d'intérêt communη αρχή του κοινού συμφέροντος
transp., mater.sc.notion fondamentaleθεμελιώδες σκεπτικό
transp., mater.sc.notion fondamentaleβασική διάταξη
relig.notion génériqueυπερτασσόμενη έννοια
environ.notion juridique indéfinieαόριστη νομική έννοια
work.fl.notion précombinéeπροσυνδυασμένη έννοια
work.fl.notion simpleαπλή έννοια
transp., mater.sc.notion spécialeειδική πληροφόρηση
relig.notion spécifiqueειδοϊκή έννοια
relig.notion spécifiqueείδια έννοια
relig.notion subordonnéeυποτασσόμενη έννοια
transp.obligations inhérentes à la notion de service publicβάρη συνυφασμένα με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας
health.perturbation de la notion du temps et de l'espaceδιαταραχή της αντιλήψεως του χρόνου και του χώρου
med.perturbation de la notion du temps et de l'espaceδιαταραχή της αντίληψης χώρου και χρόνου
fin., polit.Protocole no 4 relatif à la définition de la notion de "produits originaires" et aux méthodes de coopération administrativeΠρωτόκολλο αριθ. 4 σχετικά με τον ορισμό της έννοιας "καταγόμενα προϊόντα" ή "προϊόντα καταγωγής" και με τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας
lawqualifier la notion de siège d'une sociétéκαθορίζω την έννοια της έδρας μιας εταιρείας
work.fl.relation entre notionsσχέση εννοιών
work.fl.unité de notionμοναδιαία έννοια
work.fl.unité de notionεννοιολογική μονάδα

Get short URL