Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms containing
groupe structurel
|
all forms
|
in specified order only
Subject
French
Greek
gen.
Groupe "Actions structurelles"
Ομάδα "Διαρθρωτικά μέτρα"
gen.
Groupe de travail "Ajustement structurel"
Ομάδα εργασίας "διαρθρωτική αναπροσαρμογή"
fin.
Groupe de travail "Contrôle budgétaire de l'efficacité des fonds structurels"
Ομάδα εργασίας "Ελεγχος του προϋπολογισμού και αποτελεσματικότητα των διαρθρωτικών ταμείων"
fin., social.sc.
Groupe de travail "Economique, social, structurel"
Ομάδα Εργασίας "Οικονομικά, κοινωνικά, διαρθρωτικά"
fin.
Groupe de travail "Fonds structurels"
Ομάδα Εργασίας "Διαρθρωτικά Ταμεία"
gen.
Groupe de travail "Politique structurelle"
Ομάδα Εργασίας "Διαρθρωτική Πολιτική"
econ., fin.
groupe de travail sur "les conditions et les effets de la politique d'ajustement structurel prévus dans Lomé IV"
ομάδα εργασίας σχετικά με τους όρους και τις συνέπειες της πολιτικής διαρθρωτικής αναπροσαρμογής που προβλέπονται στη Λομέ IV
chem.
groupe structurel
δομική ομάδα
Get short URL