Subject | French | Greek |
fin. | action différée | μετοχή με απόδοση υπό αίρεση |
fin. | action différée | προνομιούχος μετοχή με απόδοση υπό αίρεση |
fin. | action différée | μετοχή άνευ μερίσματος |
IT, tech. | Annulation de remise différée | ακύρωση μεταχρονισμένης παράδοσης |
commun., IT | boucle d'alarme-intervention différée | βρόχος συναγερμού-ετεροχρονισμένης επέμβασης |
fin. | carte à débit différé | κάρτα χρέωσης |
market. | charges différées | προϋπολογισμένες επιβαρύνσεις |
proced.law. | communauté différée des augments | κοινοκτημοσύνη των μετά το γάμο προσκτηθέντων αποκτημάτων |
el. | contact à action différée | επαφή με επενέργεια που επιβραδύνεται |
el. | contact à action différée | επαφή με χρονοδιακόπτη |
el. | contact à action différée | διαφορική επαφή |
fin. | contrat de détermination différée de taux d'intérêt | σύμβαση καθορισμού επιτοκίου σε μεταγενέστερη ημερομηνία |
IT, dat.proc. | copie différée | προσωρινό αντίγραφο |
IT, dat.proc. | copie différée | προσωρινή αποθήκευση |
IT, dat.proc. | diagnostic de retentative différée | διαγνωστικό επαναπροσπάθειας |
fin., polit. | différer l'abaissement ou le relèvement des droits | αναβάλλω τη μείωση ή την ύψωση των δασμών |
law | différer l'application des mesures | αναβάλλω την εφαρμογή των μέτρων |
fin. | différer le relèvement des droits | αναβάλλει την ύψωση των δασμών |
transp. | différer un wagon | αποσύρω φορτηγό βαγόνι |
transp. | différer un wagon | αφαιρώ φορτηγό βαγόνι |
transp. | différer un wagon | αφαιρώ επιβατάμαξα |
transp. | différer un wagon | αποσύρω επιβατάμαξα |
transp. | différer une voiture | αποσύρω επιβατάμαξα |
transp. | différer une voiture | αφαιρώ επιβατάμαξα |
transp. | différer une voiture | αποσύρω φορτηγό βαγόνι |
transp. | différer une voiture | αφαιρώ φορτηγό βαγόνι |
med. | dominance différée | καθυστερημένη επικράτηση |
el. | déclencheur à action différée | ηλεκτρονόμος με δράση που ρυθμίζεται χρονικά |
el. | déclencheur à action différée | αποσυμπλέχτης με δράση που ρυθμίζεται χρονικά |
mater.sc., construct. | déformation différée | καθυστερημένη παραμόρφωση |
commun., IT | exploitation différée | καθυστερημένη λειτουργία |
gen. | fraction de neutrons différés | κλάσμα καθυστερημένων νετρονίων |
gen. | fraction efficace de neutrons différés | ενεργό κλάσμα καθυστερημένων νετρονίων |
health. | hypersensibilité à médiation cellulaire ou hypersensibilité retardée ou différée | κυτταρική υπερευαισθησία ή υπερευαισθησία επιβραδυνομένου τύπου |
tax. | imposition différée | ετεροχρονισμένη φορολογία |
tax. | impôts différés | ετεροχρονισμένη φορολογία |
fin. | marché à livraison différée | προθεσμιακή αγορά |
commun., IT | messagerie differee | διανομή σε ταχυδρομικό κουτί |
IT | messagerie differee pour le texte,la voix et l'image | αποστολή μηνύματος σε ταχυδρομικό κουτί για κείμενο,εικόνα και φωνή |
IT | mise à jour différée | καθυστερημένη ενημέρωση |
IT, dat.proc. | mise à jour différée | αναβεβλημένη ενημέρωση |
med. | neurotoxicité différée | όψιμη νευροτοξικότητα |
fin. | obligation à intérêt différé | ομολογία με μελλοντική καταβολή τόκων |
fin., account. | paiement différé du capital,des réserves et des provisions de la BCE | καθυστερημένη καταβολή του κεφαλαίου,των αποθεματικών και των εξομοιωμένων λογαριασμών της ΕΚΤ |
agric. | paissance différée | Προσωρινή απαγόρευση βόσκησης βόσκηση επιβραδυνόμενης έναρξης |
social.sc., busin., labor.org. | participation différée aux bénéfices/fonds d'investissement | ετεροχρονισμένη συμμετοχή στα κέρδη / επενδυτικά κεφάλαια |
med. | perte différée de cellules et de tissus | επακόλουθη βλάβη κυττάρων και ιστών |
med. | phénomènes différés | καθυστερημένες αντιδράσεις |
earth.sc. | precurseur de neutrons differes | πρόδρομοι πυρήνες καθυστερημένων νετρονίων |
gen. | prêts à intérêts différés | δάνεια με περίοδο χάριτος ως προς τους τόκους |
commun. | radiodiffusion différée | μαγνητοσκοπημένη εκπομπή |
el. | relais à action différée | ηλεκτρονόμος με δράση που ρυθμίζεται χρονικά |
el. | relais à action différée | αποσυμπλέχτης με δράση που ρυθμίζεται χρονικά |
commun., IT | remise différée | καθυστερημένη παράδοση |
crim.law. | remise différée | αναβολή της παράδοσης |
gen. | rentabilité différée | ετεροχρονισμός στην απόδοση πχ. των δανείων |
insur. | rente différée | σύνταξη ελεύθερη καταβολών |
insur. | rente différée | μελλοντική πρόσοδος |
gov., insur., social.sc. | rente différée | αναβαλλόμενη πρόσοδος |
comp., MS | requête différée | αναβληθέν ερώτημα |
fin. | ristourne différée | εκπτώσεις σε μεταγενέστερα στάδια |
comp., MS | réplication différée | αναπαραγωγή με αποθήκευση και προώθηση |
IT | signal de numérotation différée | σήμα καθυστέρησης εκπομπής παλμού |
commun., IT | signal invitant à différer la numérotation | σήμα για καθυστέρηση επιλογής |
commun., IT | stockage et retransmission différée | αρχή αποθήκευσης και προώθησης |
gen. | symptôme d'effets différés | σύμπτωμα καθυστερημένων επιδράσεων |
commun., IT | système de commutation à appel différé | σύστημα καθυστερημένης μεταγωγής |
commun., IT | système à commutation différée | σύστημα καθυστερημένης μεταγωγής |
earth.sc., el. | terme à effet différé | όρος επιβράδυνσης |
construct. | terrain à constructibilité différée | οικοδομήσιμη γη |
fin. | transaction à règlement différé | συναλλαγή με μακρά προθεσμία διακανονισμού |
transp., avia. | travaux différés | μη προγραμματισμένη συντήρηση |
met. | trempe differee martensitique:trempe en deux temps:trempe etagee:trempe interrompue | κλιμακωτή μαρτενσιτική σκλήρυνση |
met. | trempe differee martensitique:trempe en deux temps:trempe etagee:trempe interrompue | κλιμακωτή μαρτενσιτική βαφή |
met. | trempe différée martensitique | ισοθερμική σκλήρυνση |
fin. | valeur différée | μετοχές που για ένα χρονικό διάστημα δεν δικαιούνται μερίσματος |
fin. | valeur ordinaire différée | μετοχές που για ένα χρονικό διάστημα δεν δικαιούνται μερίσματος |
relig., patents. | vision différée | χρονική μετατόπιση |
health. | volaille à éviscération différée | πουλερικά μεταγενέστερου εκσπλαχνισμού |
construct. | zone à constructibilité différée | οικοδομήσιμη γη |
met. | élasticité différée | ελαστικό μεταβατικό φαινόμενο |
mater.sc., construct. | élasticité différée | μετελαστικότητα |