Subject | French | Greek |
transp. | abonnement à vue | εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών.Κάρτα πολλαπλών διαδρομών |
transp. | abonnement à vue | κάρτα εισιτηρίων |
transp. | abonnement à vue | πάσο ορισμένης χρονικής ισχύος |
transp. | abonnement à vue | εισιτήριο ορισμένης χρονικής ισχύος |
econ. | accroissement des avoirs à vue exprimés dans la monnaie nationale du tireur | αύξηση των απαιτήσεων όψης στο εθνικό νόμισμα των μονάδων που πραγματοποιούν αναλήψεις |
transp., avia. | approche en manoeuvre à vue | κυκλική προσέγγιση |
transp., avia. | approche à vue | οπτική προσέγγιση |
transp., avia. | approche à vue | προσέγγιση εξ όψεως |
earth.sc., transp. | approche à vue | προσέγγιση όψης |
gen. | au vu du programme proposé ... | έχοντας υπόψη ή με βάση το ... το προτεινόμενο πρόγραμμα |
textile | au vu d'une attestation | με την επίδειξη μιας βεβαίωσης άδειας εξαγωγής |
econ. | autres créances à vue et à court terme | λοιπές απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις |
fin. | avance à vue | χρηματικό δάνειο επιστρεπτέο σε πρώτη ζήτηση |
fin. | avance à vue | τραπεζικό δάνειο μιας ημέρας |
fin. | avance à vue | call money |
market., fin. | avoir en banque à vue | απαιτήσεις όψεως από άλλες τράπεζες |
market., fin. | avoir en banque à vue | απαιτήσεις όψεως |
market., fin. | avoir en banque à vue | απαιτήσεις από αξιόγραφα |
econ. | avoirs à vue en devises | απαιτήσεις όψης σε ξένο νόμισμα |
transp. | bulletin de marche à vue | δελτίο πορείας εν'όψει |
fin. | caisse et dépots à vue dans les banques | μετρητά και τραπεζικοί λογαριασμοί όψεως |
life.sc., transp. | carte de vol à vue | χάρτης αεροναυτιλίας όψεως |
earth.sc., met. | comparaison à vue | σύγκριση μέσω οπτικής εκτίμησης |
fin. | compte à vue rémunéré | λογαριασμός διαπραγματεύσιμων εντολών ανάληψης |
fin. | compte à vue rémunéré | λογαριασμός ΔEA |
transp., avia. | conditions de vol à vue | συνθήκες οπτικής επαφής |
commer., transp., avia. | conditions météorologiques de vol à vue | μετεωρολογικές συνθήκες πτήσης εξ όψεως |
commer., transp., avia. | conditions météorologiques de vol à vue | μετεωρολογικές συνθήκες όψεως |
transp., avia. | conditions météorologiques de vol à vue | συνθήκες κανόνων πτήσεως δι'οπτικής επαφής |
transp. | conditions météorologiques de vol à vue | συνθήκες οπτικής επαφής |
commer., transp., avia. | conditions météorologiques de vol à vue | μετεωρολογικές συνθήκες για πτήσεις εξ όψεως |
transp. | conditions spéciales de pilotage à vue | ειδικές συνθήκες όψεως |
transp. | conditions spéciales de vol à vue | ειδικές συνθήκες όψεως |
transp., avia. | contrôle d'aérodrome à vue | έλεγχος αεροδρομίου εξ όψεως |
transp. | corridor de vol à vue | διάδρομος πτήσεων όψεως |
transp. | corridor de vol à vue | αεροπορική δίοδος VFR |
fin. | cours à vue | τιμή συναλλαγματικών πληρωτέων επί τη εμφανίσει |
fin. | créance à vue | δάνειο με πληρωμή επί τη αιτήσει |
gen. | créances à vue | απαιτήσεις όψεως |
econ. | créances à vue et à court terme vis-à-vis du reste du monde | απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι της αλλοδαπής |
fin. | crédit à vue | τραπεζικό δάνειο μιας ημέρας |
fin. | crédit à vue | χρηματικό δάνειο επιστρεπτέο σε πρώτη ζήτηση |
fin. | crédit à vue | call money |
econ. | dépôt d'épargne à vue en monnaie nationale | αποταμιευτική κατάθεση όψης σε εθνικό νόμισμα |
fin. | dépôt à vue | κατάθεση όψεως |
fin. | dépôt à vue | καταθέσεις όψεως |
econ. | dépôt à vue transférable | μεταβιβάσιμη κατάθεση όψης |
gen. | dépôts d'épargne à vue | αποταμιευτικές καταθέσεις όψης |
account. | dépôts à vue | καταθέσεις όψεως |
gen. | dépôts à vue et à terme ou à préavis | καταθέσεις όψεως και προθεσμίας ή με προειδοποίηση |
fin. | dépôts à vue transférables | μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψεως; καταθέσεις όψεως |
gen. | dépôts à vue transférables | μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης |
econ. | dépôts à vue transférables libellés en monnaie nationale | μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε εθνικό νόμισμα |
market., fin. | effet à vue | τίτλος όψεως |
market., fin. | effet à vue | συναλλαγματική όψεως |
market., fin. | engagement en banque à vue | οφειλές στην τράπεζα από αξιόγραφα |
market., fin. | engagement en banque à vue | υποχρεώσεις όψεως προς άλλες τράπεζες |
market., fin. | engagement en banque à vue | υποχρεώσεις από γραμμάτια,επιταγές,κ.λπ. |
market., fin. | engagement en banque à vue | λογαριασμός όψεως |
market., fin. | engagement envers les banques à vue | υποχρεώσεις από γραμμάτια,επιταγές,κ.λπ. |
market., fin. | engagement envers les banques à vue | οφειλές στην τράπεζα από αξιόγραφα |
market., fin. | engagement envers les banques à vue | υποχρεώσεις όψεως προς άλλες τράπεζες |
market., fin. | engagement envers les banques à vue | λογαριασμός όψεως |
econ. | engagements à vue et à court terme,en devises et en monnaie nationale | υποχρεώσεις όψης και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σε ξένο συνάλλαγμα και σε εθνικό νόμισμα |
forestr. | estimation à vue | οπτική εκτίμηση |
transp. | exploitation en marche à vue | λειτουργία με πορεία "εν όψει" |
transp. | exploitation en marche à vue | κυκλοφορία με πορεία "εν όψει" |
transp. | exploitation en marche à vue | κυκλοφορία αποκλειστικά με οπτική αντίληψη |
econ. | faculté d'exercer des retraits à vue jusqu'à un plafond maximum | επιτρέπω αναλήψεις έως ένα ανώτατο όριο |
el. | fenêtre à vue | είσοδος διάγνωσης |
fin. | fonds à vue | καταθέσεις όψεως |
law | garde à vue | πρoφυλάκιση |
econ. | garde à vue | προφυλάκιση |
gen. | garde à vue | προσωρινή κράτηση |
fin. | M1 = billets, monnaies et dépôts à vue | Μ1 = νομισματική κυκλοφορία και καταθέσεις όψεως |
transp., avia. | manœuvre à vue | κύκλος κυκλοφορίας |
transp., avia. | manœuvre à vue | κυκλική προσέγγιση |
transp. | marche à vue | πορεία με οπτική εποπτεία |
law, transp. | marche à vue | οπτική απόσταση οχημάτων |
commun., transp. | marche à vue électrique | πορεία με ηλεκτρονική εποπτεία |
transp., avia. | navigation à vue | οπτική καθοδήγηση πορείας |
transp., avia. | navigation à vue | ναυτιλία εξ όψεως με καθοδήγηση πορείας |
gen. | numéraire et dépôts à vue transférables | χρήμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης |
econ. | numéraire et dépôts à vue transférables en monnaie nationale | χρήμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε εθνικό νόμισμα |
econ. | numéraire et dépôts à vue transférables en monnaie étrangère | χρήμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε ξένο νόμισμα |
transp. | ordre de marche à vue | διαταγή πορείας οπτικά ελεγχόμενης |
fin. | payable à vue | εξοφλητέα σε πρώτη ζήτηση |
fin. | payable à vue | επιστρεπτέα σε πρώτη ζήτηση |
fin. | payable à vue | αναληπτέα σε πρώτη ζήτηση |
transp., avia. | piste à vue | μη-ενόργανος διάδρομος |
met. | repère à vue | ορατό μαρκάρισμα |
transp. | repérage à vue | οπτική αναφορά |
transp. | route d'entraînement au vol à vue à basse altitude | αεροπορική οδός όψεως για εκπαίδευση σε χαμηλό ύψος |
transp., avia. | règle de vol à vue | κανόνας πτήσης άνευ οργάνων |
transp. | règlements de vol à vue pour hélicoptères | κανονισμός πτήσης όψεως ελικοπτέρου |
transp., avia. | règles de vol à vue | κανόνες πτήσης με οπτική επαφή |
transp., avia. | règles de vol à vue | κανόνες πτήσεως όψεως; κανόνες πτήσεως εξ όψεως |
transp., avia. | règles de vol à vue | κανόνες πτήσης εξ όψεως |
transp., avia. | règles de vol à vue | VFR |
econ. | soldes d'opérations à vue entre institutions de crédit | υπόλοιπα των συναλλαγών όψης ανάμεσα σε πιστωτικά ιδρύματα |
fin. | taux à vue | τιμή συναλλαγματικών πληρωτέων επί τη εμφανίσει |
life.sc., transp. | temps permettant le vol à vue | καιρός που επιτρέπει πτήση |
transp. | titre de transport à vue | ταξιδιωτικό δελτίο |
transp. | titre de transport à vue | ταξιδιωτική κάρτα |
market., fin. | titre payable à vue | τίτλος όψεως |
market., fin. | titre payable à vue | συναλλαγματική όψεως |
transp. | tour de contrôle pour vol à vue | πύργος ελέγχου πτήσεων όψεως |
fin. | traite payable à vue | συναλλαγματική όψεως |
commun. | télécommande à vue | εντολή καθοδήγησης βλήματος σε οπτική επαφή με στόχο |
transp. | vitesse de marche à vue | επιτρεπόμενη ταχύτητα πορείας με οπτική αντίληψη |
transp., avia. | vol à vue | πτήση όψεως |
transp., avia. | vol à vue | πτήση όψης |
transp. | vol à vue du sol | πτήση όψεως |
gen. | à vue | όψεως |
gen. | à vue | πληρωτέο επί τη εμφανίσει |
gen. | à vue | εν όψει |