Subject | French | Greek |
law, fin. | accord sur les Net Books | συμφωνία για την πώληση βιβλίων σε καθορισμένη τιμή |
market. | actif net de l'entreprise | καθαρό ενεργητικό της επιχείρησης |
market. | actif net d'exploitation | καθαρό κεφάλαιο εκμετάλλευσης |
market., fin. | actif net réel | μετοχές ή συμμετοχές με δικαίωμα μερίσματος μετά την ικανοποίηση των προνομιούχων μετοχών |
fin., account. | actif net réévalué | καθαρή αξία ενεργητικού |
fin., account. | actif net réévalué | επανεκτιμηθέν καθαρό ενεργητικό |
el. | affaiblissement net de commutation | καθαρή απώλεια μεταγωγής |
comp., MS | API .NET pour applications Windows Store | .NET για εφαρμογές του Windows Store |
econ. | avoir net en cas de liquidation | καθαρά περιουσιακά στοιχεία σε περίπτωση εκκαθάρισης |
law | besoin net de financement | καθαρός δανεισμός |
fin. | besoin net de trésorerie | ανάγκες σε καθαρά κεφάλαια |
comp., MS | bibliothèque de classes .NET Framework | βιβλιοθήκη κλάσεων του .NET Framework |
market. | bénéfice net de l'exercice | καθαρό κέρδος τρέχουσας χρήσης |
market. | bénéfice net de l'exercice | καθαρό ετήσιο κέρδος |
econ. | bénéfice net de l'exploitant | καθαρό κέρδος φορέα εκμετάλλευσης |
fin. | bénéfice net du portefeuille de négociation | καθαρό κέρδος από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών |
econ., agric. | bénéfice net d'une ferme | καθαρόν όφελος εξ αγροκτήματος |
fin. | bénéfice net par action | καθαρό κέρδος ανά μετοχή |
market. | bénéfice net part du groupe | καθαρό κέρδος αναλογούν στην εταιρεία ελέγχου του ομίλου |
econ., market. | bénéfice net total | κέρδος χρήσης |
econ., market. | bénéfice net total | συνολικό καθαρό κέρδος |
commer., polit. | calculer l'élément mobile à appliquer en proportion du poids net du produit présenté au dédouanement | υπολογίζω τα μεταβλητά στοιχεία κατ' αναλογία με το καθαρό βάρος του προϊόντος που υποβάλλεται σε εκτελωνισμό |
fin. | capital social net d'obligations | ποσά εγγραφών ελεύθερα υποχρεώσεων |
fin. | capital social net d'obligations | εταιρικό κεφάλαιο απαλλαγμένο υποχρεώσεων |
market. | capital souscrit en actions à libérer net d'obligations | καλυφθέν προς καταβολή μετοχικό κεφάλαιο ελεύθερο από επιβαρύνσεις |
market. | connaissement net négociable | καθαρή φορτωτική |
market. | connaissement net négociable | φορτωτικά έγγραφα χωρίς επιφυλάξεις |
insur. | courtage net conservé | καθαρή προμήθεια ασφαλειομεσίτη |
market., commun. | coût net de la desserte de clients non rentables | καθαρό κόστος της εξυπηρέτησης πελατών |
econ., fin. | coût net de liquidation | καθαρό κόστος εκκαθάρισης |
el. | débit net de données | καθαρή ταχύτητα δεδομένων |
agric. | débit-type net de tout défaut visible | τυποποιημένη πριστή ξυλεία άνευ ορατού σφάλματος |
demogr. | déficit net en logements | καθαρό στεγαστικό έλλειμμα |
econ. | endettement net envers le reste du monde | καθαρός δανεισμός έναντι της αλλοδαπής |
R&D. | ERA-NET Plus | ERA-NET Plus |
econ. | excédent net d'exploitation de l'économie | καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα της οικονομίας |
med. | flux net global | μαζική ροή |
med. | flux net global | καθαρή ολική ροή |
comp., MS | fournisseur de données .NET Framework | υπηρεσία παροχής δεδομένων του .NET Framework |
comp., MS | identificateur unique Microsoft .NET Passport | μοναδικό αναγνωριστικό Microsoft .NET Passport |
fin. | importateur net de capital et de technologie | καθαρός εισαγωγέας κεφαλαίων και τεχνολογίας |
fin. | impôt sur l'actif net des sociétés | φόροι επί της καθαρής περιουσίας νομικών προσώπων |
fin. | impôt sur le patrimoine net des personnes physiques | φόροι επί της καθαρής περιουσίας των φυσικών προσώπων |
fin., polit., econ. | les taux du droit antidumping exprimés en pourcentage du prix net, franco frontière communautaire, non dédouané | τα ποσοστά του δασμού αντιντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστά της καθαρής τιμής "ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας" πριν από την επιβολή δασμού |
gen. | loyer net imputé | καθαρό τεκμαρτό ενοίκιο |
fin., econ., tax. | montant net des rompus | καθαρό σύνολο |
fin., econ., tax. | montant net des rompus | καθαρό ποσό |
account. | montant net du chiffre d'affaires | καθαρό ύψος κύκλου εργασιών |
busin., labor.org., account. | montant net du chiffre d'affaires | καθαρές πωλήσεις; καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών |
busin., labor.org., account. | montant net du chiffre d'affaires consolidé | ενοποιημένος κύκλος εργασιών |
insur. | net absolument | ασφάλιστρο χωρίς καμιά αντασφαλιστική προμήθεια |
nat.sc., agric. | net d'anomalies | Καθαρός από εμφανή ελαττώματα |
nat.sc., agric. | net d'anomalies visibles | Καθαρός από εμφανή ελαττώματα |
gen. | net de coloration anormale | χωρίς μεταχρωματισμό |
nat.sc., agric. | net de noeuds | Καθαρός από εμφανείς ρόζους |
nat.sc., agric. | net de pourriture | Καθαρός από σήψη |
stat., fin. | net d'impôts | μετά την αφαίρεση των φόρων |
econ., lab.law. | nombre d'effectifs/produit net bancaire | σύνολο προσωπικού/καθαρό αποτέλεσμα τραπεζικών εργασιών |
econ. | nouveaux apportsen argent ou en natureau net des retraits de capital | νέες τοποθετήσειςσε χρήμα ή είδοςμείον οποιεσδήποτε αναλήψεις κεφαλαίου |
interntl.trade., food.ind. | pays en développement importateur net de produits alimentaires | αναπτυσσόμενη χώρα που είναι καθαρός εισαγωγέας ειδών διατροφής |
fin. | pays en développement importateur net de produits alimentaires | αναπτυσσόμενη χώρα που εισάγει αποκλειστικά είδη διατροφής |
interntl.trade. | pays exportateur net d'un produit alimentaire | χώρα μέλος η οποία είναι καθαρός εξαγωγέας συγκεκριμένου προϊόντος διατροφής |
insur. | plein net conservé | ίδια κράτηση εταιρίας μετά την εκχώρηση προς τους αντασφαλιστές |
agric., industr. | poids net du tabac rendu déchargé magasin | καθαρό βάρος καπνού κατά την παράδοση στο εργοστάσιο |
agric., industr. | poids net du tabac rendu déchargé magasin | βάρος του καπνού που έχει εκφορτωθεί στην αποθήκη |
transp. | poids net à sec | καθαρό ξηρό βάρος |
agric., industr. | poids net à un certain degré d'humidité | καθαρό βάρος για δεδομένο ποσοστό υγρασίας |
agric., food.ind. | poids net égoutté | καθαρό στραγγισμένο βάρος |
nat.sc. | production "Near Net Shape" | παραγωγή "προϊόντων σε τελική μορφή" |
environ. | produit intérieur net ajusté en fonction de l'environnement | καθαρό εσωτερικό προϊόν αναπροσαρμοσμένο σε συνάρτηση με το περιβάλλον |
account. | produit intérieur net aux prix du marché | καθαρό εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς |
econ. | produit intérieur net aux prix du marché | καθαρό εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές |
econ., stat. | produit national net au coût des facteurs | καθαρό εθνικό προïόν σε τιμές αμοιβής συντελεστών παραγωγής |
econ. | produit national net aux prix du marché | καθαρό εθνικό προϊόν σε αγοραίες τιμές |
econ., fin. | produit net bancaire | καθαρό τραπεζικό αποτέλεσμα |
fin. | produit net de l'emprunt | καθαρό προϊόν δανείου |
fin. | produit net de l'emprunt | καθαρό προϊόν του δανεισμού |
stat., fin. | produit net des impôts | καθαρό προïόν φόρων |
econ., fin. | produit net d'exploitation bancaire | καθαρά αποτελέσματα από τραπεζικές εργασίες |
market., fin. | proposition relative à la répartition du bénéfice net disponible | προτεινόμενη διανομή κερδών μετά την αφαίρεση των φόρων |
market., fin. | proposition relative à la répartition du bénéfice net disponible | προσφερόμενη διανομή κερδών μετά την αφαίρεση των φόρων |
environ. | prélèvement net d'eau | καθαρή απόληψη νερού |
market. | rapport bénéfice net/investissement | ρυθμός καθαρού επενδυτικού κέρδους |
fin., bank. | ratio de financement net stable | Δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης |
market. | rendement de l'actif net moyen | απόδοση της μέσης καθαρής αξίας του ενεργητικού |
econ., stat. | revenu de facteurs net reçu de l'extérieur | καθαρά έσοδα από συντελεστές παραγωγής εξωτερικού |
econ. | revenu national net disponible | καθαρό διαθέσιμο εθνικό εισόδημα |
econ., agric. | revenu net de la famille | γεωργικό οικογενειακό εισόδημα |
econ., agric. | revenu net de la famille | καθαρό οικογενειακό εισόδημα |
fin., agric. | revenu net de l'exploitant et de sa famille par unité de travail | καθαρό εισόδημα του κατόχου της εκμετάλλευσης και της οικογένειάς τoυ |
econ., lab.law. | revenu net disponible | καθαρό διαθέσιμο εισόδημα |
tax. | revenu net imposable | καθαρό φορολογητέο εισόδημα |
insur. | revenu net retenu sur prime cédée | καθαρά ασφάλιστρα |
insur. | revenu net sur prime cédée | καθαρό ασφάλιστρο |
econ., fin. | résultat net après impôts | καθαρό αποτέλεσμα μετά τη φορολογία |
econ., fin. | résultat net avant impôt | καθαρό αποτέλεσμα πριν από τη φορολογία |
fin. | résultat net de l'exercice | καθαρό αποτέλεσμα χρήσης |
econ., fin. | résultat net,part du groupe | καθαρό αποτέλεσμα,μερίδιο ομίλου |
comp., MS | service Net Logon | υπηρεσία σύνδεσης στο δίκτυο |
fin. | solde net de la comptabilité B | καθαρό συνολικό ποσό που εμφανίζεται στη λογιστική Β |
fin. | solde net de l'exercice précédent | καθαρό υπόλοιπο από το προηγούμενο οικονομικό έτος |
market. | solde net des exportations | καθαρό υπόλοιπο των εξαγωγών |
fin. | système à réglement net de montant élevé | σύστημα συμψηφισμού μεγάλων ποσών |
insur. | taux d'intérêt net de toutes charges | καθαρό επιτόκιο, χωρίς οιανδήποτε επιβάρυνση |
econ., market. | taux d'intérêt net de toutes charges | καθαρό επιτόκιο χωρίς οιαδήποτε επιβάρυνση |
stat., social.sc. | taux net de reproduction | καθαρό ποσοστό αναπαραγωγής |
gen. | "transfert net de ressources" | "ισόρροπη μεταφορά των πόρων" |
fin. | utiliser le produit net des ventes en réemploi | χρησιμοποιώ εκ νέου το καθαρό προϊόν των πωλήσεων |
econ., fin. | valeur d'actif net par action | καθαρή αξία ενεργητικού ανά μετοχή |
comp., MS | version cible de .Net Framework | πλαίσιο προορισμού |
commun. | zone à coût net probable | πιθανή περιοχή καθαρού κόστους |
environ. | échange net de l'écosystème | καθαρή ανταλλαγή του οικοσυστήματος |
econ. | équivalent-subvention net de l'investissement initial | καθαρό ισοδύναμο επιχορήγησης |