Subject | French | Greek |
law | acceptation à concurrence de l'actif net | αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής |
law, fin. | accord sur les Net Books | συμφωνία για την πώληση βιβλίων σε καθορισμένη τιμή |
nat.sc. | accumulation nette en surface | καθαρή επιφανειακή συσσώρευση |
econ. | acquisition nette | καθαρή αγορά |
econ., stat. | acquisitions nettes d'actifs incorporels | καθαρές αγορές άυλων αγαθών |
econ. | acquisitions nettes de terrains | καθαρές αγορές γής |
econ. | acquisitions nettes de terrains et d'actifs incorporels | καθαρές αγορές γής και άυλων αγαθών |
econ. | acquisitions nettes par les ménages d'antiquités | καθαρές αγορές από μέρους των νοικοκυριών παλαιών αντικειμένων τέχνης |
market., fin. | actif circulant net | κεφάλαια κίνησης |
market., fin. | actif circulant net | καθαρό κεφάλαιο κίνησης |
fin. | actif net | καθαρό ενεργητικό |
market. | actif net de l'entreprise | καθαρό ενεργητικό της επιχείρησης |
market. | actif net d'exploitation | καθαρό κεφάλαιο εκμετάλλευσης |
market., fin. | actif net réel | μετοχές ή συμμετοχές με δικαίωμα μερίσματος μετά την ικανοποίηση των προνομιούχων μετοχών |
fin., account. | actif net réévalué | καθαρή αξία ενεργητικού |
fin., account. | actif net réévalué | επανεκτιμηθέν καθαρό ενεργητικό |
account. | actifs nets affectés aux prestations | καθαρά περιουσιακά στοιχεία διαθέσιμα για παροχές |
commun. | affaiblissement net | συνολική απώλεια |
el. | affaiblissement net de commutation | καθαρή απώλεια μεταγωγής |
fin. | allocation cumulative nette | καθαρή σωρευτική κατανομή |
comp., MS | API .NET pour applications Windows Store | .NET για εφαρμογές του Windows Store |
comp., MS | application Web ASP.NET | εφαρμογή Web ASP.NET |
fin. | autofinancement net | αυτο-χρηματοδότηση |
fin. | autofinancement net | εσωτερική χρηματοδότηση |
fin. | autofinancement net | χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια |
fin. | autres capitaux à court terme:net | λοιπά βραχυπρόθεσμα κεφάλαια:καθαρό |
fin. | autres capitaux à long terme:net | λοιπά μακροπρόθεσμα κεφάλαια:καθαρό |
econ. | autres impôts liés à la production nets des autres subventions d'exploitation | λοιποί φόροι που συνδέονται με την παραγωγή αφού αφαιρεθούν οι λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής |
econ. | avoir net en cas de liquidation | καθαρά περιουσιακά στοιχεία σε περίπτωση εκκαθάρισης |
fin. | avoir officiel net | καθαρά επίσημα διαθέσιμα |
econ. | avoirs nets détenus par des non-résidents | ρευστά διαθέσιμα διακρατούμενα στο εξωτερικό |
immigr. | balance migratoire nette | ισοζύγιο καθαρής μετανάστευσης |
comp., MS | base de données des services d'application ASP.NET | βάση δεδομένων υπηρεσιών εφαρμογών ASP.NET |
fin. | base nette | καθαρή βάση |
fin. | besoin de financement net | καθαρές δανειακές ανάγκες |
fin. | besoin de fonds net | ανάγκες σε καθαρά κεφάλαια |
law | besoin net de financement | καθαρός δανεισμός |
fin. | besoin net de trésorerie | ανάγκες σε καθαρά κεφάλαια |
comp., MS | bibliothèque de classes .NET Framework | βιβλιοθήκη κλάσεων του .NET Framework |
industr., construct., chem. | bords nets | Θήκη άκρων υαλοπίνακα |
environ., construct. | bâtiment dont la consommation nette d'énergie est nulle | κτίριο μηδενικού ενεργειακού υπολοίπου |
market. | bénéfice net de l'exercice | καθαρό κέρδος τρέχουσας χρήσης |
market. | bénéfice net de l'exercice | καθαρό ετήσιο κέρδος |
econ. | bénéfice net de l'exploitant | καθαρό κέρδος φορέα εκμετάλλευσης |
fin. | bénéfice net du portefeuille de négociation | καθαρό κέρδος από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών |
econ., agric. | bénéfice net d'une ferme | καθαρόν όφελος εξ αγροκτήματος |
fin. | bénéfice net par action | καθαρό κέρδος ανά μετοχή |
market. | bénéfice net part du groupe | καθαρό κέρδος αναλογούν στην εταιρεία ελέγχου του ομίλου |
econ., market. | bénéfice net total | κέρδος χρήσης |
econ., market. | bénéfice net total | συνολικό καθαρό κέρδος |
fin., econ. | bénéficiaire net | καθαρός αποδέκτης |
econ. | bénéficiaire net | κράτος που εισπράττει περισσότερα από όσα εισφέρει |
fin., polit., commer. | calcul sur une base nette des contingents tarifaires | καθαρή σώρευση των δασμολογικών ποσοστώσεων |
commer., polit. | calculer l'élément mobile à appliquer en proportion du poids net du produit présenté au dédouanement | υπολογίζω τα μεταβλητά στοιχεία κατ' αναλογία με το καθαρό βάρος του προϊόντος που υποβάλλεται σε εκτελωνισμό |
market. | calculé sur une base nette | υπολογισμένο σε καθαρή βάση μετά την αφαίρεση αρνητικών στοιχείων |
IT | capacité de levage nette | καθαρή ανυψωτική ικανότητα |
fin. | capital social net d'obligations | ποσά εγγραφών ελεύθερα υποχρεώσεων |
fin. | capital social net d'obligations | εταιρικό κεφάλαιο απαλλαγμένο υποχρεώσεων |
market. | capital souscrit en actions à libérer net d'obligations | καλυφθέν προς καταβολή μετοχικό κεφάλαιο ελεύθερο από επιβαρύνσεις |
econ., fin. | caractère définitif de la compensation nette | αμετάκλητο του συμψηφισμού |
transp., tech. | charge alaire nette | καθαρός πτερυγικός φόρτος |
transp., tech. | charge alaire nette | καθαρή φόρτιση πτέρυγας |
gen. | charge des sinistres, nette de réassurance | ασφαλιστική αποζημίωση, καθαρή από αντασφάλιση |
transp. | charge nette moyenne cinétique | μέσο κινηματικό καθαρό φορτίο |
transp. | charge nette moyenne cinétique | μέσο καθαρό κινηματικό βάρος |
transp. | charge nette moyenne statique | μέσο στατικό καθαρό βάρος |
transp. | charge nette par véhicule | καθαρό φορτίο ανά όχημα |
market. | charges nettes sur cession de valeurs mobilières de placement | διαφορέςζημίεςαπό πώληση συμμετοχών και χρεογράφων |
mech.eng., construct. | chute nette | καθαρόν ύψος πτώσεως |
el., construct. | chute nette d'un aménagement | ωφέλιμο φορτίο |
el., construct. | chute nette d'un aménagement | καθαρό ύψος πτώσης |
el., construct. | chute nette d'un aménagement hydro-électrique | ωφέλιμο ύψος πτώσης ενός υδροηλεκτρικού σταθμού |
el., construct. | chute nette d'un aménagement hydro-électrique | διεργαζόμενη διαφορά |
fin. | commission nette perçue | καθαρά έσοδα από προμήθειες |
environ. | comptabilisation brute/nette | προσέγγιση "ακαθάριστου-καθαρού" |
econ. | comptabilisation nette | υπολογισμός καθαρός |
environ. | comptabilisation nette/nette | προσέγγιση "καθαρού-καθαρού" |
environ. | comptabilité brute/nette | προσέγγιση "ακαθάριστου-καθαρού" |
environ. | comptabilité nette/nette | προσέγγιση "καθαρού-καθαρού" |
market. | connaissement net | φορτωτικά έγγραφα χωρίς επιφυλάξεις |
market. | connaissement net | καθαρή φορτωτική |
market. | connaissement net négociable | καθαρή φορτωτική |
market. | connaissement net négociable | φορτωτικά έγγραφα χωρίς επιφυλάξεις |
energ.ind. | consommation nette d'électricité | καθαρή κατανάλωση ενέργειας |
econ. | contrepartie des allocations nettes de droits de tirage spéciaux | συμψηφιστικά στοιχεία της καθαρής κατανομής των ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων |
fin., econ. | contributeur net | καθαρός συνεισφέρων |
econ. | contributeur net | κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει |
fin. | contribution nette d'un membre pondérée par un coefficient temps | χρονικά σταθμισμένη μη καθαρή συνεισφορά ενός μέλους |
fin. | contribution nette d'un membre pondérée par un coefficient temps | χρονοσταθμική καθαρή συνεισφορά ενός μέλους |
comp., MS | contrôle mobile ASP.NET | στοιχείο ελέγχου ASP .NET κινητών συσκευών |
comp., MS | contrôle serveur ASP.NET | στοιχείο ελέγχου διακομιστή ASP.NET |
insur. | courtage net conservé | καθαρή προμήθεια ασφαλειομεσίτη |
account. | coût actuel net | καθαρό παρόν κόστος |
fin., econ. | coût budgétaire direct net | καθαρό άμεσο δημοσιονομικό κόστος |
fin. | coût de remplacement net | καθαρό κόστος αντικατάστασης |
fin., commun. | coût incrémental net | καθαρό οριακό κόστος |
market., commun. | coût net de la desserte de clients non rentables | καθαρό κόστος της εξυπηρέτησης πελατών |
econ., fin. | coût net de liquidation | καθαρό κόστος εκκαθάρισης |
fin. | créancier net | καθαρή χρεωστική θέση |
fin. | créancier net | καθαρή πιστωτική θέση |
empl. | création nette d'emplois | καθαρή αύξηση της απασχόλησης |
empl. | création nette d'emplois | καθαρή αύξηση θέσεων απασχόλησης |
agric., tech. | cubage net | καθαρός κυβισμός |
agric., tech. | cubage net | κυβισμός καθαρού τεχνικού ξύλου |
demogr., construct. | densité résidentielle nette | καθαρή πυκνότητα κατοίκησης |
life.sc. | dessin au net | τελικό σχέδιο |
life.sc. | dessin au net | οριστική σύνταξη |
fin. | donation nette | καθαρή δωρεά |
transp., avia. | données de trajectoire nette de vol | δεδομένα/στοιχεία καθαρής τροχιάς ίχνους πτήσης |
econ. | droit de propriété sur l'actif net | δικαιώματα ιδιοκτησίας επί των καθαρών περιουσιακών στοιχείων |
account. | droits nets des ménages sur les fonds de pension | καθαρή συμμετοχή νοικυριών σε αποθεματικά συνταξιοδοτικών ταμείων |
account. | droits nets des ménages sur les provisions techniques d'assurance-vie | καθαρή συμμετοχή νοικυριών σε αποθεματικά ασφαλειών ζωής |
account. | droits nets des ménages sur les provisions techniques d'assurance-vie et sur les fonds de pension | καθαρή συμμετοχή νοικυριών σε αποθεματικά ασφαλειών ζωής και αποθεματικά συνταξιοδοτικών ταμείων |
el. | débit binaire net | καθαρή παροχή μπιτ |
el. | débit net de données | καθαρή ταχύτητα δεδομένων |
agric. | débit-type net de tout défaut visible | τυποποιημένη πριστή ξυλεία άνευ ορατού σφάλματος |
interntl.trade. | Décision sur les mesures concernant les effets négatifs possibles du programme de réforme sur les pays les moins avancés et les pays en développement importateurs nets de produits alimentaires | Απόφαση για τα μέτρα σχετικά με τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις μεταρρυθμιστικού προγράμματος στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και στις αναπτυσσόμενες χώρες που είναι καθαρά εισαγωγείς ειδών διατροφής |
industr., construct. | découpe nette | γαρνιτούρα |
demogr. | déficit net en logements | καθαρό στεγαστικό έλλειμμα |
fin., econ. | dépenses nettes en capital | καθαρές κεφαλαιακές δαπάνες |
IT | en frappe au net | τελικό δακτυλογραφημένο κείμενο |
econ. | endettement net envers le reste du monde | καθαρός δανεισμός έναντι της αλλοδαπής |
econ. | enregistrement de la TVA selon le système net | καθαρό σύστημα εγγραφής του ΦΠΑ |
econ. | enregistrement net | καθάρισμα |
econ. | enregistrement net | καθαρή καταχώρηση |
fin. | entrée nette de capitaux | καθαρές εισροές κεφαλαίων |
fin., econ. | entrées nettes de capitaux | καθαρές εισροές κεφαλαίων |
R&D. | ERA-net | ERA-NET |
R&D. | ERA-NET Plus | ERA-NET Plus |
econ. | excédent net d'exploitation de l'économie | καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα της οικονομίας |
environ. | exportateur net | καθαρός δότης |
environ. | exportateur net | καθαρός ρυπαντής |
econ., interntl.trade., agric. | exportateur net | καθαρός εξαγωγέας |
el. | extinction nette | καθαρό μηδέν |
el. | extinction nette | ακριβές μηδέν |
coal. | extraction journalière,extraction totale,extraction nette | ημερησία παραγωγή,ολική παραγωγή,καθαρά παραγωγή |
energ.ind. | facturation nette | καταμέτρηση καθαρής ενέργειας |
med. | flux net global | μαζική ροή |
med. | flux net global | καθαρή ολική ροή |
market., fin. | fonds de roulement net | καθαρό κεφάλαιο κίνησης |
market., fin. | fonds de roulement net | κεφάλαια κίνησης |
earth.sc., transp. | force ascensionnelle nette | καθαρή άνωση |
gen. | fortune nette | ίδια κεφάλαια |
comp., MS | fournisseur de données .NET Framework | υπηρεσία παροχής δεδομένων του .NET Framework |
gen. | frais d'exploitation nets | καθαρά έξοδα λειτουργίας |
agric., mech.eng. | front de sublimation net | εμφανές μέτωπο εξάχνωσης |
agric., mech.eng. | front de sublimation net | οξύ μέτωπο εξάχνωσης |
lab.law. | gain net | καθαρές αποδοχές |
econ., fin. | gains nets sur opération financières | καθαρά κέρδη από χρηματοπιστωτικές εργασίες |
econ. | honoraire net | καθαρά έσοδα από αμοιβές |
comp., MS | identificateur unique Microsoft .NET Passport | μοναδικό αναγνωριστικό Microsoft .NET Passport |
stat. | immigration nette | καθαρή είσοδος μεταναστών |
stat., social.sc. | immigration nette | καθαρή μετανάστευση από το εξωτερικό |
environ. | importateur net | καθαρός αποδέκτης |
agric., food.ind. | importateur net | καθαρός εισαγωγέας |
fin. | importateur net de capital et de technologie | καθαρός εισαγωγέας κεφαλαίων και τεχνολογίας |
fin. | impôt sur l'actif net des sociétés | φόροι επί της καθαρής περιουσίας νομικών προσώπων |
fin. | impôt sur le patrimoine net des personnes physiques | φόροι επί της καθαρής περιουσίας των φυσικών προσώπων |
fin. | impôt sur le revenu et les bénéfices nets | φόροι επί του καθαρού εισοδήματος και των κερδών |
econ. | impôts liés à l'importation à l'exclusion de la TVA nets des subventions à l'importation | φόροι που συνδέονται με τις εισαγωγές αφού αφαιρεθούν οι επιδοτήσεις εισαγωγής |
econ. | impôts nets liés à l'importation de produits similaires en provenance de la communauté | καθαροί φόροι συνδεόμενοι με τις εισαγωγές παρόμοιων προϊόντων από την Κοινότητα |
econ. | impôts nets liés à l'importation de produits similaires en provenance des pays tiers | καθαροί φόροι συνδεόμενοι με τις εισαγωγές παρόμοιων προϊόντων από τρίτες χώρες |
econ. | impôts nets liés à l'importation à l'exclusion de la TVA | καθαροί φόροι συνδεόμενοι με τις εισαγωγές εκτός ΦΠA |
econ. | impôts nets produits achetés par la branche | καθαροί φόροι επί προϊόντων που αγοράζονται από τον κλάδο |
econ. | impôts nets sur les produits | καθαροί φόροι επί προϊόντων |
econ. | impôts nets sur les produits utilisésà l'exclusion de la TVA déductible | καθαροί φόροι επί εισροώνχωρίς των εκπεστέο ΦΠΑ |
econ. | impôts nets sur les produits à l'exclusion de la TVA | καθαροί φόροι επί προϊόντων χωρίς το ΦΠΑ |
econ. | impôts sur le produit nets des subventions sur le produit | φόροι επί προϊόντων αφού αφαιρεθούν οι επιδοτήσεις προϊόντων |
fin. | indicateur réserve nette | δείκτης καθαρών αποθεματικών |
market. | inscrit sur une base nette | υπολογισμένο σε καθαρή βάση μετά την αφαίρεση αρνητικών στοιχείων |
fin. | intérêt net | καθαρός τόκος |
fin. | investissements de portefeuille:net | επενδύσεις χαρτοφυλακίου:καθαρό |
fin. | investissements directs:net | άμεσες επενδύσεις:καθαρό |
transp. | jauge nette | κόροι καθαρής χωρητικότητας |
IT, agric. | jauge nette | καθαρή χωρητικότητα |
fin., polit., econ. | les taux du droit antidumping exprimés en pourcentage du prix net, franco frontière communautaire, non dédouané | τα ποσοστά του δασμού αντιντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστά της καθαρής τιμής "ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας" πριν από την επιβολή δασμού |
UN | liste électorale nette | "clean slate" |
gen. | loyer net imputé | καθαρό τεκμαρτό ενοίκιο |
el. | marge nette | καθαρό περιθώριο |
fin. | marge nette | υπερβάλλον περιθώριο |
market. | marge nette de l'intérêt sur la moyenne des avoirs productifs | καθαρό περιθώριο επιτοκίου επί του μέσου όρου των προϊόντων |
immigr., demogr. | migration nette | μεταβολή του πληθυσμού λόγω αποδημίας-μετανάστευσης |
life.sc. | mise au net | οριστική σύνταξη |
life.sc. | mise au net | τελικό σχέδιο |
transp. | mise en commun du résultat net | συμψηφισμός καθαρών εσόδων |
fin., IT | montant du règlement net | καθαρό ποσό πληρωμής |
fin. | montant décaissé net | καθαρό εκταμιευθέν ποσό |
fin., econ., tax. | montant net | καθαρό ποσό |
fin., econ., tax. | montant net | καθαρό σύνολο |
med. | montant net | καθαρή πρόσοδος |
med. | montant net | καθαρό προϊόν |
med. | montant net | καθαρά έσοδα |
fin., econ., tax. | montant net des rompus | καθαρό σύνολο |
fin., econ., tax. | montant net des rompus | καθαρό ποσό |
account. | montant net du chiffre d'affaires | καθαρό ύψος κύκλου εργασιών |
busin., labor.org., account. | montant net du chiffre d'affaires | καθαρές πωλήσεις; καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών |
busin., labor.org., account. | montant net du chiffre d'affaires consolidé | ενοποιημένος κύκλος εργασιών |
gen. | moulé net | κομμάτι που καλουπώθηκε στις ακριβείς διαστάσεις |
market., commun. | mécanisme de partage du coût net | μηχανισμός για τον επιμερισμό του καθαρού κόστους |
insur. | net absolument | ασφάλιστρο χωρίς καμιά αντασφαλιστική προμήθεια |
nat.sc., agric. | net d'anomalies | Καθαρός από εμφανή ελαττώματα |
nat.sc., agric. | net d'anomalies visibles | Καθαρός από εμφανή ελαττώματα |
gen. | net de coloration anormale | χωρίς μεταχρωματισμό |
nat.sc., agric. | net de noeuds | Καθαρός από εμφανείς ρόζους |
nat.sc., agric. | net de pourriture | Καθαρός από σήψη |
stat., fin. | net d'impôts | μετά την αφαίρεση των φόρων |
econ., lab.law. | nombre d'effectifs/produit net bancaire | σύνολο προσωπικού/καθαρό αποτέλεσμα τραπεζικών εργασιών |
econ. | nouveaux apportsen argent ou en natureau net des retraits de capital | νέες τοποθετήσειςσε χρήμα ή είδοςμείον οποιεσδήποτε αναλήψεις κεφαλαίου |
comp., MS | page ASP.NET | σελίδα ASP.NET |
busin., account. | patrimoine net | καθαρή περιουσιακή κατάσταση |
interntl.trade., food.ind. | pays en développement importateur net de produits alimentaires | αναπτυσσόμενη χώρα που είναι καθαρός εισαγωγέας ειδών διατροφής |
fin. | pays en développement importateur net de produits alimentaires | αναπτυσσόμενη χώρα που εισάγει αποκλειστικά είδη διατροφής |
econ. | pays exportateur net | χώρα "καθαρός εξαγωγέας" |
gen. | pays exportateur net | καθαρά εξαγωγική χώρα |
interntl.trade. | pays exportateur net d'un produit alimentaire | χώρα μέλος η οποία είναι καθαρός εξαγωγέας συγκεκριμένου προϊόντος διατροφής |
market. | perte nette | συνολικό καθαρό έλλειμα |
account. | perte nette | οικονομική ζημία |
insur. | perte nette définitive | τελική καθαρή ζημία |
market., commun. | perte nette inévitable | καθαρές αναπόφευκτες απώλειες |
market. | perte nette totale | συνολικό καθαρό έλλειμα |
insur. | plein net conservé | ίδια κράτηση εταιρίας μετά την εκχώρηση προς τους αντασφαλιστές |
life.sc. | pluie nette | περίσσευμα βροχοπτώσεως,πλεοναστική βροχόπτωσις |
econ., agric. | plus-value nette du bétail | καθαρά αύξησις αξίας ζωϊκού κεφαλαίου |
fin., agric. | poids net | καθαρό βάρος |
agric., industr. | poids net du tabac rendu déchargé magasin | καθαρό βάρος καπνού κατά την παράδοση στο εργοστάσιο |
agric., industr. | poids net du tabac rendu déchargé magasin | βάρος του καπνού που έχει εκφορτωθεί στην αποθήκη |
transp. | poids net à sec | καθαρό ξηρό βάρος |
agric., industr. | poids net à un certain degré d'humidité | καθαρό βάρος για δεδομένο ποσοστό υγρασίας |
agric., food.ind. | poids net égoutté | καθαρό στραγγισμένο βάρος |
fin. | position au comptant nette | καθαρή τρέχουσα θέση |
fin. | position courte nette | καθαρή θέση short |
fin. | position créditrice nette | καθαρή χρεωστική θέση |
fin. | position débitrice nette | καθαρή χρεωστική θέση |
fin. | position débitrice nette | καθαρή πιστωτική θέση |
fin., invest. | position extérieure nette | καθαρή διεθνής επενδυτική θέση |
fin. | position extérieure nette | καθαρή εξωτερική θέση |
account. | position financière extérieure nette | καθαρή χρηματοπιστωτική θέση της αλλοδαπής |
fin. | position longue nette | καθαρή θέση long |
fin. | position nette | καθαρή θέση |
fin. | position nette au comptant | καθαρή τρέχουσα θέση |
fin. | position nette au FMI | καθαρή θέση στο ΔNT |
account. | position nette du bilan | καθαρή θέση ενεργητικού και παθητικού |
fin. | position nette en devises composites | καθαρή θέση σε σύνθετα νομίσματα |
fin. | position nette globale | συνολική καθαρή θέση |
fin. | position nette globale en devises | συνολική καθαρή θέση σε συνάλλαγμα |
market., fin. | position nette globale en devises de l'établissement | συνολική καθαρή θέση του ιδρύματος σε συνάλλαγμα |
fin. | position nette ouverte en ECU | καθαρή ανοικτή θέση σε Ecu |
fin. | position nette/PIB en % | καθαρή θέση/ΑΕγχΠ ως ποσοστό % |
fin. | position overte nette | καθαρή ανοικτή θέση |
transp. | poussée nette | ωφέλιμη ισχύς |
earth.sc., mech.eng. | poussée nette | καθαρή ώση |
earth.sc., mech.eng. | poussée standard nette | καθαρή τυποποιημένη ώση |
sec.sys. | prestations nettes de protection sociale | καθαρές κοινωνικές παροχές |
sec.sys. | prestations sociales nettes | καθαρές κοινωνικές παροχές |
insur. | prime nette acquise | καθαρά δεδουλευμένα ασφάλιστρα |
insur. | prime émise nette | καθαρά λογισθέντα ασφάλιστρα |
gen. | primes acquises, nettes de réassurance | δεδουλευμένα ασφάλιστρα, καθαρά από αντασφάλιση |
insur. | primes nette d'assurance-vie | καθαρά ασφάλιστρα ασφαλειών ζωής |
account. | primes nettes | καθαρά ασφάλιστρα |
account. | primes nettes d'assurance-dommages | καθαρά ασφάλιστρα για ασφάλειες εκτός των ασφαλειών ζωής |
fin. | prix de vente net | καθαρή τιμή πώλησης |
fin., account. | prix net | καθαρή τιμή |
econ., stat. | production industrielle nette | καθαρή βιομηχανική παραγωγή |
nat.sc. | production "Near Net Shape" | παραγωγή "προϊόντων σε τελική μορφή" |
econ., stat. | production nette | καθαρή παραγωγή |
agric. | production primaire nette | καθαρή πρωτογενής παραγωγή |
fin. | produit intérieur net | καθαρό εγχώριο προϊόν |
environ. | produit intérieur net ajusté en fonction de l'environnement | καθαρό εσωτερικό προϊόν αναπροσαρμοσμένο σε συνάρτηση με το περιβάλλον |
account. | produit intérieur net aux prix du marché | καθαρό εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς |
econ. | produit intérieur net aux prix du marché | καθαρό εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές |
stat., fin. | produit matériel net | καθαρό υλικό προϊόν |
econ., stat. | produit national net | καθαρό εθνικό προïόν |
econ., stat. | produit national net au coût des facteurs | καθαρό εθνικό προïόν σε τιμές αμοιβής συντελεστών παραγωγής |
econ. | produit national net aux prix du marché | καθαρό εθνικό προϊόν σε αγοραίες τιμές |
econ., fin. | produit net bancaire | καθαρό τραπεζικό αποτέλεσμα |
fin. | produit net de l'emprunt | καθαρό προϊόν δανείου |
fin. | produit net de l'emprunt | καθαρό προϊόν του δανεισμού |
stat., fin. | produit net des impôts | καθαρό προïόν φόρων |
econ., fin. | produit net d'exploitation bancaire | καθαρά αποτελέσματα από τραπεζικές εργασίες |
market. | produits nets partiels sur opérations terminées | αναγνωρισμένο κέρδος από ολοκληρωθείσες συμβάσεις |
market. | produits nets partiels sur opérations à long terme | αποδοτέο κέρδος από μακροπρόθεσμες συμβάσεις |
account. | produits nets sur cession de valeurs mobilières de placement | διαφορές από πώληση συμμετοχών και χρεογράφων |
R&D. | programme ERA-NET | ERA-NET |
market., fin. | proposition relative à la répartition du bénéfice net disponible | προτεινόμενη διανομή κερδών μετά την αφαίρεση των φόρων |
market., fin. | proposition relative à la répartition du bénéfice net disponible | προσφερόμενη διανομή κερδών μετά την αφαίρεση των φόρων |
environ. | prélèvement net d'eau | καθαρή απόληψη νερού |
el. | puissance continue nette | ωφέλιμη ισχύς |
el. | puissance continue nette | μέγιστη αποδιδόμενη ισχύς |
earth.sc., mech.eng. | puissance frigorifique nette | καθαρή ψυκτική χωρητικότητα |
el. | puissance nette | ωφέλιμη ισχύς |
energ.ind., industr. | puissance nette | καθαρή ισχύς |
mech.eng. | puissance nette installée | καθαρή εγκατεστημένη ισχύς |
environ. | puits net | καθαρή καταβόθρα |
market. | rapport bénéfice net/investissement | ρυθμός καθαρού επενδυτικού κέρδους |
transp. | rapport d'exploitation net | καθαρός συντελεστής εκμετάλλευσης |
energ.ind. | rapport énergétique net | σχετικός ενεργειακός δείκτης |
fin., bank. | ratio de financement net stable | Δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης |
market. | recette d'exploitation nette | καθαρά έσοδα εκμεταλλεύσεως |
fin. | recette nette encaissée | καθαρό εισπραχθέν έσοδο |
stat., market. | recettes nettes | καθαρές αποδοχές |
fin., polit. | recettes nettes de vente | καθαρά έσοδα από τις πωλήσεις |
law, min.prod. | recettes nettes imputables | προκύπτοντα καθαρά έσοδα |
market. | rendement de l'actif net moyen | απόδοση της μέσης καθαρής αξίας του ενεργητικού |
fin. | rendement net | καθαρή απόδοση |
forestr. | rendre plus net | ακονίζω |
econ., stat. | reproduction nette | καθαρή αναπαραγωγή |
stat., social.sc. | reproduction nette | καθαρή αναπλήρωση |
econ., stat. | reproduction nette | αντικατάσταση |
econ., fin. | responsable du passif net | υπεύθυνος για τις καθαρές υποχρεώσεις |
econ., stat. | revenu de facteurs net reçu de l'extérieur | καθαρά έσοδα από συντελεστές παραγωγής εξωτερικού |
econ., fin. | revenu d'intérêt net | καθαρά έσοδα από τόκους |
econ. | revenu disponible net | καθαρό διαθέσιμο εισόδημα |
account. | revenu national disponible net RNDN | καθαρό εθνικό διαθέσιμο εισόδημα |
econ., fin., account. | revenu national net | καθαρό εθνικό εισόδημα |
econ. | revenu national net disponible | καθαρό διαθέσιμο εθνικό εισόδημα |
tax., lab.law. | revenu net | καθαρό εισόδημα |
econ., agric. | revenu net de la famille | γεωργικό οικογενειακό εισόδημα |
econ., agric. | revenu net de la famille | καθαρό οικογενειακό εισόδημα |
fin., agric. | revenu net de l'exploitant et de sa famille par unité de travail | καθαρό εισόδημα του κατόχου της εκμετάλλευσης και της οικογένειάς τoυ |
econ., lab.law. | revenu net disponible | καθαρό διαθέσιμο εισόδημα |
tax. | revenu net imposable | καθαρό φορολογητέο εισόδημα |
insur. | revenu net retenu sur prime cédée | καθαρά ασφάλιστρα |
insur. | revenu net sur prime cédée | καθαρό ασφάλιστρο |
gov. | revenu professionnel annuel net | καθαρό ετήσιο εισόδημα από εργασία |
fin. | risque net | καθαρή θέση |
met. | réceptions nettes de ferrailles par la sidérurgie | καθαρές παραλαβές παλαιοσιδήρου από τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα |
gen. | rémunération nette | καθαρές αποδοχές |
law | répartition des bénéfices et pertes nets de la BCE | κατανομή των καθαρών κερδών και ζημιών της ΕΚΤ |
econ. | réseau BC-net | δίκτυο BC-NET |
econ. | réseau BC-NET | BC-NET |
econ. | réseau BC-NET | Eυρωπαϊκό δίκτυο συνεργασίας και προσέγγισης επιχειρήσεων |
ed. | réseau de communication ECSA-NET | δίκτυο επικοινωνίας ECSA-NET |
fin. | réseau de conseillers BC-NET | δίκτυο συμβούλων επιχειρήσεων BC-NET |
law | réseau FIN-NET | δίκτυο προσφυγής για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες |
market. | résultat net | καθαρό αποτέλεσμα |
econ., fin. | résultat net après impôts | καθαρό αποτέλεσμα μετά τη φορολογία |
econ., fin. | résultat net avant impôt | καθαρό αποτέλεσμα πριν από τη φορολογία |
fin. | résultat net de l'exercice | καθαρό αποτέλεσμα χρήσης |
econ., fin. | résultat net,part du groupe | καθαρό αποτέλεσμα,μερίδιο ομίλου |
lab.law. | salaire net | καθαρές αποδοχές |
met., construct. | section nette d'un profil | καθαρή διατομή ενός εξηλασμένου προφίλ |
comp., MS | service Net Logon | υπηρεσία σύνδεσης στο δίκτυο |
fin. | situation nette | καθαρό ενεργητικό |
busin., account. | situation nette | καθαρή περιουσιακή κατάσταση |
fin. | situation nette négative | αρνητική καθαρή θέση |
gen. | situation nette négative | καθαρή αρνητική θέση |
transp. | solde d'exploitation net | καθαρό αποτέλεσμα εκμετάλλευσης |
fin. | solde net | καθαρό υπόλοιπο |
fin. | solde net | άθροισμα καθαρών αποτελεσμάτων |
fin. | solde net de la comptabilité B | καθαρό συνολικό ποσό που εμφανίζεται στη λογιστική Β |
fin. | solde net de l'exercice précédent | καθαρό υπόλοιπο από το προηγούμενο οικονομικό έτος |
market. | solde net des exportations | καθαρό υπόλοιπο των εξαγωγών |
fin. | somme des montants nets | άθροισμα καθαρών αποτελεσμάτων |
fin. | sortie nette de capitaux | καθαρές εκροές κεφαλαίων |
econ., fin. | sorties nettes de capitaux | καθαρές εκροές κεφαλαίων |
transp., avia. | surface alaire nette | καθαρή επιφάνεια πτέρυγας |
construct. | surface résidentielle nette | καθαρή έκταση κατοικιών |
fin., econ. | système à règlement net | σύστημα καθαρού διακανονισμού ΣΔΚ |
fin. | système à réglement net de montant élevé | σύστημα συμψηφισμού μεγάλων ποσών |
econ. | tableau des emplois finals évalués sans les impôts nets sur les produits | πίνακας τελικών χρήσεων,αποτιμημένων χωρίς τους καθαρούς φόρους επί προϊόντων |
econ. | tableau des échanges intermédiaires évalués sans les impôts nets sur les produits | πίνακας ενδιάμεσης ανάλωσης,αποτιμημένης χωρίς τους καθαρούς φόρους επί προϊόντων |
fin. | taux de recouvrement net | ρυθμός καθαρής κάλυψης |
stat., social.sc. | taux de reproduction nette | καθαρό ποσοστό αναπαραγωγής |
fin. | taux d'intérêt net | καθαρό επιτόκιο |
insur. | taux d'intérêt net de toutes charges | καθαρό επιτόκιο, χωρίς οιανδήποτε επιβάρυνση |
econ., market. | taux d'intérêt net de toutes charges | καθαρό επιτόκιο χωρίς οιαδήποτε επιβάρυνση |
gen. | taux du revenu net | δείκτης καθαρού εισοδήματος |
stat., social.sc. | taux net de reproduction | καθαρό ποσοστό αναπαραγωγής |
fin. | taxe sur les revenus nets | φόρος επί του καθαρού εισοδήματος |
lab.law. | temps de travail net | καθαρός χρόνος εργασίας |
stat., market. | termes de l'échange de marchandises nets | καθαροί όροι εμπορίου με βάση τις σχετικές τιμές εξαγωγών-εισαγωγών |
stat. | termes nets réels | πραγματικές καθαρές τιμές |
fin. | tirages nets cumulés | σωρευτικές καθαρές απολήψεις |
transp. | tonnage kilométrique net | ωφέλιμοι χιλιομετρικοί τόννοι |
transp. | tonnage kilométrique net | καθαροί χιλιομετρικοί τόννοι |
gen. | tonnage net | καθαρή χωρητικότητα |
transp., industr. | tonne de jauge nette | Κόρος Καθαρής Χωρητικότητας |
transp., nautic. | tonneau de jauge nette | καθαρή χωρητικότητα |
transp., tech. | tonne-kilomètre nette | καθαρός χιλιομετρικός τόνος |
econ. | total des impôts nets liés à l'importation de produits similaires | συνολικοί καθαροί φόροι συνδεόμενοι με τις εισαγωγές παρόμοιων προϊόντων |
transp., avia. | trajectoire nette | τροχιά πτήσης με ένα κινητήρα εκτός |
transp., avia. | trajectoire nette | καθαρή τροχιά πτήσης |
transp., avia. | trajectoire nette de décollage | καθαρό ίχνος πτήσης κατά την απογείωση |
transp., avia. | trajectoire nette de décollage | Καθαρό ίχνος απογείωσης |
transp., avia. | trajectoire nette de vol | τροχιά πτήσης με ένα κινητήρα εκτός |
transp., avia. | trajectoire nette de vol | καθαρή τροχιά πτήσης/EUROD-ΜΑD |
transp., avia. | trajectoire nette d'envol positive | ίχνος πτήσης θετικής απογείωσης |
transp., avia. | trajectoire nette deux moteurs en panne en route | καθαρό ίχνος πτήσης κατά μήκος διαδρομής ταξιδιού με δύο κινητήρες εκτός λειτουργίας |
transp., avia. | trajectoire nette en route | καθαρό ίχνος πτήσης κατά μήκος διαδρομής ταξιδιού |
transp., avia. | trajectoire nette un moteur en panne en route | καθαρό ίχνος πτήσης κατά μήκος διαδρομής ταξιδιού με ένα κινητήρα εκτός λειτουργίας |
gen. | "transfert net de ressources" | "ισόρροπη μεταφορά των πόρων" |
construct. | tâche nette de l'eau d'irrigation | καθαρόν καθήκον αρδευτικού ύδατος |
food.ind., chem. | utilisation protéique nette | καθαρή πρωτεϊνική χρήση |
fin. | utiliser le produit net des ventes en réemploi | χρησιμοποιώ εκ νέου το καθαρό προϊόν των πωλήσεων |
fin., account. | valeur actualisée nette | καθαρή τρέχουσα αξία |
econ., fin. | valeur actualisée nette de la dette | καθαρή τρέχουσα αξία του χρέους |
fin., account. | valeur actuelle nette | καθαρή τρέχουσα αξία |
account. | valeur actuelle nette | καθαρή παρούσα αξία |
econ., fin. | valeur ajoutée nette | καθαρή προστιθέμενη αξία |
fin., lab.law. | valeur ajoutée nette au coût des facteurs par unité de travail | καθαρή προστιθέμενη αξία σε τιμές συντελεστών παραγωγής ανά μονάδα εργασίας |
fin., agric. | valeur ajoutée nette d'exploitation | καθαρή προστιθέμενη αξία της εκμετάλλευσης |
tax. | valeur ajoutée nette d'exploitation | Καθαρή προστιθέμενη αξία της εκμετάλλευσης |
fin., agric. | valeur ajoutée nette moyenne par personne occupée employée en agriculture | μέσος όρος της καθαρής προστιθέμενης αξίας κατ'άτομο απασχολούμενο στη γεωργία |
econ., fin. | valeur d'actif net par action | καθαρή αξία ενεργητικού ανά μετοχή |
fin., account. | valeur d'inventaire nette | καθαρή αξία ενεργητικού |
fin. | valeur d'inventaire nette | καθαρή λογιστική αξία |
account. | valeur financière nette | καθαρά χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία |
account. | valeur nette | καθαρή θέση |
busin., account. | valeur nette | καθαρή περιουσιακή κατάσταση |
econ., fin. | valeur nette actualisée | καθαρή παρούσα αξία |
account. | valeur nette comptable | καθαρή λογιστική αξία |
econ., stat. | valeur nette de la production | καθαρή αξία παραγωγής |
econ., stat. | valeur nette de production | καθαρή αξία παραγωγής |
account. | valeur nette de réalisation | καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία |
fin. | valeur nette d'inventaire | καθαρή λογιστική αξία |
gen. | valeur nette d'inventaire | καθαρή αξία ενεργητικού |
account. | variations de la valeur nette dues aux autres changements de volume d'actifs | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων |
account. | variations de la valeur nette dues aux gains/pertes neutres de détention | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ουδέτερων κερδών/ζημιών κτήσης |
account. | variations de la valeur nette dues aux gains/pertes nominaux de détention | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ονομαστικών κερδών/ζημιών κτήσης |
account. | variations de la valeur nette dues aux gains/pertes réels de détention | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω πραγματικών κερδών/ζημιών κτήσης |
account. | variations des actifs, des passifs et de la valeur nette | μεταβολές περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης |
account. | variations totales de la valeur nette | μεταβολές της καθαρής θέσης |
stat., market. | vente nette | καθαρές πωλήσεις |
market. | ventes nettes | καθαρές πωλήσεις |
fin. | versement net | πληρωμή καθαρού μερίσματος |
comp., MS | version cible de .Net Framework | πλαίσιο προορισμού |
comp., MS | Web Forms Mobile ASP.NET | Φόρμες Web ASP.NET για κινητές συσκευές |
commun. | zone à coût net probable | πιθανή περιοχή καθαρού κόστους |
environ. | échange net de l'écosystème | καθαρή ανταλλαγή του οικοσυστήματος |
life.sc., agric. | écoulement de retour net | ροή καθαράς επιστροφής |
stat., social.sc. | émigration nette | καθαρή μετανάστευση προς το εξωτερικό |
stat., social.sc. | émigration nette | καθαρή αποδημία |
law, stat. | émigration nette | καθαρή μετανάστευση |
fin. | émission nette | καθαρά έκδοση |
agric. | énergie nette | παραγωγική ενέργεια |
agric. | énergie nette | καθαρή ενέργεια |
el. | énergie produite nette | καθαρή παραγόμενη ενέργεια |
econ. | épargne nationale nette | καθαρή εθνική αποταμίευση |
econ. | épargne nette | καθαρή αποταμίευση |
fin. | équivalent subvention net | καθαρό ισοδύναμο επιδότησης |
fin. | équivalent subvention net | καθαρό ισοδύναμο ενίσχυσης |
econ. | équivalent-subvention net de l'investissement initial | καθαρό ισοδύναμο επιχορήγησης |
fin. | être ordonnancé pour le montant net | ένταλμα πληρωμής για το καθαρό πoσσ |