Subject | French | Greek |
transp., avia. | configuration des dispositifs servant à modifier la portance et la traînée | διαμόρφωση των μηχανισμών άντωσης και οπισθέλκουσας |
transp., avia. | dispositifs servant à modifier la portance | μηχανισμοί άντωσης |
transp., avia. | dispositifs servant à modifier la traînée | μηχανισμοί οπισθέλκουσας |
gen. | la Commission peut modifier sa proposition initiale | η Eπιτροπή δύναται να τροποποιήσει την αρχική της πρόταση |
fin., econ. | le Conseil peut modifier les amendements | το Συμβούλιο δύναται να μεταβάλλει τις τροποποιήσεις |
fin. | l'Etat intéressé doit modifier,suspendre ou supprimer les mesures de sauvegarde susvisées | το εν λόγω Kράτος οφείλει να τροποποιήσει,αναστείλει ή καταργήσει τα ανωτέρω μέτρα διασφαλίσεως |
law | l'Etat qui veut établir ou modifier des dispositions nationales | το Kράτος που θέλει να θεσπίσει ή να τροποποιήσει τις εσωτερικές διατάξεις |
med. | modifier la constitution génétique par l'altération des cellules germinales | τροποποίηση της γενετικής σύστασης μέσω επεμβάσεων στα βλαστικά κύτταρα |
patents. | modifier la marque communautaire | τροποποιώ το κοινοτικό σήμα |
comp., MS | Modifier la police... | Αλλαγή γραμματοσειράς… |
comp., MS | Modifier la police des messages | Αλλαγή γραμματοσειράς μηνυμάτων |
fin. | modifier la position structurelle de liquidité du secteur bancaire | επηρεάζω τη θέση της διαρθρωτικής ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος |
comp., MS | Modifier le compte de connexion... | Αλλαγή λογαριασμού εισόδου… |
comp., MS | Modifier le niveau d'accès | Αλλαγή επιπέδου πρόσβασης |
comp., MS | Modifier le rapport | Τροποποίηση αναφοράς |
fin. | modifier le règlement financier | τροποποιώ τον δημοσιονομικό κανονισμό |
market., agric. | modifier le type ancien | εξαλλαγή παλαιού τύπου με επιλογή |
comp., MS | Modifier les contacts | Επεξεργασία επαφών |
comp., MS | Modifier les listes de valeurs de champs | Επεξεργασία λιστών τιμών πεδίων |
fin. | modifier les prévisions | τροποποιώ τις προβλέψεις |
law | modifier radicalement | μεταβάλλω ριζικά |
interntl.trade. | proroger, modifier ou abroger une dérogation | παρατείνω, τροποποιώ ή επιφέρω τη λήξη απαλλαγής |
fin. | que l'Etat intéressé doit modifier ou supprimer ces mesures | ότι το εν λόγω Kράτος υποχρεούται να τροποποιήσει ή καταργήσει τα μέτρα αυτά |
social.sc. | stratégie visant à modifier le contexte de l'usage | περιβαλλοντική στρατηγική |
market., agric. | sélectionner pour modifier le type ancien | εξαλλαγή παλαιού τύπου με επιλογή |
law, interntl.trade. | tribunaux ... qui pourront modifier ou infirmer cette détermination | δικαστήρια...με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την τροποποίηση ή την ανατροπή του καθορισμού |