Subject | French | Greek |
industr., construct., chem. | alkyde modifié aux amino résines | αμινοπλαστικό βελτιωμένο με αλκύδιο |
industr., construct., chem. | alkyde modifié aux phénoliques | φαινολική ρητίνη βελτιωμένη με αλκύδιο |
food.ind., chem. | amidon modifié | κατεργασμένο άμυλο |
food.ind., chem. | amidon modifié | τροποποιημένο άμυλο |
chem. | amidons et fécules modifiés par estérification | άμυλα κάθε είδους που έχουν τροποποιηθεί με εστεροποίηση |
chem. | amidons et fécules modifiés par éthérification | άμυλα κάθε είδους που έχουν τροποποιηθεί με αιθεροποίηση |
food.ind. | amidons modifiés | τροποποιημένα άμυλα |
gen. | appareil de mesure de la DBO modifié | τροποποιημένος μετρητής BOD |
construct. | barrage en terre homogène modifié | παρηλλαγμένον ομογενές χωμάτινον φράγμα |
chem. | brai modifié par insufflation d'air | πισσάσφαλτος τροποποιημένη με εμφύσηση αέρα |
agric. | cadre modifié | τροποποιημένο πλαίσιο |
tech., mech.eng. | canal jaugeur Parshall modifié | τροποποιημένος μετρητής Parshall |
chem. | caoutchouc naturel modifié | φυσικό καουτσούκ τροποποιημένο |
law | caractère génétiquement modifié | χαρακτηριστικό που έχει τροποποιηθεί γενετικώς |
stat. | carré latin modifié | τροποποιημένο λατινικό τετράγωνο |
IT | code biquinaire modifié | διπενταδικός κώδικας |
agric. | colza génétiquement modifié | γενετικώς τροποποιημένη ελαιοκράμβη |
environ. | Comité pour la mise en oeuvre de la directive relative à la dissémination volontaire d'organismes génétiquement modifiés dans l'environnement | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον |
polit. | Comité pour l'adaptation au progrès technique et pour l'application de la directive relative à la dissémination volontaire d'organismes génétiquement modifiés dans l'environnement | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο και την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον |
nat.sc. | Comité pour l'adaptation au progrès technique et pour l'application de la directive relative à l'utilisation confinée de micro-organismes génétiquement modifiés | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο και για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την περιορισμένη χρήση γενετικά τροποποιημένων μικροοργανισμών |
gen. | Comité pour l'adaptation au progrès technique et pour l'application de la directive relative à l'utilisation confinée de micro-organismes génétiquement modifiés | Επιτροπή για την εφαρμογή και την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών |
nat.sc. | comité sur la dissémination d'organismes génétiquement modifiés dans l'environnement | επιτροπή για την ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον |
transp., avia. | configuration des dispositifs servant à modifier la portance et la traînée | διαμόρφωση των μηχανισμών άντωσης και οπισθέλκουσας |
gen. | consolidation des actes législatifs communautaires modifiés | οριστικοποίηση των τροποποιημένων κοινοτικών νομοθετικών πράξεων |
transp., avia. | dispositifs servant à modifier la portance | μηχανισμοί άντωσης |
transp., avia. | dispositifs servant à modifier la traînée | μηχανισμοί οπισθέλκουσας |
environ. | dissémination volontaire d'organismes génétiquement modifiés dans l'environnement | σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον |
life.sc. | essai de sélection de l'OCDE modifié | τροποποιημένη δοκιμασία διαλογής κατά ΟΟΣΑ |
gen. | essai MITI modifié | τροποποιημένη δοκιμασία MITI |
life.sc. | essai Sturm modifié | τροποποιημένη δοκιμή κατά Sturm |
el. | format duo-binaire modifié | τροποποιημένο διδυαδικό μορφότυπο |
gen. | groupe ad hoc "Organismes génétiquement modifiés" | Ad hoc Ομάδα "Γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί" |
health., food.ind. | groupe scientifique sur les organismes génétiquement modifiés | Επιστημονική ομάδα για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς |
econ. | groupe scientifique sur les organismes génétiquement modifiés | Ομάδα με θέμα τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς |
health., food.ind. | groupe sur les organismes génétiquement modifiés | Επιστημονική ομάδα για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς |
health., nat.sc. | génétiquement modifié | γενετικώς τροποποιημένος |
el. | indice de réfraction modifié | τροποποιημένος δείκτης διάθλασης |
gen. | la Commission peut modifier sa proposition initiale | η Eπιτροπή δύναται να τροποποιήσει την αρχική της πρόταση |
fin., econ. | le Conseil peut modifier les amendements | το Συμβούλιο δύναται να μεταβάλλει τις τροποποιήσεις |
fin. | l'Etat intéressé doit modifier,suspendre ou supprimer les mesures de sauvegarde susvisées | το εν λόγω Kράτος οφείλει να τροποποιήσει,αναστείλει ή καταργήσει τα ανωτέρω μέτρα διασφαλίσεως |
law | l'Etat qui veut établir ou modifier des dispositions nationales | το Kράτος που θέλει να θεσπίσει ή να τροποποιήσει τις εσωτερικές διατάξεις |
construct. | liant modifié | τροποποιημένος σύνδεσμος |
construct. | liant modifié | τροποποιημένο συνδετικό υλικό |
med. | lâchage de microorganismes modifiés par voie de génie génétique | απελευθέρωση μικροοργανισμών μεταλλαγμένων με γενετική μηχανική |
gen. | lâchage d'organismes génétiquement modifiés | έκλυση οργανισμών που έχουν υποστεί γενετική τροποποίηση |
nat.sc. | micro-organisme génétiquement modifié | διαγονιδιακά ζώα |
nat.sc. | micro-organisme génétiquement modifié | γενετικώς τροποποιημένος μικροοργανισμός |
med. | modifier la constitution génétique par l'altération des cellules germinales | τροποποίηση της γενετικής σύστασης μέσω επεμβάσεων στα βλαστικά κύτταρα |
patents. | modifier la marque communautaire | τροποποιώ το κοινοτικό σήμα |
comp., MS | Modifier la police... | Αλλαγή γραμματοσειράς… |
comp., MS | Modifier la police des messages | Αλλαγή γραμματοσειράς μηνυμάτων |
fin. | modifier la position structurelle de liquidité du secteur bancaire | επηρεάζω τη θέση της διαρθρωτικής ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος |
comp., MS | Modifier le compte de connexion... | Αλλαγή λογαριασμού εισόδου… |
comp., MS | Modifier le niveau d'accès | Αλλαγή επιπέδου πρόσβασης |
comp., MS | Modifier le rapport | Τροποποίηση αναφοράς |
fin. | modifier le règlement financier | τροποποιώ τον δημοσιονομικό κανονισμό |
market., agric. | modifier le type ancien | εξαλλαγή παλαιού τύπου με επιλογή |
comp., MS | Modifier les contacts | Επεξεργασία επαφών |
comp., MS | Modifier les listes de valeurs de champs | Επεξεργασία λιστών τιμών πεδίων |
fin. | modifier les prévisions | τροποποιώ τις προβλέψεις |
law | modifier radicalement | μεταβάλλω ριζικά |
law | modifié en dernier lieu par | όπως τροποποιήθηκε τελευταία με … |
gen. | modifié par | που τροποποιήθηκε με ... |
econ. | organisme génétiquement modifié | γενετικά τροποποιημένος οργανισμός |
life.sc., industr., chem. | organisme génétiquement modifié | γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός |
life.sc., environ., agric. | organisme vivant modifié destiné à être utilisé directement pour l'alimentation humaine ou animale ou à être transformé | ζων τροποποιημένος οργανισμός προοριζόμενος για άμεση χρήση ως τρόφιμο ή ζωοτροφή ή για περαιτέρω επεξεργασία |
transp., avia. | plan de vol modifié | Αναθεωρημένο σχέδιο πτήσης |
chem. | polydextroses modifiés | Ε1200 |
chem. | polydextroses modifiés | πολυδεξτρόζη |
chem. | polyéthylène non modifié | πολυαιθυλένιο μη τροποποιημένο |
commun., IT | postes industriels modifiés | τροποποιημένα βιομηχανικά τυποποιημένα όργανα |
pharma. | produit immunologique modifié | τροποποιημένα ανοσολογικά προϊόντα |
econ. | produit modifié | τροποποιημένο προϊόν |
fin., econ. | projet de budget modifié du Conseil | τροποποιημένο σχέδιο προϋπολογισμού του Συμβουλίου |
interntl.trade. | proroger, modifier ou abroger une dérogation | παρατείνω, τροποποιώ ή επιφέρω τη λήξη απαλλαγής |
gen. | Protocole II modifié sur les mines, les pièges et autres dispositifs | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των ναρκών, των παγίδων και άλλων μηχανισμών |
fin. | que l'Etat intéressé doit modifier ou supprimer ces mesures | ότι το εν λόγω Kράτος υποχρεούται να τροποποιήσει ή καταργήσει τα μέτρα αυτά |
stat. | rapport de Von Neumann modifié | τροποποιημένη von αναλογία Neumann |
environ. | rejets de substances qui modifient la couche d'ozone | έκλυση ουσιών που προκαλούν μεταβολή της στιβάδας του όζοντος |
commun. | signal bipolaire modifié | τροποποιημένο διπολικό σήμα |
commun., IT | signal de numéro modifié | σήμα αλλαγής αριθμού |
fin. | statuts modifiés | καταστατικό όπως τροποποιήθηκε |
social.sc. | stratégie visant à modifier le contexte de l'usage | περιβαλλοντική στρατηγική |
market., agric. | sélectionner pour modifier le type ancien | εξαλλαγή παλαιού τύπου με επιλογή |
agric. | tablier du type polonais modifié | τροποποιημένου πολωνικού τύπου προστατευτικό φύλλο δικτύου |
fin. | taux modifiés | τροποποιημένοι συντελεστές |
law | tel que modifié par | όπως τροποποιήθηκε με ... |
el. | temps de retard de propagation modifié par un circuit expanseur | χρόνος καθυστέρησης διάδοσης αλλαγμένος λόγω διάταξης επέκτασης |
life.sc. | test SCAS modifié | τροποποιημένη δοκιμή ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
life.sc. | test SCAS modifié | τροποποιημένη δοκιμασία SCAS |
life.sc. | test SCAS modifié | τροποποιημένος έλεγχος SCAS |
life.sc. | test SCAS modifié | τροποποιημένος έλεγχος ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
life.sc. | test SCAS modifié | τροποποιημένη δοκιμή SCAS |
law, interntl.trade. | tribunaux ... qui pourront modifier ou infirmer cette détermination | δικαστήρια...με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την τροποποίηση ή την ανατροπή του καθορισμού |
nat.sc. | utilisation confinée de micro-organismes génétiquement modifiés | περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών |
med., health., anim.husb. | vaccin vivant modifié | εμβόλιο με ζωντανό τροποποιημένο ιό |
chem. | élastomère éthylène-propylène-modifié | τροποποιημένο αιθυλένιο-προπυλένιο |
chem. | élastomère éthylène-propylène-diène-modifié | τροποποιημένο αιθυλένιο-προπυλένιο-διένιο |