Subject | German | Greek |
agric., mech.eng. | automatischer Beregnungs-Programmierer | προγραμματιστής αυτόματης άρδευσης |
agric., mech.eng. | automatischer Beregnungs-Programmierer | γενικός προγραμματιστής άρδευσης |
IT | Chef-Programmierer | Επικεφαλής προγραμματιστής |
IT | egofreies Programmieren | απρόσωπος προγραμματισμός |
IT | frei programmierte Zeichen | δυναμικά επαναπροσδιοριζόμενο σύνολο χαρακτήρων |
transp. | Motor mit programmierter Verbrennung | προγραμματισμένος κινητήρας καύσης |
IT | nicht programmierter Stop | απρογραμμάτιστη στάση |
IT | nicht programmiertes Logikgatter | μη προγραμματιζόμενο λογικό δίκτυο |
stat. | parametrisches Programmieren | παραμετρικός προγραμματισμός |
IT, dat.proc. | Programmier-Nachprüfung | δοκιμή του προγραμματισμού |
commun., IT | Programmieren auf niedriger Stufe | προγραμματισμός χαμηλής στάθμης |
lab.law. | Programmierer mit Erfahrung | προγραμματιστής εμπειρογνώμων |
med. | programmierte Alterung | προγραμματισμένη γήρανση |
commun., IT | programmierte Anrufweiterschaltung | προγραμματισμένη τοποθέτηση κλήσης |
el. | programmierte E/A | προγραμματισμένη I/O |
el. | programmierte Ein-/Ausgabe | προγραμματισμένη I/O |
IT | programmierte Funktionstaste | προγραμματιζόμενο πλήκτρο λειτουργίας |
gen. | programmierte Hilfe | προγραμματιζόμενη βοήθεια |
IT | programmierte Kontrolle | προγραμματισμένοι έλεγχοι |
IT | programmierte Kontrolle | έλεγχος από πρόγραμμα |
IT | programmierte Logik | Προγραμματισμένο λογικό κύκλωμα |
IT | programmierte Matrix-Logikschaltung | οδηγός κύματος λεπτής επίστρωσης |
IT | programmierte Matrix-Logikschaltung | περιοδικά κατανεμημένος οδηγός κύματος λεπτής επίστρωσης |
IT | programmierte Prüfung | έλεγχος από πρόγραμμα |
IT | programmierte Prüfung | προγραμματισμένοι έλεγχοι |
IT | programmierte Reduktion | προγραμματισμένη ελάττωση |
IT | programmierte Sperren | προγραμματισμένες κλειδαριές |
IT | programmierte Tastatur | Προγραμματισμένο πληκτρολόγιο |
IT, dat.proc. | programmierte Unterbrechung | λογισμικό σήμα διακοπής |
commun., IT | programmierte Verfolgung | προγραμματισμένη ιχνηλάτηση |
IT | programmierte Verriegelung | προγραμματισμένες κλειδαριές |
transp. | programmierter Bedarfsflugverkehr | προγραμματισμένη έκτακτη πτήση |
IT | programmierter Bewegungsraum | ζώνη προγραμματισμένης λειτουργίας |
IT, dat.proc. | programmierter Eingabe-/Ausgabekanal | δίαυλος εισόδου/εξόδου καθοδηγούμενη από πρόγραμμα |
IT | programmierter Eingabe-Ausgabe-Kanal | Προγραμματισμένος δίαυλος εισόδου-εξόδου |
el. | programmierter Energie-Austausch | προγραμματισμένη ανταλλαγή ενεργείας |
gen. | programmierter Halt | διακοπή προγράμματος |
IT, earth.sc. | programmierter,konstanter Leistungsstrom | προγραμματιζόμενο σταθερό ρεύμα γραμμής |
IT, mech.eng. | programmierter Roboter | ρομπότ με μνήμη |
IT, mech.eng. | programmierter Roboter | προγραμματιζόμενο ρομπότ |
IT | programmierter Schwellwert | προγραμματισμένη τιμή κατωφλίου |
IT | programmierter Sprung | Προγραμματισμένο άλμα |
IT | programmierter Stop | προγραμματισμένη στάση |
IT | programmierter Stopp | Προγραμματισμένη αναστολή |
med. | programmierter Zelltod | προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος |
med. | programmierter Zelltod | απόπτωση |
agric. | programmiertes Maischen | προγραμματισμένη ζυθοποίηση |
commun. | programmiertes Multiplex-Aufnahmen | προγραμματισμένη πολυπλεκτική εγγραφή |
IT | sachbezogenes Programmieren | απρόσωπος προγραμματισμός |
IT, dat.proc. | symbolisches Programmieren | συμβολικός προγραμματισμός |
IT | System,das vom Endnutzer nicht programmiert werden kann | σύστημα που δεν δύναται να προγραμματιστεί από τον τελικό χρήστη |