Subject | Dutch | Greek |
el. | carrier split | διαίρεση φέρουσας |
transp., construct. | gezeefde split | σκύρα κοσκινισμένα |
IT | high-split | υψιδιχασμός σηματοδοσίας |
IT | high-split | υψιδιχασμός |
IT, dat.proc. | mid-split | μεσοδιχασμός |
industr., construct. | midden-split | μεσο-κρούτα |
transp. | modal split | κατανομή μεταξύ των τρόπων μεταφοράς |
transp. | modal split | επιλογή μεταφορικού μέσου |
transp. | modal split | διαχωρισμός κατά τρόπο μεταφοράς |
stat., transp. | personenauto-modal split | ποσοστόν ΙΧ οχημάτων εις σύνθεσιν μετακινήσεων |
transp. | plaatselijk splitten | ασυνεχής εμφύσηση |
industr., construct., chem. | schoen/kam om te splitten | τσουγκράνα διαχωρισμού |
industr., construct., chem. | schoen/kam om te splitten | Xτένι |
chem. | schotel met split-dwarsstroming | δίσκος διπλής διαδρομής |
mech.eng. | split achteras | τηλεσκοπικός άξονας |
commun., el. | split cage | διχασμένος κλωβός |
agric. | split drum | φλαντζωτό τύμπανο |
fish.farm. | split lier | βίντσι ανεξάρτητης κίνησης |
fish.farm. | split lier | βαρούλκο ανεξάρτητης κίνησης |
med. | Split-Notochord-syndroom | σύνδρομο διαχωρισμένης νωτοχορδής |
gen. | split screen | διαιρεμένη οθόνη |
commun., IT | split screen | οθόνη χωρισμένη στα δύο |
commun., IT | split screen | διαχωρισμένη οθόνη |
gen. | split screen | διηρημένη οθόνη |
el. | split-spectrum-cel | στοιχείο διαιρεμένου φάσματος |
environ., chem. | split-splitless | split-splitless |
environ., chem. | split-splitless | σύστημα διαχωρισμού αέριας φάσης |
fin. | split-up | μερισμός μετοχής |
fish.farm. | split winch | βίντσι ανεξάρτητης κίνησης |
fish.farm. | split winch | βαρούλκο ανεξάρτητης κίνησης |
industr., construct. | splitten van een huid | σχίζω το δέρμα |
IT, dat.proc. | sub-split | χαμηλοδιχασμός σηματοδοσίας |
IT, dat.proc. | sub-split | χαμηλοδιχασμός |