DictionaryForumContacts

Terms containing sprog | all forms | exact matches only
SubjectDanishGreek
ITadministrativt sprogγλώσσα με εμπορικό προσανατολισμό,κοινή γλώσσα με εμπορικό προσανατολισμό
gen.Afgørelsen findes på alle sprog, men den engelske udgave af aftalen er den eneste autentiske. Oversættelserne af aftaleteksten vil blive offentliggjort i EU-Tidende.Η απόφαση υπάρχει σε όλες τις γλώσσες, αλλά το αγγλικό/γαλλικό κείμενο είναι το μόνο αυθεντικό της συμφωνίας. Οι μεταφράσεις του κειμένου της συμφωνίας θα δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα.
gen.agglutinerende sprogσυγκολλητική γλώσσα
cultur.Aktioner vedrørende regionale eller mindre udbredte sprog og kulturerΕνέργειες στον τομέα των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών και πολιτιστικών συνηθειών
ITalgebraisk sprogΑλγεβρική γλώσσα
IT, tech.algoritmisk sprogαλγοριθμική γλώσσα
ITalgoritmisk sprogδιαδικαστική γλώσσα
ITalgoritmisk sprogγλώσσα προσανατολισμένη στη διαδικασία
ITalgoritmisk sprogγλώσσα διαδικασίας
IT, tech.algoritmisk sprogΑλγοριθμική γλώσσα
IT, tech.algoriturisk sprogγλώσσα προσαρμοσμένη σε προβλήματα
gen.almindeligt sprogαπλή και κατανοητή γλώσσα
life.sc.Anders-And-sprogομιλία τύπου Ντόναλντ Ντακ
gen.antal simultantolkbare sprogαριθμός γλωσσών ταυτόχρονης διερμηνείας
lawanvendelse af et andet sprog under hele sagen eller en del af denneχρήση ολικώς ή μερικώς μιας άλλης γλώσσας
econ.anvendelse af sprogχρήση γλωσσών
ITapplikativt sprogγλώσσα εφαρμογής
social.sc.Arbejdsgruppen om Udvikling og Brug af Det Franske SprogΟμάδα Εργασίας "Ανάπτυξη και Χρήση της Γαλλικής Γλώσσας"
ITASDL-sprogγλώσσα αφηρημένου τύπου και ορισμού σχημάτων
ITBASIC-sprogκώδικας συμβολικών εντολών γενικής χρήσης για αρχάριους
gen.behandling af talt sprogεπεξεργασία της ομιλούμενης γλώσσας
gen.beslægtede sprogσυγγενικές γλώσσες
gen.beslægtede sprogσυγγενείς γλώσσες
lawbestemmelser om det officiele sprogκαθεστώς της επίσημης γλώσσας
ITblokstruktureret sprogγλώσσα δομημένη σε ομάδες
comp., MSbrugergrænsefladens brugervalgte sprogγλώσσα περιβάλλοντος εργασίας προτιμώμενη από το χρήστη
comp., MSbrugergrænsefladens sprogγλώσσα περιβάλλοντος εργασίας χρήστη
ITbrugerorienteret sprogΓλώσσες προσαρμοσμένες στον χρήστη,γλώσσες συστημάτων καταμερισμού χρόνου προσαρμοσμένες στον χρήστη
ITbrugerorienteret tidsdelt sprogΓλώσσες προσαρμοσμένες στον χρήστη,γλώσσες συστημάτων καταμερισμού χρόνου προσαρμοσμένες στον χρήστη
comp., MSdelvist lokaliseret sprogμερικώς μεταφρασμένη γλώσσα
cultur.den europæiske pagt om regionale sprog eller mindretalssprogΕυρωπαϊκός Χάρτης για τις περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες
ed.den fælles europæiske referenceramme for sprog: læring, undervisning og evalueringΚοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τα γλωσσικά προσόντα: μάθηση, εκπαίδευση, αξιολόγηση
lawdet af parterne i sagen anvendte sprogγλώσσα των διαδίκων
social.sc.Det Europæiske Kontor for Mindre Udbredte Sprogευρωπαϊκό γραφείο των λιγότερο διαδεδομένων γλωσσών
relig.Det Europæiske Kontor for Mindre Udbredte SprogΕυρωπαϊκό Γραφείο για τις Λιγότερο Διαδεδομένες Γλώσσες
gen.Det Europæiske Kontor for Mindre Udbredte SprogΕυρωπαϊκό Γραφείο για τις λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες
ed.det i en given undervisning anvendte sprogγλώσσα διδασκαλίας
work.fl., ITdokumentationssprog baseret på et kunstigt sprogγλώσσα τεκμηρίωσης βασιζόμενη σε τεχνητή γλώσσα
work.fl., ITdokumentationssprog baseret på naturligt sprogγλώσα τεκμηρίωσης βασισμένη στη φυσική γλώσσα
comp., MSdomænespecifikt sprogγλώσσα συγκεκριμένη για τον τομέα
R&D.Ekspertudvalget for Overførsel af Information mellem de Europæiske SprogΕπιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τη Μεταβίβαση των Πληροφοριών μεταξύ των Ευρωπαϊκών Γλωσσών
polit., lawen medlemsstats officielle sprogεπίσημη γλώσσα ενός κράτους μέλους
ITet sprogs generiskhedγενικότητα μιας γλώσσας
econ.europæisk sprogευρωπαϊκή γλώσσα
gen.flekterende sprogκλιτή γλώσσα
ed., ITforespørgsel i næsten naturligt sprogγλώσσα διερεύνησης προσεγγίζουσα τη φυσιολογική φρασεολογία
work.fl.foretrukket sprogδεσπόζουσα γλώσσα
commun., ITformat med plads til flere sprogπολυγλωσσικό μορφότυπο
ITformel beskrivelse af vilkårlige systemer ved hjælp af funktionelle sprogτυπική περιγραφή αυθαιρέτων συστημάτων με τη βοήθεια των λειτουργικών γλωσσών
IT, tech.formelt sprogτυπική γλώσσα
IT, tech.formelt sprogτεχνητή γλώσσα
h.rghts.act.forskelsbehandling på grund af sprogδιάκριση λόγω γλώσσας
commun., ITforståelse af naturlige sprogκατανόηση φυσικής γλώσσας
comp., MSfuldt lokaliseret sprogπλήρως μεταφρασμένη γλώσσα
ITfunktionelt sprogλειτουργική γλώσσα
ITfælles OCR sprogΚοινή γλώσσα ανάγνωσης οπτικών χαρακτήρων
ITfælles optisk sprogΚοινή γλώσσα ανάγνωσης οπτικών χαρακτήρων
ITgrænseflade i naturligt sprogδιεπαφή σε φυσική γλώσσα
lawHarmoniseringskontorets sprogγλώσσες του Γραφείου
commun.hemmeligt sprogμυστική γλώσσα
work.fl.hjælpetal for sprogγλωσσική υποδιαίρεση
IT, dat.proc.høj-niveau-sprogγλώσσα υψηλού επιπέδου
IT, dat.proc.høj-niveau-sprogγλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου
ITikke-algoritmisk sprogλιγότερο διαδικαστική γλώσσα
ITikke-algoritmisk sprogσχεσιακός Λογισμός
ITikke-algoritmisk sprogμη διαδικαστική γλώσσα
ITikke-algoritmisk sprogμη διαδικασιακή γλώσσα
econ.ikkeeuropæisk sprogμη ευρωπαϊκή γλώσσα
ITimperativt sprogγλώσσα διαδικασίας
ITimperativt sprogγλώσσα προσανατολισμένη στη διαδικασία
ITimperativt sprogδιαδικαστική γλώσσα
gov.indgående kundskaber i et sprogπλήρης γνώση μιας γλώσσας
lab.law.indgående kundskaber i et sprogσε βάθος γνώση μιας γλώσσας
gen.indgående kundskaber i et sprogεις βάθος γνώση μιας γλώσσας
ITindholdserklærende sprogγλώσσα δηλωτική περιεχομένου
ed.indlærning af et sprog,indlære et sprogεκμάθηση μιας γλώσσας
work.fl., social.sc.Information og dokumentation vedrørende mindre udbredte sprogπληροφόρηση και τεκμηρίωση για τις μειονοτικές γλώσσες
work.fl., social.sc.Information og dokumentation vedrørende mindre udbredte sprogΠληροφόρηση και τεκμηρίωση σε γλώσσες μειονωτήτων
comp., MSinstalleret sprogεγκατεστημένη γλώσσα
ed.intensiv undervisning i værtslandets sprogγρήγορη εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής
IT, dat.proc.interaktivt algebraisk sprogγλώσσα προγραμματισμού CAL
gen.isolerende sprogαπομονωτική γλώσσα
ITkalkulus-sprogμη διαδικασιακή γλώσσα
ITkalkulus-sprogγλώσσα Λογισμού
ITkalkulusbaseret sprogγλώσσα Λογισμού
ITkalkulusbaseret sprogμη διαδικασιακή γλώσσα
lawkendskab til fremmede sprogγνώση ξένης γλώσσας
ITkilde-sprogΑρχική γλώσσα
commun.klart sprogσαφής γλώσσα
gen.konventionelt sprogσυμβατική γλώσσα
IT, tech.kunstigt sprogτεχνητή γλώσσα
IT, tech.kunstigt sprogτυπική γλώσσα
econ.levende sprogζωντανή γλώσσα
ed.linje med latin-moderne sprogτμήμα λατινικών-σύγχρονων γλωσσών
ed.linje med matematik-naturvidenskab-levende sprogτμήμα σύγχρονων σπουδών
ed.lærer i moderne sprogκαθηγητής σύγχρονων γλωσσών
IT, el.maskinorienteret sprogγλώσσα μηχανής
ITmaskinorienteret sprogγλώσσα χαμηλού επιπέδου
ITmaskinuafhængigt sprogγλώσσα ανεξάρτητη από τον υπολογιστή
commun.meddelelse i klart sprogμήνυμα σε σαφή γλώσσα
ITmeget højt niveau sprogγλώσσα πολύ υψηλού επιπέδου
IT, dat.proc.mellemliggende sprogενδιάμεση γλώσσα
work.fl.menneskeligt sprogανθρώπινη γλώσσα
gen.mere udbredt sprogπερισσότερο διαδεδομένη γλώσσα
comp., MSMildt sprogΉπια φρασεολογία
h.rghts.act., social.sc.mindre udbredt sprogλιγότερο διαδεδομένη γλώσσα
social.sc.mindre-brugt sprogγλώσσα περιορισμένης χρήσης
social.sc.mindretallenes sprogμειονοτική γλώσσα
commun.multi-sproget ordbog for den internationale posttjenesteπολύγλωσσο λεξιλόγιο της διεθνούς ταχυδρομικής υπηρεσίας
comp., MSnaturligt sprogφυσική γλώσσα
ITobjektorienteret sprogγλώσσα σχέσεων αντικειμένων
IT, dat.proc.objekt-orienteret sprogγλώσσα προσανατολισμένη στο αντικείμενο
ITobjektorienteret sprogαντικειμενόστραφη γλώσσα
comp., MSobskønt, uanstændigt sprogπολύ άσεμνη γλώσσα
econ.officielt sprogεπίσημη γλώσσα
social.sc.officielt sprog, på hvilket der kan tales, men til hvilket der ikke foregår tolkningπαθητική χρήση μίας επίσημης γλώσσας
gen.praktisk beherskelse af sprogeneγνώση, σε επίπεδο εργασίας, των γλωσσών
IT, tech.problemorienteret sprogγλώσσα προσαρμοσμένη σε προβλήματα
ITproblemorienteret sprogγλώσσα προβλημάτων
IT, dat.proc.problemorienteret sprogπροβληματοστρεφής γλώσσα
econ.regionalt sprogτοπική γλώσσα
lawregler om sprogδιατάξεις σχετικά με τη γλώσσα της διαδικασίας
comp., MSsamling af sprogσυλλογή γλωσσών
lawsprog af ansøgningγλώσσα της αίτησης
el.sprog-eller diskriminationscifferψηφίο διάκρισης
el.sprog-eller diskriminationscifferψηφίο γλώσσας
ed.sprog Iγλώσσα I
ed.sprog Iμητρική γλώσσα
comp., MSsprog-idαναγνωριστικό γλώσσας
ed.sprog IIδεύτερη ξένη γλώσσα
comp., MSsprog til genkendelseγλώσσα αναγνώρισης
lawsprog,varemærkeansøgningen er indgivet påγλώσσα της αίτησης του σήματος
lawsprog ved bevisoptagelseγλώσσα της αποδεικτικής διαδικασίας
lawsprog ved mundtlig forhandlingγλώσσα της προφορικής διαδικασίας
ed., ITsproget i undervisningsmaterialetγλωσσικό μέρος του διδακτικού υλικού
lawsproget ved den nationale retγλώσσα του εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου
comp., MSsprogpakke med et sprogπακέτο μίας γλώσσας
IT, el.struktureret sprogδομημένη γλώσσα
ed.supplerende sprogσυμπληρωματική γλώσσα
work.fl., ITsynonymi i naturlige sprogσυνωνυμία σε φυσικές γλώσσες
IT, dat.proc.syntetisk sprogγλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου
IT, dat.proc.syntetisk sprogγλώσσα υψηλού επιπέδου
social.sc.såkaldte "små" sprogμειονοτική γλώσσα
social.sc., health.tab af tillært sprogσταδιακή απώλεια γλωσσικών γνώσεων
ITTACL-sprogαλυσωτά προηγμένη γλώσσα εντολών
work.fl.talt sprogομιλούμενη γλώσσα
lawtekst der er affattet på det andet sprog,som ansøgeren har angivetκείμενο συντεταγμένο στη δεύτερη γλώσσα την οποία υπέδειξε ο καταθέτης
commun.tekst i klart sprogκείμενο σε σαφή γλώσσα
ed.tilegnelse af sprogεκμάθηση γλωσσών
ed.tilegnelse af sprog i en tidlig alderαπό νεαρής ηλικίας εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας
ed.tilegnelse af sprog på et tidligt stadium i skolegangenαπό νεαρής ηλικίας εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας
comp., MStilgængeligt sprogδιαθέσιμη γλώσσα
ITtrykke i læseligt sprogεκτυπώνω ευδιάκριτα
ITudgangs-sprogγλώσσα εξόδου
med.udviklingsforstyrrelse af tale og sprogειδική διαταραχή ανάπτυξης της ομιλίας και γλώσσας
ed.undervisning i og udbredelse af medlemsstaternes sprogεκμάθηση και διάδοση των γλωσσών των κρατών μελών
lawundervisning i og udbredelse af Medlemsstaternes sprogεκμάθηση και διάδοση των γλωσσών των κρατών μελών
lawundervisning i og udbredelse af sprogεκμάθηση και διάδοση των γλωσσών
ed.undervisning i sprog på et tidligt stadium af skolegangenδιδασκαλία των ξένων γλωσσών σε άτομα πολύ μικρής ηλικίας; διδασκαλία των ξένων γλωσσών σε πρώιμη παιδική ηλικία
ITydre sprogεξωτερική γλώσσα

Get short URL