Subject | English | Greek |
health., lab.law. | accident while travelling | ατύχημα κατά τη διαδρομή |
social.sc. | accident while travelling | ατύχημα διαδρομής |
chem. | Avoid contact during pregnancy/while nursing. | Aποφεύγετε την επαφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης/ γαλουχίας. |
commun. | device for holding a connection on line while communicating with a person on another extension | διάταξη θέσης σε αναμονή μιας γραμμής |
polit., transp. | driving while intoxicated | οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος |
polit., transp. | driving while intoxicated | ανάρμοστη οδήγηση κατόπιν κατανάλωσης οινοπνεύματος |
commun., IT | listen-while-talking | εμμένουσα πολλαπλή πρόσβαση με ανίχνευση φέρουσας και ανίχνευση σύγκρουσης |
commun., IT | listen while transmitting | εμμένουσα πολλαπλή πρόσβαση με ανίχνευση φέρουσας και ανίχνευση σύγκρουσης |
coal. | measurement-while-drilling sensor | αισθητήρας για μέτρηση κατά τη γεώτρηση |
coal. | measurement-while-drilling sensor | αισθητήρας MWD |
nat.sc., agric., mech.eng. | meat cut while warm | τεμαχισμός κρέατος εν θερμώ |
h.rghts.act., UN | Special Rapporteur on the promotion and protection of human rights and fundamental freedoms while countering terrorism | Ειδικός εισηγητής για την προώθηση και την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών κατά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας |
commun. | track-while-scan | παρακολούθηση κατά τη σάρωση |
commun. | track-while-scan | παρακολούθηση κατά την σάρωση |
transp., mil., grnd.forc. | visual inspection of the components while the braking system is operated | οπτική επιθεώρηση των κατασκευαστικών στοιχείων ενόσω λειτουργεί το σύστημα πέδησης |
econ. | while allowing consumers a fair share of the resulting benefit | εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει |
patents. | while being aware of the use of a later Community trade mark | γνωρίζοντας άν και εγνώριζε τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος |
IT, dat.proc. | WHILE loop | επαναληπτικός βρόχος ισχύουσας συνθήκης |