Subject | English | Greek |
law | application for registration of a utility model | αίτηση για υπόδειγμα χρησιμότητας |
chem., el. | combination utility | κοινωφελής επιχείρηση μικτής παροχής |
law | Community utility model | κοινοτικό υπόδειγμα χρησιμότητας |
comp., MS | compression utility | βοηθητικό πρόγραμμα συμπίεσης (A software program that reduces a file's size for storage on a disk. If a compressed file is too large to fit onto a single disk, the compression utility copies it onto multiple disks) |
gen. | Data set utility program | Βοηθητικό πρόγραμμα ομάδων δεδομένων |
environ. | declaration of public utility | επίσημη αναγνώριση του κοινωφελούς χαρακτήρα |
environ. | declaration of public utility Administrative Act giving the right to take private property for public use | επίσημη αναγνώριση του κοινωφελούς χαρακτήρα |
commun., IT | disk directory list utility | βοήθημα καταλογογράφησης δίσκου καταλόγου |
commun., IT | disk examine utility | βοήθημα εξέτασης δίσκου |
IT | disk file utility | βοήθημα αρχειοφακέλου δίσκου |
IT | disk file utility | βοήθημα αρχείου δίσκου |
IT | disk/tape copy utility | βοήθημα αντιγραφής δίσκου/μαγνητοταινίας |
law | ease of assessment of the utility model | ευκολία αξιολόγησης του υποδείγματος χρησιμότητας |
law | effective scope of the utility model | πραγματική εμβέλεια του υποδείγματος χρησιμότητας |
gen. | European Utility Requirements | ευρωπαϊκές απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας |
transp., agric. | farm utility vehicle | αγροτικό όχημα |
IT, dat.proc. | file conversion utility | βοηθητικό μετατροπής αρχείου |
gen. | General utility function | Γενικές βοηθητικές λειτουργίες |
energ.ind. | German electricity utilities association | ΄Ενωση Γερμανών Ηλεκτροπαραγωγών |
law, patents. | Green Paper:The protection of utility models in the Single Market | Πράσινη Βίβλος-Η προστασία με υπόδειγμα χρησιμότητας στην ενιαία αγορά |
nat.sc. | hatched utility chick | εκκολαπτόμενος νεοσσός |
econ. | institution of public utility | οργανισμός κοινής ωφελείας |
commun. | marginal utility | περιθωριακή κατάληψη |
econ. | marginal utility | οριακή χρησιμότητα |
comp., MS | Microsoft PnP Utility | Βοηθητικό πρόγραμμα PnP της Microsoft (A command prompt utility used to add new driver packages to the driver store) |
IT, dat.proc. | Multi Attribute Utility Theory model | μοντέλο Θεωρίας Χρήσης Πολλαπλών Χαρακτηριστικών |
el. | network utility | δια-δικτυακή υπηρεσία |
commun. | network utility field | πεδία των δια-δικτυακών υπηρεσιών |
patents. | patents, utility models, designs or trademarks | διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πρότυπα χρήσεων, σχέδια ή σήματα |
gen. | process of liberalizing public utilities | απελευθέρωση του τομέα των βασικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας |
lab.law. | public services and utilities | δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας |
fin. | public utilities | μετοχές επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας |
law, econ. | public utilities | δημόσιες υπηρεσίες |
environ. | public utility | δημόσια επιχείρηση κοινής ωφελείας ΔΕΚΟ |
environ. | public utility | δημόσια επιχείρηση κοινής ωφελείας |
law, econ. | public utility company | δημόσιες υπηρεσίες |
law, construct. | public utility housing enterprise | επιχείρηση στέγασης κοινής ωφελείας |
gen. | public utility services | υπηρεσίες κοινής ωφελείας |
law, industr. | request for the grant of a utility model | αίτηση χορήγησης υποδείγματος χρησιμότητας |
interntl.trade. | reticulation of generally available public utilities | δικτύωση εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας |
gen. | Service routine:utility routine | Βοηθητική ρουτίνα |
transp. | sport utility vehicle | αυτοκίνητο όχημα ψυχαγωγίας/εργασίας ΟΨΕ |
el. | unbalance in the public utility network | ασυμμετρία στο δίκτυο διανομής |
el. | undertaking of public utility | οργανισμός κοινής ωφέλειας |
law | Utilities Directive | οδηγία οργανισμών κοινής ωφελείας |
interntl.trade. | Utilities Directive | Οδηγία 2004/17/EK περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών |
fin. | utilities tax | φόρος επιχειρήσεων κοινής ωφελείας |
transp. | utility aircraft | αεροπλάνο γενικής χρήσης |
IT, dat.proc. | utility area | περιοχή βοηθημάτων |
insur. | utility bonds | ομόλογα επιχειρήσεων κοινής ωφελείας |
transp. | utility car | όχημα επαγγελματικής χρήσης |
transp. | utility car | φορτηγάκι |
astronaut., transp. | utility category aeroplane | Αεροπλάνο γενικής χρήσης |
fin. | utility centre | σταθμός παραγωγής μέσων λειτουργίας |
industr. | utility certificate | πιστοποιητικό χρησιμότητας |
agric. | utility chick | νεοσσός ωφελιμότητας |
mater.sc. | utility fire | επιθυμητή φωτιά |
mater.sc. | utility fire | ελεγχόμενη φωτιά |
fin. | utility function | συνάρτηση ωφελιμότητας |
fin. | utility function | συνάρτηση χρησιμότητας |
gen. | utility functions | Γενικές βοηθητικές λειτουργίες |
chem., el. | utility gas | αέριο δίκτυου διανομής |
chem., el. | utility gas | αστικό αέριο |
transp. | utility glider | ανεμόπτερο εκπαίδευσης |
econ., transp. | utility goal | οικονομική ανάλυση προορισμού |
transp., avia. | utility helicopter | ελικόπτερο πολλαπλών ρόλων |
transp., avia. | utility helicopter | ελικόπτερο γενικής χρήσης |
stat. | utility in providing information | χρησιμότητα παροχής πληροφοριών |
el. | utility-interactive inverter | διαδραστικός αντιστροφέας οργανισμού κοινής ωφέλειας |
fin. | utility loan | δάνειο προς εταιρείες κοινής ωφέλειας |
econ. | utility market | αγορά υπηρεσιών κοινής ωφελείας |
law, industr. | utility model | υπόδειγμα χρησιμότητας |
econ. | utility of a good | χρησιμότητα ενός αγαθού |
earth.sc., el. | utility outlet | ρευματολήπτης μπαλαντέζας |
earth.sc., el. | utility outlet | ρευματοδότης γενικής χρήσης |
ecol. | utility parameter | παράμετρος χρηστικότητας |
IT | utility program | πρόγραμμα εξυπηρέτησης |
IT, tech. | utility program | πρόγραμμα γενικής-κοινής χρήσης |
IT | utility program | βοηθητικό πρόγραμμα |
IT | utility programme | πρόγραμμα εξυπηρέτησης |
IT | utility programme | βοηθητικό πρόγραμμα |
transp., mech.eng. | utility rocket | πύραυλος γενικής χρήσης |
transp. | utility role | ρόλος ωφελείας |
transp. | utility role | αποστολή εξυπηρέτησης |
IT, dat.proc. | utility routine | βοηθητική ρουτίνα |
IT | utility software | βοηθητικό λογισμικό |
transp. | utility tactical transport aerial system | αεροσκάφος αερομεταφορών τακτικού σχεδιασμού |
transp. | utility tactical transport aircraft | αεροσκάφος αερομεταφορών τακτικού σχεδιασμού |
fin. | utility tax | φόρος επιχειρήσεων κοινής ωφελείας |
stat. | utility theory | θεωρία χρησιμότητας |
transp. | utility value analysis | ανάλυση ωφέλιμης αξίας |
comp., MS | Windows Media Encoding Utility | βοηθητικό πρόγραμμα κωδικοποίησης Windows Media (A command-line utility for earlier versions of Windows Media Encoder, which encodes and broadcasts digital media content) |