DictionaryForumContacts

Terms containing unauthorized | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
gen.to combat unauthorized immigrationκαταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης
transp.device which prevents unauthorized openingμηχανισμός που εμποδίζει το άνοιγμα χωρίς άδεια
gen.flow of unauthorized immigrationκύμα παράνομης μετανάστευσης
ITunauthorized absenceαδικαιολόγητη απουσία
ITunauthorized accessανεξουσιοδότητη πρόσβαση
law, ITunauthorized access attemptαπόπειρα ανεξουσιοδότητης πρόσβασης
law, ITunauthorized denial of serviceανεξουσιοδότητη άρνηση υπηρέτησης
law, ITunauthorized destructionανεξουσιοδότητη διαγραφή
law, ITunauthorized disclosure of dataανεξουσιοδότητη κοινολόγηση
environ.unauthorized dumpingανεξέλεκτη απόθεση
environ.unauthorized dumpingανεξέλεγκτη απόρριψη
lawunauthorized immigration, residence and work by nationals of third countries on the territory of Member Statesπαράνομη μετανάστευση,διαμονή και εργασία υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος κρατών μελών
insur.unauthorized insuranceμη εγκεκριμένη ασφάλιση
law, ITunauthorized modification of dataανεξουσιοδότητη τροποποίηση
nucl.phys.unauthorized removal of nuclear materialαφαίρεση χωρίς εξουσιοδότηση πυρηνικού υλικού
ITunauthorized reprogrammingεπαναπρογραμματισμός άνευ αδείας
law, ITunauthorized restrictionανεξουσιοδότητος περιορισμός
lawunauthorized use of variety constituentχρησιμοποίηση συστατικού άνευ σχετικής άδειας
transp.unauthorized use of vehicleχρήση του οχήματος άνευ αδείας του ιδιοκτήτη
ITunauthorized userανεξουσιοδότητο πρόσωπο

Get short URL