Subject | English | Greek |
tech., law, el. | closed distribution system operator | διαχειριστής κλειστού συστήματος διανομής |
tech., law, el. | connecting closed distribution system operator | συνδετικός διαχειριστής κλειστού συστήματος διανομής |
tech., law, el. | connecting distribution system operator | συνδετικός διαχειριστής συστήματος διανομής |
transp., avia. | dedicated System Panel Operator | ορισμένος χειριστής πίνακα συστημάτων |
environ., energ.ind. | distribution system operator | διαχειριστής συστήματος διανομής |
energ.ind., el. | electricity transmission system operator | διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |
energ.ind. | European Network of Transmission System Operators | Ευρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς |
el. | European Network of Transmission System Operators for Electricity | Ευρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας |
energ.ind. | European Network of Transmission System Operators for Gas | Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Αερίου |
energ.ind. | European Transmission System Operators | Ευρωπαϊκοί Φορείς Εκμετάλλευσης των Συστημάτων Μεταφοράς |
energ.ind. | gas transmission system operator | διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |
energ.ind. | LNG system operator | διαχειριστής συστήματος ΥΦΑ |
commun. | multiple system operator | τηλεφωνήτρια πολλαπλών συστημάτων |
IT | operator of man-made systems | χειριστής ανθρωπογενών συστημάτων |
commun., el. | operator system | σύστημα χειριστή |
commun., el. | operator system | σύστημα εξυπηρέτησης κίνησης |
fin. | payment systems operator | φορέας εκμετάλλευσης συστήματος πληρωμών |
commer., energ.ind. | small distributor, small distribution system operator and small retail energy sales company | μικροδιανομέας, μικρός διαχειριστής συστημάτων διανομής και μικροεταιρεία λιανικής πώλησης |
commun., IT | stand alone operator system | αυτοδύναμο σύστημα χειριστριών |
energ.ind. | storage system operator | διαχειριστής συστήματος αποθήκευσης |
el. | system operator | φορέας διαχείρισης δικτύου' διαχειριστής δικτύου |
transp., avia. | system panel operator | χειριστής συστημάτων πίνακα |
transp., avia. | system panel operator | χειριστής πίνακα συστημάτων |
energ.ind. | transmission system operator | φορέας εκμετάλλευσης των συστημάτων μεταφοράς; διαχειριστής συστήματος μεταφοράς' διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |
energ.ind., el. | transmission system operator | διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |