Subject | English | Greek |
ed. | academic recognition of diplomas, study periods and studies carried | ακαδημαϊκή αναγνώριση των διπλωμάτων, των περιόδων και των σπουδαστικών επιχορηγήσεων / εκδόσεων |
ed. | admission for study purposes | εισδοχή για λόγους σπουδών |
gen. | African Centre for the Study and Research on Terrorism | Αφρικανικό Κέντρο Μελετών και Ερευνών για την Τρομοκρατία |
interntl.trade. | Agreement establishing the Terms of Reference of the International Jute Study Group, 2001 | Συμφωνία για την κατάρτιση των όρων εντολής της Διεθνούς Ομάδας Μελέτης της Γιούτας, 2001 |
fin., agric. | Agreement establishing the Terms of Reference of the International Jute Study Group | συμφωνία για τον καθορισμό της εντολής της Διεθνούς Ομάδας Μελέτης της Γιούτας |
social.sc. | Austrian Study Centre for Peace and Conflict Resolution | Αυστριακό Κέντρο Μελετών για την Ειρήνη και την Επίλυση των Συγκρούσεων |
commun. | CCIR Study Group | ομάδα μελετών της CCIR |
ed. | Centre for supervised study and recreation | χώρος μελέτης και ψυχαγωγίας υπό την εποπτεία του διδακτικού προσωπικού |
fin., econ., R&D. | Centre for the Advancement and Study of the European Currency | Κέντρο προώθησης και έρευνας για το ευρωπαϊκό νόμισμα |
med. | colon transit study with Salozapyrin | δοκιμασία σαλαζοπυρίνης |
med. | colon transit study with sulfasalazine | δοκιμασία σαλαζοπυρίνης |
med. | colon transit study with sulphasalazine | δοκιμασία σαλαζοπυρίνης |
fin. | Committee for the Study of Economic and Monetary Union | επιτροπή επιφορτισμένη με τη μελέτη και την πρόταση συγκεκριμένων σταδίων που θα οδηγήσουν στην οικονομική και νομισματική ένωση |
gen. | Council on International Cooperation in the Study and Utilisation of Outer Space | Συμβούλιο διεθνούς συνεργασίας για την εξερεύνηση και τη χρησιμοποίηση του εξω- ατμοσφαιρικού διαστήματος |
nat.sc., environ. | ecological study of populations | οικολογική μελέτη πληθυσμών |
ed. | Euro-study-tour | ευρωπαϊκό ταξιδιωτικό πρόγραμμα μελετών |
gen. | Euro-Mediterranean Study Commission | Ευρωμεσογειακή Επιτροπή Σπουδών |
fin. | European Customs Union Study Group | `Oμιλος Mελετών για την Eυρωπαïκή Tελωνειακή `Eνωση |
med. | final study report | τελική αναφορά επί της μελέτης |
health. | full study report | πλήρης έκθεση μελέτης |
health., lab.law. | Handynet Study Group on Thesaurus | Ομάδα Μελέτης του Handynet Thesaurus |
energ.ind. | high-energy study centre | κέντρο μελέτης υψηλών ενεργειών |
fin., ed. | Institute for the Study of the Greek Economy | Ινστιτούτο Μελετών της Ελληνικής Οικονομίας |
ed. | intensive study of the language of the host country | γρήγορη εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής |
gen. | Interministerial Committee for the Study of the Export of War Weapons | Διυπουργική Επιτροπή για τη μελέτη των εξαγωγών υλικού πολέμου |
ed. | International Association for the study and Promotion of audiovisual and structuroglobal methods | Διεθνής Σύνδεσμος για τη μελέτη και την προώθηση οπτικοακουστικών και δομοσφαιρικών μεθόδων |
industr. | International Copper Study Group | διεθνής ομάδα μελετών για το χαλκό |
fin., agric., industr. | International Jute and Jute products Study Group | Διεθνής Ομάδα Μελέτης της Γιούτας |
interntl.trade. | International Jute Study Group | Διεθνής Ομάδα Μελέτης για τη Γιούτα |
fin., agric., industr. | International Jute Study Group | Διεθνής Ομάδα Μελέτης της Γιούτας |
fin., industr. | International Lead and Zinc Study Group | διεθνής οµάδα μελετών για το μόλυβδο και τον ψευδάργυρο |
interntl.trade., met., UN | International Nickel Study Group | Διεθνής ομάδα μελέτης για το νικέλιο |
industr. | International Nickel Study Group | διεθνής ομάδα μελετών για το νικέλιο |
interntl.trade., UN | International Rubber Study Group | Διεθνές Ινστιτούτο Μελετών για το Καουτσούκ |
polit. | International Study Group on Copper | διεθνής ομάδα μελέτης για το χαλκό |
industr. | International Tin Study Group | διεθνής ομάδα μελετών για τον κασσίτερο |
gen. | joint study group | μικτή ομάδα μελέτης |
transp. | joint study of a vehicle | συλλογική μελέτη οχήματος |
ed. | Joint Study Programme | κοινό πρόγραμμα σπουδών |
law, lab.law. | motion and time study analyst | χρονομέτρης αναλυτής |
tech. | pre-normative study in calibration | προτυποποιητική μελέτη βαθμονόμησης |
commun., IT | privacy protection study commission | επιτροπή μελέτης για την προστασία του ιδιωτικού περιβάλλοντος |
IT | production time-study technician | τεχνικός για χρονομελέτη παραγωγής |
lab.law. | programme of study visits | πρόγραμμα εκπαιδευτικών επισκέψεων |
ed. | Programme of study visits for decision-makers in the educational field | σχέδιο για επισκέψεις μελέτης ειδημόνων σε θέματα εκπαίδευσης και διοικητικών |
ed. | Programme of Study Visits for Education Specialists | Πρόγραμμα επισκέψεων μελέτης για ειδικούς στον τομέα της εκπαίδευσης |
ed. | Programme of study visits for education specialists | Πρόγραμμα επισκέψεων μελέτης για ειδικούς στον τομέα της εκπαίδευσης |
health. | robust study summary | ουσιαστική περίληψη μελέτης |
ed. | short study visits for specific purposes | σπουδές για ειδικό σκοπό με σύντομη διάρκεια |
nat.sc. | space radiation study center | κέντρο μελετών διαστημικών ακτινοβολιών |
nat.sc. | space radiation study centre | κέντρο μελετών διαστημικών ακτινοβολιών |
IT, social.sc. | strategic study on language engineering | στρατηγική μελέτη για τη μηχανική της γλώσσας |
law, commun. | study and service contract | σύμβαση μελέτης και παροχής υπηρεσιών |
tech. | study audit | εσωτερικός έλεγχοςaudit |
gen. | Study Audits Guidance for the conduct of - | Ελεγχος των εργαστηριακών μελετών Οδηγίες για τη διεξαγωγή των - |
ed. | study bursary | υποτροφία για σπουδές |
ed. | study bursary | υποτροφία |
law | Study Centre for the Application of Community Criminal and Financial Law | Κέντρο μελετών για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε ποινικά και οικονομικά θέματα |
med. | study conducted on an empty stomach | μελέτη που διεξάγεται με άδειο στομάχι |
gen. | study contract | σύμβαση για την εκπόνηση μελετών |
gen. | study day | ημερίδα μελέτης |
gen. | Study days | Ημέρα Εργασιών |
lab.law. | study directed towards the world of work | σπουδές προσανατολισμένες προς τον κόσμο της εργασίας |
ed. | study grant | υποτροφία για σπουδές |
ed. | study grant | υποτροφία |
comp., MS | study group | ομάδα μελέτης (A student collaboration group where studying can be organized and managed online) |
interntl.trade., agric. | Study Group | Ομάδα Προβληματισμού; Ομάδα Μελέτης |
gen. | study group | ομάδα μελέτης |
transp., avia. | Study Group of Alternates | Ομάδα μελέτης των πολιτικών και στρατιωτικών αναπληρωτών της Μόνιμης Επιτροπής ; Ομάδα μελέτης των αναπληρωτών |
transp., avia. | Study Group of the Civil and Military Alternates to the Members of the Permanent Commission | Ομάδα μελέτης των πολιτικών και στρατιωτικών αναπληρωτών της Μόνιμης Επιτροπής ; Ομάδα μελέτης των αναπληρωτών |
fin. | Study Group on PRISM-Cross-border initiatives | ομάδα μελέτης "Prism - διασυνοριακές πρωτοβουλίες" |
gen. | study groups which are to draw up own-initiative opinions | ομάδες μελέτης που επεξεργάζονται γνωμοδοτήσεις πρωτοβουλίας |
polit. | study journey | αποστολή μελέτης |
polit. | study mission | αποστολή μελέτης |
health. | study of biocenoses | μελέτη βιοκενώσεως |
lab.law. | study of career management | μελέτη για τη διαχείριση των σταδιοδρομιών |
med. | study of male fertility | μελέτη της ανδρικής γονιμότητας |
med. | study of mollusks | μαλακοζωολογία |
med. | study of mollusks | μελέτη των μαλακίων |
med. | study of mollusks | μαλακολογία |
med. | study of reproductive function | έλεγχος της αναπαραγωγικής λειτουργίας |
life.sc. | study of tides | μελέτη των παλλιροιών |
IT, social.sc. | Study programme in the field of social consequences of information technology | Πρόγραμμα μελετών που αφορά τις κοινωνικές επιπτώσεις των τεχνολογιών πληροφορικής |
pharma. | study protocol | πρωτόκολλο |
pharma. | clinical study protocol | πρωτόκολλο |
health. | study summary | περίληψη μελέτης |
gen. | study unit | ομάδα μελέτης |
ed. | study visit | επίσκεψη μελέτης |
ed. | study visits | επισκέψεις μελέτης |
ed. | study visits | εκπαιδευτικά ταξίδια |
ed. | study visits | εκπαιδευτική επίσκεψη; μορφωτική επίσκεψη |
ed. | Study Visits Scheme for education specialists and administrators | σχέδιο για επισκέψεις μελέτης ειδημόνων σε θέματα εκπαίδευσης και διοικητικών |
commer., polit., interntl.trade. | Terms of Reference of the International Copper Study Group | Καταστατικό Διεθνούς Ομάδας Μελετών για το χαλκό |
gen. | Terms of Reference of the International Nickel Study Group | Καταστατικό Διεθνούς Ομάδας Μελετών για το νικέλιο |
interntl.trade. | Terms of Reference of the International Tin Study Group | Καταστατικό Διεθνούς Ομάδας Μελετών για τον κασσίτερο |
med. | this study was poorly reported | η μελέτη αυτή ανακοινώθηκε ελλιπώς |
law, lab.law. | time study analyst | χρονομέτρης αναλυτής |
law, lab.law. | time study engineer | χρονομέτρης αναλυτής |
lab.law. | time study sheet | χάρτης μελέτης της εργασίας |
law, lab.law. | time-study sheet | χρονομέτρηση |
med. | toxicity study to determine the safety of orally administered residues | μελέτη της τοξικότητας των καταλοίπων δια της στοματικής οδού |
ed. | transfer of credits for periods of study abroad | αναγνώριση των περιόδων σπουδών που πραγματοποιούνται στο εξωτερικό |
social.sc., ed. | transition from study to working life | μετάβαση από τις σπουδές στην επαγγελματική ζωή |
energ.ind. | Windmill Study and Experimentation Centre | Κέντρο Μελετών και Δοκιμών για Ανεμογεννήτριες |
law, lab.law. | work study analyst | αναλυτής της εργασίας |
lab.law. | work study practitioner | ειδικός στην ανάλυση της εργασίας |
gen. | Working Party on the European Foundation for the Study of Eastern Europe | Ομάδα Εργασίας "Ευρωπαϊκό ΄Ιδρυμα ΄Ερευνας για την Ανατολική Ευρώπη" |