Subject | English | Greek |
ed. | academic recognition of diplomas and periods of study | ακαδημαϊκή αναγνώριση των τίτλων και των περιόδων σπουδών |
law | academic recognition of diplomas and periods of study | ακαδημαϊκή αναγνώριση διπλωμάτων και περιόδων σπουδών |
ed. | academic recognition of diplomas, study periods and studies carried | ακαδημαϊκή αναγνώριση των διπλωμάτων, των περιόδων και των σπουδαστικών επιχορηγήσεων / εκδόσεων |
transp., tech. | accident study | ατυχηματολογική έρευνα |
transp., tech. | accident study | έρευνα για ατυχήματα |
transp., tech. | accident study | έρευνα ατυχημάτων |
ed. | account to be taken of periods of study | ακαδημαϊκή αναγνώριση των περιόδων σπουδών |
environ. | Acidic Precipitation in Ontario Study | μελέτη των όξινων βροχών στο Οντάριο |
gen. | activity studies | μελέτη δραστηριοτήτων |
fin. | adjustment study | μελέτη διαδικασιών προσαρμογής |
ed. | admission for study purposes | εισδοχή για λόγους σπουδών |
earth.sc. | aerosol agglomeration study | μελέτη συσσωμάτωσης αερολυμάτων |
econ. | African Centre for Monetary Studies | Aφρικανικό Kέντρο Nομισματικών Mελετών |
gen. | African Centre for the Study and Research on Terrorism | Αφρικανικό Κέντρο Μελετών και Ερευνών για την Τρομοκρατία |
interntl.trade. | Agreement establishing the Terms of Reference of the International Jute Study Group, 2001 | Συμφωνία για την κατάρτιση των όρων εντολής της Διεθνούς Ομάδας Μελέτης της Γιούτας, 2001 |
fin., agric. | Agreement establishing the Terms of Reference of the International Jute Study Group | συμφωνία για τον καθορισμό της εντολής της Διεθνούς Ομάδας Μελέτης της Γιούτας |
IT | applications study | μελέτη εφαρμογών |
econ. | Arab Centre for Studies of Arid Zones and Dry Lands | Aραβικό Kέντρο Mελέτης Zωνών Ξηρασίας και `Aνυδρων Eδαφών |
IT | ASSET-feasibility study | αυτόματη υποστήριξη για μηχανική τεχνολογία λογισμικού |
IT | ASSET-feasibility study | ASSET-μελέτη σκοπιμότητας |
social.sc., R&D. | Association of Institutes for European Studies | Ενωση Ινστιτούτων Ευρωπαϊκών Σπουδών |
social.sc. | Austrian Study Centre for Peace and Conflict Resolution | Αυστριακό Κέντρο Μελετών για την Ειρήνη και την Επίλυση των Συγκρούσεων |
ed. | Baccalaureate in Modern Studies | απολυτήριο τμήματος σύγχρονων σπουδών |
med. | barium contrast study | βαριούχος υποκλυσμός |
med. | barium contrast study | βαριούχος κατάποση |
med. | barium study | βαριούχος υποκλυσμός |
med. | barium study | βαριούχος κατάποση |
commun., transp. | before and after study | μελέτη "πριν και μετά" |
fin., industr. | benchmarking study | οροθετική μελέτη |
pharma. | bioavailability study | μελέτη βιοδιαθεσιμότητας |
med., pharma., R&D. | blind study | τυφλή μελέτη |
med., pharma., R&D. | blinded study | τυφλή μελέτη |
commer. | brand market penetration studies | προώθηση της εμπορικής ταυτότητας |
commer. | brand market penetration studies | προώθηση του διακριτικού τίτλου |
commer. | brand market penetration studies | marketing του διακριτικού τίτλου |
med. | bridging study | συγκριτική μελέτη |
med. | briefly reported study | βραχεία ανακοίνωση μελέτης |
commun., IT | busy study | μελέτη κίνησης |
med. | carcinogenicity study | μελέτη καρκινογένεσης |
med. | carmine swallow study | δοκιμασία καρμινίου |
stat. | case comparison study | έρευνα ασθενών-μαρτύρων |
stat. | case comparison study | έρευνα ασθενών μαρτύρων |
stat. | case compeer study | έρευνα ασθενών-μαρτύρων |
stat. | case compeer study | έρευνα ασθενών μαρτύρων |
stat. | case reference study | έρευνα ασθενών-μαρτύρων |
stat. | case reference study | έρευνα ασθενών μαρτύρων |
stat. | case referent study | έρευνα ασθενών-μαρτύρων |
stat. | case referent study | έρευνα ασθενών μαρτύρων |
R&D. | case study | μελέτες περιπτώσεων |
econ. | case study | περιπτωσιολογική μελέτη |
med. | case study | μελέτη περιστατικών |
med., pharma. | case-control study | μελέτη ασθενών - μαρτύρων |
stat. | case-control study | έρευνα ασθενών-μαρτύρων |
math. | case-control study | τον έλεγχο της μελέτης |
math. | case-control study | νομολογία του Δικαστηρίου |
math. | case-control study | επιλογή με βάση δειγματοληψία |
math. | case-control study | αναδρομική μελέτη |
math. | case-control study | περίπτωση αναφερόμενο μελέτη |
stat. | case-control study | έρευνα ασθενών μαρτύρων |
math. | case-referent study | νομολογία του Δικαστηρίου |
math. | case-referent study | επιλογή με βάση δειγματοληψία |
math. | case-referent study | τον έλεγχο της μελέτης |
math. | case-referent study | περίπτωση αναφερόμενο μελέτη |
math. | case-referent study | αναδρομική μελέτη |
met. | cast steel node-engineering study | τεχνική μελέτη σχετικά με τους συγκολλημένους αρμούς κατασκευών από χυτευμένο χά λυβα |
med. | catheter study | μελέτη καθετηριασμού |
commun. | CCIR Study Group | ομάδα μελετών της CCIR |
agric. | Centre for European Agricultural Studies | Κέντρο Ευρωπαϊκών Αγροτικών Μελετών |
gen. | Centre for European Policy Studies | Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής |
law, h.rghts.act., social.sc. | Centre for Legal and Social Studies | Κέντρο Νομικών και Πολιτικών Μελετών |
ed. | Centre for supervised study and recreation | χώρος μελέτης και ψυχαγωγίας υπό την εποπτεία του διδακτικού προσωπικού |
fin., econ., R&D. | Centre for the Advancement and Study of the European Currency | Κέντρο προώθησης και έρευνας για το ευρωπαϊκό νόμισμα |
health., ed., school.sl. | certificate of specialised studies in medicine | πιστοποιητικό ειδικών σπουδών ιατρικής |
work.fl., commun. | channel study | μελέτη καναλιού |
life.sc., environ. | climatic impact study | μελέτη κλιματικών επιπτώσεων |
med. | clinical performance study | μελέτη κλινικών επιδόσεων |
stat. | clinical study | κλινική μελέτη |
math. | clinical study | κλινικές δοκιμές |
med. | clinical-pharmacological study | κλινική-φαρμακολογική μελέτη |
med. | cohort study | μελέτη σειράς |
stat. | cohort study | μελέτη κοορτής |
med. | cohort study | μελέτη κοόρτης |
scient. | collaborative study | δοκιμή δακτυλίου |
med. | colon transit study | προσδιορισμός του χρόνου εντερικής διάβασης |
med. | colon transit study with Salozapyrin | δοκιμασία σαλαζοπυρίνης |
med. | colon transit study with sulfasalazine | δοκιμασία σαλαζοπυρίνης |
med. | colon transit study with sulphasalazine | δοκιμασία σαλαζοπυρίνης |
fin. | Committee for the Study of Economic and Monetary Union | επιτροπή επιφορτισμένη με τη μελέτη και την πρόταση συγκεκριμένων σταδίων που θα οδηγήσουν στην οικονομική και νομισματική ένωση |
med. | co-morbidity study | μελέτη συνοδού νοσηρότητας |
health., pharma. | comparative observational study | συγκριτική μελέτη παρατήρησης |
econ. | comparative study | συγκριτική μελέτη |
ed. | comprehensive European inter-university programme of exchanges and studies | συνολικό ευρωπαϊκό διαπανεπιστημιακό πρόγραμμα ανταλλαγών και σπουδών |
construct. | comprehensive study | συνοπτική μελέτη |
med. | concurrent study | συγχρονική έρευνα |
med. | contrast study | ραδιολογική εξέτασις με αδιαφανές μέσο |
nat.sc., chem. | cooperative study | Eνδοεργαστηριακή εξέταση |
econ. | cost effectiveness study | προβλέψεις αποδοτικότητας |
gen. | Council on International Cooperation in the Study and Utilisation of Outer Space | Συμβούλιο διεθνούς συνεργασίας για την εξερεύνηση και τη χρησιμοποίηση του εξω- ατμοσφαιρικού διαστήματος |
work.fl., IT | critical-incident study | μελέτη κρίσιμων περιστατικών |
work.fl., IT | critical-incident-decision study | μελέτη απόφασης κρίσιμων περιστατικών |
med. | cross-national longitudinal study | διεθνική διαχρονική μελέτη |
stat. | cross-sectional study | ανάλυση διατομής |
econ. | cross-sectional study | συγχρονική μελέτη |
health., life.sc. | cytogenicity study | μελέτη κυτταρογένεσης |
work.fl., IT | demand study | μελέτη ζήτησης |
work.fl., IT | demand study | μελέτη απαιτήσεων |
health. | dermal absorption study | μελέτη για την απορρόφηση διά του δέρματος |
health. | dermal absorption study | μελέτη δερματικής απορροφήσεως |
gen. | descriptive and analytical study | περιγραφική αναλυτική μελέτη |
med. | descriptive study | περιγραφική μελέτη |
med. | descriptive study | περιγραφική έρευνα |
IT | desirability study | μελέτη σκοπιμότητας |
environ. | desk study | δευτερογενής επιτελική μελέτη |
environ. | desk study No definition needed | δευτερογενής επιτελική μελέτη |
med. | diagnostic clinical performance study | μελέτη κλινικών επιδόσεων |
work.fl., IT | dissemination study | μελέτη διάχυσης των πληροφοριών |
ed. | distance study | εξ αποστάσεως εκπαίδευση |
ed. | distance study | τηλεμαθήματα |
ed. | distance study | τηλεδιδασκαλία |
ed., IT | distance study | τηλεμάθηση |
ed. | distance study | σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου δι'αλληλογραφίας |
ed. | distance study | σπουδές από απόσταση |
ed., IT | distance study | τηλεκπαίδευση |
ed., IT | distance study | τηλεκατάρτιση |
ed., IT | distance study | εξ αποστάσεως κατάρτιση |
ed. | distance study | τηλεμαθητεία |
ed., IT | distance study | εκπαίδευση εξ αποστάσεως |
stat., scient. | domain of study | περιοχή μελέτης |
stat. | domain of study | περιοχή της μελέτης |
scient., nat.sc. | dose range-finding study | μελέτη καθορισμού της δοσολογίας |
scient., nat.sc. | dose range-finding study | δοκιμή για τον καθορισμό της κλίμακας των δόσεων |
scient., nat.sc. | dose-finding study | μελέτη καθορισμού της δοσολογίας |
scient., nat.sc. | dose-finding study | δοκιμή για τον καθορισμό της κλίμακας των δόσεων |
scient., nat.sc. | dose-ranging study | μελέτη καθορισμού της δοσολογίας |
scient., nat.sc. | dose-ranging study | δοκιμή για τον καθορισμό της κλίμακας των δόσεων |
med. | double-blind study | διπλά καλυμμένο πείραμα |
med., pharma., R&D. | double-blind study | διπλά τυφλό |
med. | double-blind study | διπλά τυφλό πείραμα |
med. | double-blind study | διπλά τυφλή δοκιμασία |
health., pharma. | drug utilisation study | μελέτη για τη χρήση του φαρμάκου |
transp. | Dutch Centre for Transport Studies and Training | ΄Ιδρυμα για την έρευνα των μεταφορών και την επαγγελματική κατάρτιση |
med. | echotomographic study | ηχοτομογραφική μελέτη |
stat. | ecologic study | οικολογική μελέτη |
nat.sc., environ. | ecological study of populations | οικολογική μελέτη πληθυσμών |
econ., market. | economic study | μελέτη οικονομικής απόδοσης |
econ., fin. | eligibility study | μελέτη επιλεξιμότητας του σχεδίου |
med. | embryotoxicity study | μελέτη εμβρυακής τοξικότητας |
med. | endocavitary electrophysiological study | ενδοκοιλιακή ηλεκτροφυσιολογική διερεύνηση |
ed., empl. | engineering studies | εφαρμοσμένη μηχανική |
ed. | engineering studies | σπουδές Μηχανολογίας |
environ. | environmental impact study Survey conducted to ascertain the conditions of a site prior to the realization of a project, to analyze its possible impacts and compensative measures | μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων |
environ. | environmental impact study | μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων |
ed. | environmental studies | μελέτη του περιβάλλοντος |
ed. | environmental studies | εξοικείωση με το περιβάλλον |
environ. | environmental study A document submitted by an applicant in support of an undertaking which identifies the environmental impacts of the proposed undertaking and its alternatives | περιβαλλοντική μελέτη |
environ. | environmental study | περιβαλλοντική μελέτη |
health., pharma. | epidemiological method for a post-authorisation safety study | επιδημιολογικές μέθοδοι για μελέτες ασφαλείας μετά τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας |
med. | epidemiological study | επιδημιολογική μελέτη |
med. | epidemiological study | επιδημιολογικές μελέτες |
med. | epizootiological study | επιζωοτιολογική μελέτη |
med. | esophagogastroduodenal barium swallow study | οισοφαγο-γαστρο-δωδεκαδακτυλική βαριούχος διάβαση |
med. | etiologic study | αιτιολογική μελέτη |
ed. | Euro-study-tour | ευρωπαϊκό ταξιδιωτικό πρόγραμμα μελετών |
gen. | Euro-Mediterranean Study Commission | Ευρωμεσογειακή Επιτροπή Σπουδών |
ed. | European Community Studies Association | Ενωση Σπουδών Ευρωπαϊκής Κοινότητας |
ed. | European Convention on the Equivalence of Periods of University Study | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την ισοτιμία των περιόδων πανεπιστημιακών σπουδών |
fin. | European Customs Union Study Group | `Oμιλος Mελετών για την Eυρωπαïκή Tελωνειακή `Eνωση |
gen. | European Institute of Police Studies | Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Αστυνομικών Μελετών |
ed. | European integration in university studies | Διδασκαλία θεμάτων ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο πανεπιστήμιο |
work.fl., IT, transp. | evaluation study | μελέτη αποτίμησης |
work.fl., IT, transp. | evaluation study | μελέτη αξιολόγησης |
environ. | experimental study Study based on experimentation | πειραματική μελέτη |
work.fl., IT | experimental study | πειραματική μελέτη |
health. | exposure study | μελέτη της έκθεσης |
ed. | extended primary school studies | τμήμα παρατεταμένης φοίτησης στο δημοτικό σχολείο |
ed. | extended primary studies | δημοτικό σχολείο παρατεταμένης φοίτησης |
med. | Fe59 study | δοκιμασία με σίδηρο 59 |
R&D. | feasibility study | μελέτη σκοπιμότητας; μελέτη εφικτότητας |
econ. | feasibility study | μελέτη σκοπιμότητας |
health., nat.sc. | fertility study | μελέτη γονιμότητας |
social.sc. | field study | επιτόπου μελέτη |
environ. | field study Scientific study made in the open air to collect information that can not be obtained in a laboratory | μελέτη πεδίου |
social.sc. | field study | μελέτη επί του πεδίου |
stat. | field study | επιτόπια έρευνα |
environ. | field study Scientific study made in the open air to collect information that can not be obtained in a laboratory | επιτόπια έρευνα |
environ. | field study | μελέτη πεδίου/επιτόπια έρευνα |
social.sc. | field study | εξωεργαστηριακή μελέτη |
med. | final study report | τελική αναφορά επί της μελέτης |
med. | follow-up study | ιατρική παρακολούθησις μακράς διαρκείας |
med. | follow-up study | μελέτη παρακολούθησης |
life.sc. | forward mutation study | μελέτη πρόσω μεταλλάξεων |
med. | forward mutation study | μελέτη πρόσω μετάλλαξης |
econ. | forward studies | μελέτη προοπτικών |
gen. | Forward Studies Unit | Ομάδα μελέτης προοπτικών |
commun., IT | forward-looking study | μελέτη προοπτικών |
health. | full study report | πλήρης έκθεση μελέτης |
social.sc. | gender studies | σπουδές του φύλου |
ed. | general studies | γενικά μαθήματα |
law, fin. | general study | γενική μελέτη |
ed., school.sl. | general university studies diploma | προδίπλωμα γενικών πανεπιστημιακών σπουδών |
gen. | geoprospective study | γεωλογικές έρευνες |
earth.sc. | geotechnical study | γεωτεχνική μελέτη |
ed., school.sl. | graduate in commercial studies | πτυχιούχος εμπορικών σπουδών |
ed. | Greek Centre of European Studies | Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών |
health. | group case study | ομαδική μελέτη περιπτώσεως |
health., lab.law. | Handynet Study Group on Thesaurus | Ομάδα Μελέτης του Handynet Thesaurus |
energ.ind. | high-energy study centre | κέντρο μελέτης υψηλών ενεργειών |
ed. | Higher Institute for Business Studies | Ανώτατο Ινστιτούτο Επιχειρήσεων |
gen. | Higher Institute for National Defence Studies | Ινστιτούτο Ανωτέρων Σπουδών Εθνικής ΄Αμυνας |
earth.sc. | high-tension diode study | μελέτη με διόδους υψηλής τάσης |
med. | historical cohort study | έρευνα ιστορικής ομάδας πληθυσμού |
med. | historical cohort study | έρευνα ιστορικής κοόρτης |
stat. | historical prospective study | ιστορική προοπτική μελέτη |
stat. | historical prospective study | προοπτικές μελέτες |
pharma. | human intervention study | μελέτη παρέμβασης |
ed. | impact and evaluation studies | μελέτη του αντίκτυπου και μελέτη αξιολόγησης |
environ., construct. | impact study | συγκέντρωση αεροσωματιδίων |
environ., construct. | impact study | συγκέντρωση αεροζόλ |
econ. | impact study | μελέτη επιπτώσεων |
environ., construct. | impact study | περιεκτικότητα σε αερολύματα |
med. | in vivo cytogenetic study | κυτταρογενετική μελέτη in vivo |
work.fl., IT | indirect study | έμμεση μελέτη |
ed. | information centre on the academic recognition of diplomas and periods of study | κέντρο ενημέρωσης σχετικά με την ακαδημαϊκή αναγνώριση των διπλωμάτων και των περιόδων σπουδών |
med. | initiation-promotion study | μελέτη έναρξης-προαγωγής |
gen. | Institute for Security Studies | Ινστιτούτο Μελετών για θέματα Ασφάλειας |
fin., ed. | Institute for the Study of the Greek Economy | Ινστιτούτο Μελετών της Ελληνικής Οικονομίας |
ed. | Institute of Advanced European Studies | Ινστιτούτο Ανωτέρων Ευρωπαϊκών Σπουδών |
ed. | Institute of Advanced European Studies | Ινστιτούτο Ανωτάτων Ευρωπαϊκών Σπουδών |
ed. | integrated and fully recognised period of study | ολοκληρωμένη και πλήρως αναγνωρισμένη περίοδος σπουδών |
ed. | intensive study of the language of the host country | γρήγορη εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής |
gen. | interdisciplinary studies | διατομεακή κατάριση |
scient. | interlaboratory study | δοκιμή δακτυλίου |
gen. | Interministerial Committee for the Study of the Export of War Weapons | Διυπουργική Επιτροπή για τη μελέτη των εξαγωγών υλικού πολέμου |
ed. | International Association for the study and Promotion of audiovisual and structuroglobal methods | Διεθνής Σύνδεσμος για τη μελέτη και την προώθηση οπτικοακουστικών και δομοσφαιρικών μεθόδων |
gen. | International Centre for Industrial Studies | Διεθνές Κέντρο Βιομηχανικών Σπουδών |
R&D. | International Centre of European Studies and Research | Διεθνές Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών |
industr. | International Copper Study Group | διεθνής ομάδα μελετών για το χαλκό |
fin., agric., industr. | International Jute and Jute products Study Group | Διεθνής Ομάδα Μελέτης της Γιούτας |
interntl.trade. | International Jute Study Group | Διεθνής Ομάδα Μελέτης για τη Γιούτα |
fin., agric., industr. | International Jute Study Group | Διεθνής Ομάδα Μελέτης της Γιούτας |
fin., industr. | International Lead and Zinc Study Group | διεθνής οµάδα μελετών για το μόλυβδο και τον ψευδάργυρο |
interntl.trade., met., UN | International Nickel Study Group | Διεθνής ομάδα μελέτης για το νικέλιο |
industr. | International Nickel Study Group | διεθνής ομάδα μελετών για το νικέλιο |
interntl.trade., UN | International Rubber Study Group | Διεθνές Ινστιτούτο Μελετών για το Καουτσούκ |
polit. | International Study Group on Copper | διεθνής ομάδα μελέτης για το χαλκό |
industr. | International Tin Study Group | διεθνής ομάδα μελετών για τον κασσίτερο |
pharma. | intervention study | μελέτη παρέμβασης |
med. | interventional clinical performance study | παρεμβατική μελέτη κλινικών επιδόσεων |
med. | intra subject half-side study | μελέτη σύγκρισης των ημίσειων πλευρών του σώματος των ιδίων ατόμων |
ed. | Jean Monnet project "European Integration in University Studies" | Διδασκαλία θεμάτων ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο πανεπιστήμιο |
ed. | Jean Monnet project on European integration in university studies | Διδασκαλία θεμάτων ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο πανεπιστήμιο |
gen. | Joint Exercise Study | μελέτη κοινών ασκήσεων |
gen. | joint study group | μικτή ομάδα μελέτης |
transp. | joint study of a vehicle | συλλογική μελέτη οχήματος |
ed. | Joint Study Programme | κοινό πρόγραμμα σπουδών |
ed. | law studies | σπουδές Νομικής |
econ. | length of studies | διάρκεια σπουδών |
environ. | literature study The identification, description, analysis and classification of books and other materials used or consulted in the preparation of a work | μελέτη έντυπου υλικού |
environ. | literature study | μελέτη έντυπου υλικού |
earth.sc. | lysimeter study | μελέτη με λυσίμετρο |
fin. | market study | μελέτη αγοράς |
environ. | market study | μελέτη της αγοράς |
environ. | market study The gathering and studying of data to determine the projection of demand for an item or service | μελέτη της αγοράς |
fin. | market study | έρευνα της αγοράς |
med., pharma., R&D. | masked study | τυφλή μελέτη |
lab.law. | method study | μεθοδολογία εργασίας |
fin. | micro-economic study | μικροοικονομική μελέτη |
ed. | Modern Greek Studies Association | Σύνδεσμος Νεοελληνικών Σπουδών |
ed. | Modern Language Studies | Ξένες Γλώσσες |
ed. | Modern Language Studies | Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία |
ed. | Modern Studies'Department | τμήμα σύγχρονων σπουδών |
law, lab.law. | motion and time study analyst | χρονομέτρης αναλυτής |
health. | motion study | μελέτη των κινήσεων |
med. | Multicenter AIDS Cohort Study | μελέτη MAC |
pharma. | multicenter study | πολυκεντρική κλινική δοκιμή |
health., nat.sc. | multicentre study | πολυκεντρική έρευνα |
pharma. | multi-centre study | πολυκεντρική κλινική δοκιμή |
med. | multicentric study | πολυκεντρική μελέτη |
health. | multi-generation study | μελέτη πολλαπλών γενεών |
med. | multiple-dose study | μελέτη πολλαπλών δόσεων |
ed. | mutual recognition of periods of studies and diplomas | αμοιβαία αναγνώριση των σπουδαστικών περιόδων και των διπλωμάτων |
ed., lab.law. | mutual recognition of studies and qualifications | αμοιβαία αναγνώριση επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικών προσόντων |
earth.sc. | Mössbauer study | μελέτη Mossbauer |
stat. | nested case-control studies | φωλιασμένες μελέτες μαρτύρων-ασθενών |
pharma. | non-interventional post-authorisation safety study | μη παρεμβατική μετεγκριτική μελέτη ασφάλειας |
pharma. | non-interventional study | μη παρεμβατική μελέτη |
lab.law. | observation ratio study | μέθοδος στιγμιαίων παρατηρήσεων |
stat. | observational study | μελέτη παρατήρησης |
med. | oesophagogastroduodenal barium swallow study | οισοφαγο-γαστρο-δωδεκαδακτυλική βαριούχος διάβαση |
pharma., R&D. | open label study | ανοιχτή μελέτη |
polit., construct. | optimisation study | μελέτη βελτιστοποίησης |
transp. | origin and destination study | έρευνα προέλευσης-προορισμού |
stat. | panel study | μελέτη με σταθερά δείγματα |
transp., mater.sc. | parametric study | παραμετρική μελέτη |
med. | perinatal study | μελέτη για την περί τη γέννηση περίοδο |
ed. | period of study | περίοδος σχολικής φοιτήσεως |
ed. | periods of linguistic and cultural study | παραμονή για γλωσσικούς και πολιτιστικούς σκοπούς |
med. | PET study | μελέτη τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων |
med. | PET study | μελέτη PET |
health., pharma. | Phase III study | Μελέτη φάσης ΙΙΙ |
ed. | philology and cultural studies | φιλολογικές και ανθρωπιστικές σπουδές |
med. | pilot investigation, study | πιλοτική μελέτη |
gen. | pilot study | πιλοτική μελέτη |
stat., social.sc. | population study | πληθυσμιακή μελέτη |
med. | Positron Emission Tomography study | μελέτη τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων |
med. | Positron Emission Tomography study | μελέτη PET |
pharma. | post-authorisation safety study | μετεγκριτική μελέτη ασφαλείας |
pharma. | post-authorisation safety study | μελέτη ασφαλείας μετά την έγκριση του φαρμάκου |
pharma. | post-authorisation study | μετεγκριτική μελέτη ασφαλείας |
pharma. | post-authorisation study | μελέτη ασφαλείας μετά την έγκριση του φαρμάκου |
ed. | postgraduate study | μεταπτυχιακές σπουδές |
pharma., health., anim.husb. | post-marketing surveillance study | μετεγκριτική μελέτη επιτήρησης |
gen. | post-marketing surveillance study | μελέτη εποπτείας μετά τη θέση σε κυκλοφορία |
med. | postmortem study | ιατροεπιστημονική νεκροψία |
med. | pragmatic study | πραγματιστική μελέτη |
pharma. | preclinical study | προκλινική μελέτη |
econ., nat.sc. | prefeasibility study | μελέτη προκαταρκτικής σκοπιμότητας |
econ., nat.sc. | pre-feasibility study | μελέτη προκαταρκτικής σκοπιμότητας |
work.fl., IT | preference study | μελέτη προτιμήσεων |
construct. | preliminary studies | αναγνωριστική έκθεση |
construct. | preliminary studies | μελέτη σε στάδιο γενικού σχεδίου ανάπτυξης |
construct. | preliminary studies | προκαταρκτικές μελέτες |
account. | preliminary study | προκαταρκτική μελέτη |
tech. | pre-normative study in calibration | προτυποποιητική μελέτη βαθμονόμησης |
gen. | preparatory study | προπαρασκευαστική μελέτη |
commun., IT | privacy protection study commission | επιτροπή μελέτης για την προστασία του ιδιωτικού περιβάλλοντος |
industr. | probabilistic safety study | πιθανολογική έρευνα ασφάλειας |
industr. | probabilistic safety study | πιθανοτική ανάλυση ασφάλειας |
industr. | probabilistic safety study | πιθανοτική ανάλυση του κινδύνου |
industr. | probabilistic safety study | πιθανολογική αξιολόγηση ασφάλειας |
industr. | probabilistic safety study | μεθοδολογία πιθανολογικής εκτίμησης κινδύνων |
industr. | probabilistic safety study | στοχαστική ανάλυση ασφάλειας |
lab.law., mater.sc. | production study | τεχνική εργασίας |
lab.law., mater.sc. | production study | μελέτη παραγωγής |
commun. | production time-study | χρονομελέτη παραγωγής |
IT | production time-study technician | τεχνικός για χρονομελέτη παραγωγής |
lab.law. | programme of study visits | πρόγραμμα εκπαιδευτικών επισκέψεων |
ed. | Programme of study visits for decision-makers in the educational field | σχέδιο για επισκέψεις μελέτης ειδημόνων σε θέματα εκπαίδευσης και διοικητικών |
ed. | Programme of Study Visits for Education Specialists | Πρόγραμμα επισκέψεων μελέτης για ειδικούς στον τομέα της εκπαίδευσης |
ed. | Programme of study visits for education specialists | Πρόγραμμα επισκέψεων μελέτης για ειδικούς στον τομέα της εκπαίδευσης |
math. | prospective study | προοπτικές μελέτες |
math. | prospective study | ιστορική προοπτική μελέτη |
med. | prospective study | διερευνητική μελέτη |
med. | quantitative study | ποσοτική μελέτη |
med. | radioactive iron study | δοκιμασία με ραδιενεργό σίδηρο |
lab.law. | ratio-delay study | μέθοδος στιγμιαίων παρατηρήσεων |
earth.sc. | reactor pre-design study | προμελέτη του αντιδραστήρα |
econ. | recognition of studies | αναγνώριση σπουδών |
gen. | regional socio-economic study | κοινωνικοοικονομική μελέτη περιφερειακού χαρακτήρα |
environ. | rehabilitation study | μελέτη αποκατάστασης |
med. | renal ultrasonographic study | νεφρική υπερηχογραφία |
med. | repeated dose 90-day oral toxicity study | μελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων 90 ημερών |
med. | repeated dose 90-day oral toxicity study | μελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων από του στόματος 90 ημερών |
med., pharma., R&D. | repeated dose oral study | μελέτη τοξικότητας με επανειλημμένη χορήγηση από το στόμα |
med., pharma., R&D. | repeated dose oral study | μελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων από του στόματος |
med., pharma., R&D. | repeated dose oral toxicity study | μελέτη τοξικότητας με επανειλημμένη χορήγηση από το στόμα |
med., pharma., R&D. | repeated dose oral toxicity study | μελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων από του στόματος |
med., pharma., R&D. | repeated dose oral toxicology study | μελέτη τοξικότητας με επανειλημμένη χορήγηση από το στόμα |
med., pharma., R&D. | repeated dose oral toxicology study | μελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων από του στόματος |
ed. | research studies | μελέτες και έρευνες |
stat. | retrospective study | επιλογή με βάση δειγματοληψία |
stat. | retrospective study | περίπτωση αναφερόμενο μελέτη |
stat. | retrospective study | τον έλεγχο της μελέτης |
med. | retrospective study | αναδρομική μελέτη |
stat. | retrospective study | νομολογία του Δικαστηρίου |
ed. | return, as part of continuing education, to further study | να ξανασπουδάσουν στα πλαίσια της συνεχούς εκπαίδευσης |
mater.sc. | risk-assessment study | μελέτη εκτίμησης κινδύνου |
health. | robust study summary | ουσιαστική περίληψη μελέτης |
environ. | safety study Research, detailed examination and usually a written report on the need for or efficacy of actions, procedures or devices intended to lower the occurrence or risk of injury, loss and danger to persons, property or the environment | μελέτη ασφαλείας |
environ. | safety study | μελέτη ασφαλείας |
mater.sc., construct. | scale model study | μελέτη σε ομοίωμα υπό κλίμακα |
mater.sc., construct. | scale model study | μελέτη σε μοντέλο υπό κλίμακα |
el. | scaling studies | μελέτη κλίμακας |
environ. | scoping study | Μελέτη σκοπιμότητας |
gen. | sectoral study | τομεακή μελέτη |
law | seminar based around case studies on sentencing | σεμινάριο με εικονικές δίκες |
med. | sentinel study | μελέτη βιοενδείκτη |
health. | sero-prevalence study | μελέτη επιπολασμού οροθετικότητας |
med., health., anim.husb. | shedding study | μελέτη απέκκρισης |
ed. | short study visits for specific purposes | σπουδές για ειδικό σκοπό με σύντομη διάρκεια |
nat.sc. | single laboratory study | µελέτη ενός µόνον εργαστηρίου |
med., pharma., R&D. | single-blind study | μονή-τυφλή δοκιμασία |
med., pharma., R&D. | single-blind study | απλή τυφλή μελέτη |
med., pharma., R&D. | single-masked study | μονή-τυφλή δοκιμασία |
med., pharma., R&D. | single-masked study | απλή τυφλή μελέτη |
social.sc. | social studies | κοινωνικές επιστήμες |
ed. | social studies and civics | αγωγή του πολίτη |
transp. | socio-economic impact study | μελέτη κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων |
nat.sc. | space radiation study center | κέντρο μελετών διαστημικών ακτινοβολιών |
nat.sc. | space radiation study centre | κέντρο μελετών διαστημικών ακτινοβολιών |
lab.law. | stop watch study | χρονομετρημένη μελέτη |
IT, social.sc. | strategic study on language engineering | στρατηγική μελέτη για τη μηχανική της γλώσσας |
stat. | studies and analyses | μελέτες και αναλύσεις |
gen. | studies and consultations | μελέτες και διαβουλεύσεις |
gen. | studies and research | καθήκοντα σχεδιασμού και μελετών |
law, commun. | study and service contract | σύμβαση μελέτης και παροχής υπηρεσιών |
tech. | study audit | εσωτερικός έλεγχοςaudit |
gen. | Study Audits Guidance for the conduct of - | Ελεγχος των εργαστηριακών μελετών Οδηγίες για τη διεξαγωγή των - |
ed. | study bursary | υποτροφία για σπουδές |
ed. | study bursary | υποτροφία |
law | Study Centre for the Application of Community Criminal and Financial Law | Κέντρο μελετών για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε ποινικά και οικονομικά θέματα |
med. | study conducted on an empty stomach | μελέτη που διεξάγεται με άδειο στομάχι |
gen. | study contract | σύμβαση για την εκπόνηση μελετών |
gen. | study day | ημερίδα μελέτης |
gen. | Study days | Ημέρα Εργασιών |
lab.law. | study directed towards the world of work | σπουδές προσανατολισμένες προς τον κόσμο της εργασίας |
ed. | study grant | υποτροφία για σπουδές |
ed. | study grant | υποτροφία |
comp., MS | study group | ομάδα μελέτης (A student collaboration group where studying can be organized and managed online) |
interntl.trade., agric. | Study Group | Ομάδα Προβληματισμού; Ομάδα Μελέτης |
gen. | study group | ομάδα μελέτης |
transp., avia. | Study Group of Alternates | Ομάδα μελέτης των πολιτικών και στρατιωτικών αναπληρωτών της Μόνιμης Επιτροπής ; Ομάδα μελέτης των αναπληρωτών |
transp., avia. | Study Group of the Civil and Military Alternates to the Members of the Permanent Commission | Ομάδα μελέτης των πολιτικών και στρατιωτικών αναπληρωτών της Μόνιμης Επιτροπής ; Ομάδα μελέτης των αναπληρωτών |
fin. | Study Group on PRISM-Cross-border initiatives | ομάδα μελέτης "Prism - διασυνοριακές πρωτοβουλίες" |
gen. | study groups which are to draw up own-initiative opinions | ομάδες μελέτης που επεξεργάζονται γνωμοδοτήσεις πρωτοβουλίας |
polit. | study journey | αποστολή μελέτης |
polit. | study mission | αποστολή μελέτης |
health. | study of biocenoses | μελέτη βιοκενώσεως |
lab.law. | study of career management | μελέτη για τη διαχείριση των σταδιοδρομιών |
med. | study of male fertility | μελέτη της ανδρικής γονιμότητας |
med. | study of mollusks | μαλακοζωολογία |
med. | study of mollusks | μελέτη των μαλακίων |
med. | study of mollusks | μαλακολογία |
med. | study of reproductive function | έλεγχος της αναπαραγωγικής λειτουργίας |
life.sc. | study of tides | μελέτη των παλλιροιών |
IT, social.sc. | Study programme in the field of social consequences of information technology | Πρόγραμμα μελετών που αφορά τις κοινωνικές επιπτώσεις των τεχνολογιών πληροφορικής |
pharma. | study protocol | πρωτόκολλο |
pharma. | clinical study protocol | πρωτόκολλο |
health. | study summary | περίληψη μελέτης |
gen. | study unit | ομάδα μελέτης |
ed. | study visit | επίσκεψη μελέτης |
ed. | study visits | επισκέψεις μελέτης |
ed. | study visits | εκπαιδευτικά ταξίδια |
ed. | study visits | εκπαιδευτική επίσκεψη; μορφωτική επίσκεψη |
ed. | Study Visits Scheme for education specialists and administrators | σχέδιο για επισκέψεις μελέτης ειδημόνων σε θέματα εκπαίδευσης και διοικητικών |
med. | sub-chronic inhalation toxicity study | μελέτη υποχρόνιας τοξικότητας ουσιών που λαμβάνονται με την εισπνοή |
med. | sub-chronic oral study | μελέτη υποχρόνιας τοξικότητας ουσιών που λαμβάνονται από το στόμα |
chem. | sub-chronic toxicity study | μελέτη υποχρόνιας τοξικότητας |
fin. | Subcommittee for Markets and Forward Studies | Υποεπιτροπή για την Αγορά και τις Προοπτικές |
ed. | supervised study | μελέτη υπό επίβλεψη |
social.sc. | synchronic study | ομόχρονη μελέτη |
law, fin. | systems study | μελέτη των συστημάτων |
med. | taxonomic study | μελέτη ταξινόμησης |
ed. | teachers of computer studies | καθηγητές πληροφορικής |
med. | teratogenicity study | μελέτη ικανότητας τερατογένεσης |
commer., polit., interntl.trade. | Terms of Reference of the International Copper Study Group | Καταστατικό Διεθνούς Ομάδας Μελετών για το χαλκό |
gen. | Terms of Reference of the International Nickel Study Group | Καταστατικό Διεθνούς Ομάδας Μελετών για το νικέλιο |
interntl.trade. | Terms of Reference of the International Tin Study Group | Καταστατικό Διεθνούς Ομάδας Μελετών για τον κασσίτερο |
med. | this study was poorly reported | η μελέτη αυτή ανακοινώθηκε ελλιπώς |
lab.law. | time study | χρονομέτρηση της εργασίας |
forestr. | time study | χρονική μελέτη |
law, lab.law. | time study analyst | χρονομέτρης αναλυτής |
law, lab.law. | time study engineer | χρονομέτρης αναλυτής |
lab.law. | time study sheet | χάρτης μελέτης της εργασίας |
law, lab.law. | time-study sheet | χρονομέτρηση |
gen. | tissue distribution studies | μελέτες κατανομής στους ιστούς |
med. | tissue distribution study | μελέτη της ιστολογικής κατανομής |
med. | toxicity study to determine the safety of orally administered residues | μελέτη της τοξικότητας των καταλοίπων δια της στοματικής οδού |
med. | toxicokinetic study | τοξικοκινητική μελέτη |
med. | toxicological bridging study | συγκριτική μελέτη |
commun., IT | traffic study | μελέτη κίνησης |
ed. | trans-European mobility scheme for university studies | διευρωπαϊκό πρόγραμμα συνεργασίας στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης |
ed. | Trans-European Mobility Scheme for University Studies | Πρόγραμμα διευρωπαϊκής κινητικότητας για πανεπιστημιακές σπουδές; Διευρωπαϊκό πρόγραμμα συνεργασίας στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης TEMPUS II, 1994-1998 |
ed. | trans-European mobility scheme for university studies | διευρωπαϊκό πρόγραμμα κινητικότητας για πανεπιστημιακές σπουδές |
ed. | transfer of credits for periods of study abroad | αναγνώριση των περιόδων σπουδών που πραγματοποιούνται στο εξωτερικό |
social.sc., ed. | transition from study to working life | μετάβαση από τις σπουδές στην επαγγελματική ζωή |
transp. | transport study | μελέτη συγκοινωνίας |
transp. | transport study | έρευνα συγκοινωνίας |
med. | transrectal prostate ultrasound study | διορθικό υπερηχογράφημα του προστάτη |
earth.sc., tech. | tuft study | μελέτη με νήματα |
med. | two-generation reproduction toxicity study | μελέτη τοξικότητας στην αναπαραγωγή δύο γενεών |
chem. | two-generation reproductive toxicity study | μελέτη τοξικότητας στην αναπαραγωγή σε δύο γενεές |
ed. | university studies in German language and literature | σπουδές Γερμανικής Φιλολογίας |
ed. | university studies in history | σπουδές Ιστορίας |
ed. | university studies in humanities | σπουδές Πολιτιστικής Ανθρωπολογίας |
environ. | urban study | πολεοδομική μελέτη |
environ. | urban study The study and theory of building and other physical needs in cities or predominantly urban cultures | πολεοδομική μελέτη |
work.fl. | use study | μελέτη χρήσης |
work.fl. | user study | μελέτη χρηστών |
med. | validating experimental study | πειραματική μελέτη για την επικύρωση |
ed., school.sl. | vocational studies certificate | δίπλωμα επαγγελματικών σπουδών |
gen. | vulnerability study | μελέτη τρωτότητας |
gen. | vulnerability study | μελέτη ευπάθειας |
med. | well conducted study | καλοεκτελεσμένη μελέτη |
energ.ind. | Windmill Study and Experimentation Centre | Κέντρο Μελετών και Δοκιμών για Ανεμογεννήτριες |
lab.law. | work study | μελέτη εργασίας |
econ. | work study | μελέτη της εργασίας |
law, lab.law. | work study analyst | αναλυτής της εργασίας |
lab.law. | work study practitioner | ειδικός στην ανάλυση της εργασίας |
gen. | Working Party on the European Foundation for the Study of Eastern Europe | Ομάδα Εργασίας "Ευρωπαϊκό ΄Ιδρυμα ΄Ερευνας για την Ανατολική Ευρώπη" |
nucl.phys. | "worst case" study | μελέτη με βάση τη "δυσμενέστερη περίπτωση" |