Subject | English | Greek |
ed. | Additional Protocol to the Protocol on the setting-up of European Schools of 13 April 1962 | πρόσθετο πρωτόκολο του πρωτοκόλλου της 13ης Aπριλίου 1962 για την ίδρυση των Eυρωπαïκών Σχολείων |
commun., IT | Advisory Committee on the Establishment of a Plan of Action for Setting up an Information Services Market | συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή σχεδίου δράσης για τη δημιουργία αγοράς υπηρεσιών της πληροφόρησης |
polit. | Committee for applying the regulation setting up the special system of assistance to traditional ACP suppliers of bananas | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη θέσπιση ειδικού πλαισίου συνδρομής για παραδοσιακούς προμηθευτές μπανανών ΑΚΕ |
ed. | Convention Revising the Convention setting up a European University Institute | Σύμβαση για την αναθεώρηση της Σύμβασης περί ιδρύσεως ενός Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου |
ed. | Convention setting up a European University Institute | Σύμβαση για την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου |
law | Draft Convention setting up a European Information System | Σχέδιο Σύμβασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης |
chem., el. | lighting-up a setting | έναυση καμίνου |
work.fl., IT | Plan of action for setting up an information services market | Σχέδιο δράσης για τη δημιουργία αγοράς υπηρεσιών στον τομέα των πληροφοριών |
law, commun., IT | plan of action for setting up an information services market | Σχέδιο δράσης για τη δημιουργία αγοράς υπηρεσιών στον τομέα των πληροφοριών |
ed. | Protocol on the setting-up of European Schools | πρωτόκολλο για την ίδρυση των Eυρωπαïκών Σχολείων |
gov., ed. | Protocol on the setting-up of European Schools | Πρωτόκολλο για τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Σχολείων |
mech.eng. | set up | μοντάρω |
IT | set up | τακτοποιώ |
transp. | to set up a route | καθορίζω δρομολόγιο |
chem., construct. | setting up | πήξις |
agric. | setting up | Προετοιμασία ρητίνευσης |
commun. | setting up a line | αποκατάσταση γραμμής |
el. | setting up of actual value | τοποθέτηση επί της προκαθορισμένης τιμής |
el. | setting up of actual value | ρύθμιση επί της προκαθορισμένης τιμής |
fin., social.sc., lab.law. | setting up of self-employed premium | ενίσχυση για τη δημιουργία δραστηριοτήτων ανεξάρτητα εργαζομένων |
fin. | setting up of the common customs tariff | η θέσπιση του κοινού δασμολογίου |
gen. | setting up premium | δαπάνες ενισχύσεων για τη δημιουργία ανεξάρτητων δραστηριοτήτων |
el. | setting up time of an international call | απαντητικός χρόνος τηλεφωνητρίας |
transp., mater.sc. | setting-up | να συγκροτηθεί η παραγωγή |
el. | setting-up accuracy | ορθότητα ρύθμισης |
transp. | setting-up and maintaining display | απόκτηση και διατήρηση της εικόνας στην οθόνη |
life.sc. | setting-up error | σφάλμα στάσης |
life.sc. | setting-up error | σφάλμα οριζοντίωσης |
agric., polit. | setting-up of young farmers | εγκατάσταση νέων γεωργών |
gen. | setting-up period | χρόνος εγκατάστασης |
commun., IT | setting-up sequence | διαδικασία αποκατάστασης |
commun. | setting-up time | διάρκεια αποκατάστασης |
commun. | setting-up time | χρόνος αποκατάστασης |
ed. | Supplementary Protocol to the Protocol of 13 April 1962 on the setting-up of European Schools | Πρόσθετο Πρωτόκολλο του Πρωτοκόλλου της 13ης Απριλίου 1962 για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Σχολείων |
fin. | the setting up and progressive introduction of the Common Customs Tariff | η καθιέρωση και η προοδευτική θέση σε εφαρμογή του κοινού δασμολογίου |
law | the setting up of agencies, branches or subsidiaries | η ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών |
fin. | unemployed person setting up a business | "δημιουργικός άνεργος" |
law | will setting up a trust | διαθήκη σύμφωνα με την οποία ορίστηκε καταπίστευμα |