Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms containing
serve
|
all forms
|
exact matches only
Subject
English
Greek
mun.plan.
asparagus
serving
slice
σπάτουλα για το σερβίρισμα των σπαραγγιών
commun.
back-up
serve
εφεδρικός εξυπηρετητής
commun.
current
serving
BS
BS τρέχουσας εξυπηρέτησης' σταθμός βάσης τρέχουσας εξυπηρέτησης
IT
current
serving
BS
σταθμός βάσης τρέχουσας εξυπηρέτησης
IT
current
serving
BS
BS τρέχουσας εξυπηρέτησης
IT
current
serving
cell
κυψέλη τρέχουσας εξυπηρέτησης
commun.
current
serving
cell
γειτονική κυψέλη' κυψέλη τρέχουσας εξυπηρέτησης
IT
current
serving
cell
γειτονική κυψέλη
commun.
down-link
serving
area
περιοχή εξυπηρέτησης κατερχόμενης ζεύξης
gov.
examiner
serving
in an advisory capacity
πάρεδρο μέλος με συμβουλευτική ψήφο
gen.
examiner
serving
in an advisory capacity
πάρεδρο μέλος με συμβουλευτική ιδιότητα
transp.
line
serving
a siding
γραμμή σύνδεσης παρακαμπτηρίου
mun.plan.
meat
serving
fork
πιρούνι δοκιμής ψησίματος του κρέατος
commun.
mobile
serving
central office
κεντρικό γραφείο εξυπηρέτησης κινητών επικοινωνιών
market., commun.
net cost of
serving
non viable customers
καθαρό κόστος της εξυπηρέτησης πελατών
account.
non-profit institutions
serving
households
μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά
fin., social.sc.
private non-profit institution
serving
households
ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό ίδρυμα που εξυπηρετεί νοικοκυριά
IT
received signal quality of
serving
cell
ποιότητα λαμβανόμενου σήματος της κυψέλης εξυπηρέτησης
law, market.
right to
serve
notice of termination
δικαίωμα τερματισμού της δέσμευσης με προειδοποίηση
IT
RXQUAL-
SERVING
-CELL
ποιότητα λαμβανόμενου σήματος της κυψέλης εξυπηρέτησης
econ.
sector private non-profit institutions
serving
households
τομέας ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά
agric.
self
serving
pasture pump
αυτόνομη αντλία λειμώνων
law, crim.law.
serve
a sentence
εκτίω ποινή
law
to
serve
on somebody in person
επιδίδω σε κάποιον προσωπικά
transp., avia.
serve
routes
εξυπηρέτηση
εξυπηρετώ
γραμμές
commun., IT
serving
area
περιοχή εξυπηρέτησης
commun.
serving
BS
BS εξυπηρέτησης' σταθμός βάσης εξυπηρέτησης
IT
serving
BS
BS εξυπηρέτησης
IT
serving
cell
κυψέλη εξυπηρέτησης
commun.
serving
exchange
κέντρο εξυπηρέτησης
commun., IT
serving
gateway
πύλη εξυπηρέτησης
commun., IT
serving
GPRS support node
κόμβος υποστήριξης υπηρεσιών GPRS
crim.law.
serving
of a sentence
έκτιση της ποινής
gen.
serving
table
τραπεζάκι σερβιρίσματος
mun.plan.
serving
trolley
κυλιόμενο τραπεζάκι
commun.
subscriber
serving
exchange
κέντρο εξυπηρέτησης
gen.
the official shall
serve
a period of probation
ο υποψήφιος υποχρεούται να διανύσει περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας
gen.
the official shall
serve
a probationary period
ο υποψήφιος υποχρεούται να διανύσει περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας
econ., market.
the persons
serve
in rotation
τα πρόσωπα συμμετέχουν εκ περιτροπής
agric.
valve
serving
a discharge
επιστόμιο εκροής
agric.
valve
serving
a discharge
επιστόμιο αποχέτευσης
agric.
valve
serving
a sea inlet
επιστόμιο λήψης θαλασσινού νερού
Get short URL