Subject | English | Greek |
industr., construct., chem. | acceptance sampling scheme | Aποδεκτός τρόπος δειγματοληψίας |
gen. | accreditation scheme | μηχανισμός διαπίστευσης |
fin., social.sc. | actuarial assessment of the pension scheme | ασφαλιστική αποτίμηση του συστήματος συνταξιοδότησης |
agric. | afforestation scheme | ενέργεια αναδάσωσης |
law, insur. | agricultural scheme | ασφάλιση αγροτών |
fin. | aid scheme | πρόγραμμα ενισχύσεων |
econ., commer. | aid scheme | καθεστώς ενισχύσεων |
fin. | aid scheme for micro-enterprises | καθεστώς ενισχύσεων των πολύ μικρών επιχειρήσεων |
fin. | aid scheme for small-scale investment projects in Setúbal | καθεστώς ενισχύσεων για μικρές επενδύσεις στη Setϊbal |
environ., energ.ind. | aid scheme to promote efficient use of energy | καθεστώς ενισχύσεων υπέρ της ορθολογικής χρήσης της ενέργειας |
industr. | aid scheme to support technology, industrial safety and quality activities | πρωτοβουλία για την υποστήριξη της τεχνολογίας, της ασφάλειας και της ποιότητας στον βιομηχανικό τομέα |
insur. | approved scheme | φοροαπαλλαγμένο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα |
gov., insur., social.sc. | assessment-method pension scheme | μη κεφαλαιοποιητικό σύστημα |
gov., insur., social.sc. | assessment-method pension scheme | διανεμητικό σύστημα |
gov. | assets of the pension scheme | περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου συντάξεως |
gen. | assets of the pension scheme | περιουσιακά στοιχεία του ταμείου συντάξεως |
stat., scient. | association scheme | σχήμα σύνδεσης |
math. | association scheme | σχήμα συνάφειας |
econ., fin. | atypical-order detection scheme | σύστημα για τον εντοπισμό των ασυνήθιστων εντολών |
econ., commer. | automatic fiscal scheme | αυτόματο καθεστώς φορολογικών ενισχύσεων |
sec.sys. | average earnings scheme | σύστημα μέσου όρου σταδιοδρομίας |
insur. | average salary scheme | σύνταξη που βασίζεται στο μέσο όρο των ετησίων αποδοχών κατά τη διάρκεια των ετών υπηρεσίας |
fin. | bank support scheme | σχέδιο δημοσιονομικής στήριξης |
fin., social.sc. | basic compulsory scheme | υποχρεωτικό βασικό σύστημα |
fin., agric. | Beef Marketing Payment Scheme | πρόγραμμα αποζημιώσεων για την εμπορία βοείου κρέατος |
insur. | benefit scheme | σύστημα παροχών |
fin. | benefits paid under this pension scheme | καταβολή των παροχών που προβλέπονται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως |
gov. | benefits paid under this pension scheme | η καταβολή των παροχών που προβλέπονται στο παρόν σύστημα συνταξιοδότησης |
med. | Bernhard scheme | διάγραμμα του BERNHARD |
gen. | blanket scheme | μέτρο γενικής εφαρμογής |
med. | body scheme | εικόνα σώματος |
med. | body scheme | σχήμα σώματος |
agric., construct. | bonification scheme | εξυγιαντικόν έργον |
agric., construct. | bonification scheme | εξυγίανσις |
sec.sys. | book reserve pension scheme | συνταξιοδοτικό σύστημα λογιστικών αποθεμάτων |
environ. | carbon offset scheme | πρόγραμμα αντιστάθμισης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα |
environ. | carbon offset scheme | πρόγραμμα αντιστάθμισης του άνθρακα |
fin. | card scheme | σύστημα κάρτας |
sec.sys. | career average scheme | σύστημα μέσου όρου σταδιοδρομίας |
sec.sys. | cash balance scheme | σύστημα ταμειακού υπολοίπου |
insur. | cash benefit scheme | πρόγραμμα εφάπαξ καταβολής κατά τη συνταξιοδότηση |
gen. | cash credit scheme | πρόγραμμα ταμειακών πιστώσεων |
tech., law | certification scheme | πρόγραμμα πιστοποίησης |
agric., health., anim.husb. | certified herd scheme | καθεστώς πιστοποιημένων αγελών |
fin., agric. | cessation scheme | ρύθμιση της παύσης |
agric. | cessation scheme | σχέδιο παύσης |
chem. | chemical separation scheme | σύστημα χημικού διαχωρισμού |
work.fl., IT | classification scheme | σχήμα ταξινόμησης |
work.fl., commun., transp. | classification scheme | πλαίσιο ταξινόμησης |
social.sc. | Closed Long-Term Benefits Scheme | κλειστό σύστημα μακροπρόθεσμων παροχών |
stat., scient. | closed sequential scheme | κλειστό ακολουθιακό σχήμα |
stat. | closed sequential scheme | κλειστό σύστημα διαδοχικής |
law | coastal state scheme | καθεστώς παράκτιου κράτους |
work.fl., IT | codification scheme | παραστατικό κωδικοποίησης |
stat. | coding scheme | σχέδιο κωδικογράφησης |
fin. | collective investment scheme | οργανισμός συλλογικών επενδύσεων |
commer., industr. | Committee for implementation of the Kimberley Process certification scheme for the international trade in rough diamonds | Επιτροπή για την εφαρμογή του συστήματος πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ στο διεθνές εμπόριο ακατέργαστων διαμαντιών |
environ. | Committee on the Regulation allowing voluntary participation by organisations in a Community eco-management and audit scheme EMAS | Επιτροπή κανονισμού για την εκούσια συμμετοχή οργανισμών σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου EMAS |
environ. | Committee on the revised Community eco-label award scheme | Επιτροπή για το κοινοτικό σύστημα απονομής οικολογικού σήματος |
gen. | Committee on the third phase of the trans-European cooperation scheme for higher education Tempus III | Επιτροπή για τη τρίτη φάση του διευρωπαϊκού προγράμματος συνεργασίας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση Tempus III |
tax. | common flat-rate scheme for farmers | κοινό κατ'αποκοπήν φορολογικό καθεστώς γεωργών |
tax. | common flat-rate scheme for farmers | κοινό κατ' αποκοπήν καθεστώς αγροτών |
fin., agric. | Community aid scheme for early retirement from farming | κοινοτικό καθεστώς παροχής ενισχύσεων στην πρόωρη συνταξιοδότηση των γεωργών |
agric. | Community aid scheme for forestry measures in agriculture | κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεως για τα δασικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας |
environ. | Community award scheme for an Eco-label | Κοινοτικό σύστημα απονομής οικολογικού σήματοςEco-Label |
environ. | Community eco management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | Community Eco-audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογιστικού ελέγχου |
environ. | Community eco-label award scheme | σύστημα οικολογικού σήματος της ΕΕ |
obs., environ. | Community eco-label award scheme | σύστημα κοινοτικού οικολογικού σήματος |
environ. | Community eco-management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | Community Eco-Management and Audit Scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | Community Eco-Management and Audit Scheme | σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
environ. | Community Eco-Management and Audit Scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
fin., fish.farm. | Community part-financing scheme | σύστημα κοινοτικής συγχρηματοδότησης |
agric. | Community scheme for the protection of forests against fire | κοινοτική δράση για την πυροπροστασία των δασών |
agric. | Community scheme to encourage the cessation of farming | κοινοτικό καθεστώς ενθάρρυνσης της παύσης της γεωργικής δραστηριότητας |
gen. | Community tax scheme for heavy goods vehicles | κοινοτικό καθεστώς φορολόγησης των οχημάτων των εγγεγραμένων στα κράτη μέλη |
econ. | compensation scheme | σύστημα ανταμοιβής επιδόσεων |
agric. | compensatory allowance scheme | καθεστώς εξισωτικών αποζημιώσεων |
agric. | compensatory allowance scheme | καθεστώς αντισταθμιστικής αποζημίωσης |
stat. | composite sampling scheme | σχήμα σύνθετης δειγματοληψίας |
stat. | composite sampling scheme | σύνθετο δειγματοληπτικό σχήμα |
insur. | compulsory insurance scheme | σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως |
gov. | compulsory social security scheme | σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης |
gen. | compulsory social security scheme | υποχρεωτικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως |
tech. | conformity assessment scheme | σχήμα εκτίμησης της συμμόρφωσης |
industr., mech.eng. | conformity of production testing scheme | πρόγραμμα ελέγχου της συμμόρφωσης της παραγωγής |
environ. | Consultation Forum of the revised Community Eco-label Scheme | Φόρουμ διαβούλευσης για το αναθεωρημένο κοινοτικό σύστημα οικολογικής σήμανσης |
insur. | contracted-out pension scheme | συνταξιοδοτικό καθεστώς που συμβατικά αποκλείεται |
insur. | contractual social security scheme | συμβατικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως |
law, IT | contribution to the pension scheme | συνταξιοδοτική εισφορά |
gen. | contribution to the pension scheme | εισφορά κατά το σύστημα συνταξιοδοτήσεως |
insur. | contributory scheme | σύστημα ανταποδοτικό |
insur. | contributory scheme | σύστημα με συνεισφορά |
insur. | contributory scheme | σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως με συνεισφορά |
insur. | contributory scheme | ανταποδοτικό σύστημα |
fin. | conversion scheme | μέτρο μετατροπής |
nat.sc. | cooperative research scheme | πλαίσιο της έρευνας συνεργασίας |
econ., market. | crop insurance scheme | πρόγραμμα ασφάλειας καλλιεργειών |
agric. | cull scheme | πρόγραμμα σφαγής |
fin. | currency retention scheme | σύστημα μη επανεκχωρήσεως συναλλάγματος |
econ., market. | currency retention scheme | σύστημα επανακράτησης συναλλάγματος |
work.fl., IT | data acquisition scheme | σχήμα απόκτησης δεδομένων |
ecol. | Decision No 377/2013/EU derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community | απόφαση για το πάγωμα του χρόνου |
ecol. | Decision No 377/2013/EU derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community | απόφαση αριθ. 377/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2013 για προσωρινή παρέκκλιση από την οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας |
ecol. | Decision No 377/2013/EU of the European Parliament and of the Council of 24 April 2013 derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community | απόφαση για το πάγωμα του χρόνου |
ecol. | Decision No 377/2013/EU of the European Parliament and of the Council of 24 April 2013 derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community | απόφαση αριθ. 377/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2013 για προσωρινή παρέκκλιση από την οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας |
stat., insur., sociol. | defined benefit pension scheme | σύστημα καθορισμένων παροχών |
stat., insur., sociol. | defined benefit pension scheme | συνταξιοδοτικά προγράμματα με καθορισμένες παροχές |
stat., insur., sociol. | defined benefit retirement scheme | συνταξιοδοτικά προγράμματα με καθορισμένες παροχές |
stat., insur., sociol. | defined benefit retirement scheme | σύστημα καθορισμένων παροχών |
stat., insur., sociol. | defined benefit scheme | συνταξιοδοτικά προγράμματα με καθορισμένες παροχές |
stat., insur., sociol. | defined benefit scheme | σύστημα καθορισμένων παροχών |
fin. | Deposit Guarantee Scheme Directive | οδηγία για το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων |
fin. | deposit insurance scheme | σύστημα εγγύησης των καταθέσεων |
fin. | deposit-guarantee scheme | σύστημα εγγύησης των καταθέσεων |
econ. | deposits in national currency resulting from a savings scheme or contract | καταθέσεις σε εθνικό νόμισμα που προκύπτουν από πρόγραμμα ή σύμβαση αποταμίευσης |
econ. | development scheme | προτροπή |
econ. | development scheme | προώθηση |
econ. | development scheme | προαγωγή |
med. | Dieuaide scheme | σχήμα του Dieuaide |
fin. | direct income aid scheme | άμεση ενίσχυση στο εισόδημα |
econ., fin. | direct subsidy scheme | μηχανισμός για άμεση επιδότηση |
law, environ., ecol. | Directive 2003/87/EC of the European Parliament and of the Council of 13 October 2003 establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community and amending Council Directive 96/61/EC | Οδηγία ΕΔΕ |
law, environ., ecol. | Directive 2003/87/EC of the European Parliament and of the Council of 13 October 2003 establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community and amending Council Directive 96/61/EC | Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου |
agric. | Disadvantaged Areas Scheme | πρόγραμμα υπέρ των μειονεκτικών περιοχών |
insur. | discretionary endowment scheme | ομαδική ασφάλιση επιβίωσης που επιτρέπει τη διάκριση μεταξύ υπαλλήλων |
fin., agric. | disposal scheme | πρόγραμμα για τη ρευστοποίηση των αποθεμάτων |
fin., agric. | disposal scheme | πρόγραμμα για τη μείωση των αποθεμάτων |
construct., mun.plan., energ.ind. | district heating scheme | δίκτυο τηλεθέρμανσης |
agric., construct. | draining scheme | σχέδιο αποστράγγισης |
agric., construct. | draining scheme | σχέδιο αποξήρανσης |
tax. | drawback scheme | σύστημα επιστροφής δασμού; σύστημα επιστροφής φόρου |
fin. | Duty Entitlement Passbook Scheme | καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασµών |
social.sc. | early retirement scheme | κανόνες πρόωρης συνταξιοδότησης |
chem. | eco-labelling scheme | σύστημα οικολογικής σήμανσης |
environ. | eco-management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | eco-management and audit scheme | σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
environ. | eco-management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
fin., IT | electronic money scheme | σύστημα ηλεκτρονικού χρήματος |
environ., UN | emissions trading scheme | σύστημα εμπορίας εκπομπών |
fin., social.sc., lab.law. | employee ownership scheme | καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων |
fin., lab.law. | employee-participation scheme | σύστημα συμμετοχής του εργαζομένου |
law, lab.law. | employee-participation scheme | σύστημα συμμετοχής των εργαζομένων |
fin., lab.law. | employment scheme | πρόγραμμα σχετικά με την απασχόληση |
energ.ind. | Energy Conservation Scheme | πρόγραμμα διατήρησης της ενέργειας |
energ.ind. | Energy Efficiency Scheme | πρόγραμμα απόδοσης της ενέργειας |
energ.ind. | Energy Management Assistance Scheme | πρόγραμμα υποστήριξης της ενεργειακής διαχείρισης |
fin. | Enterprise scheme | πλαίσιο της Interprise |
agric. | environmental certification scheme | σύστημα για την πιστοποίηση του περιβάλλοντος |
environ. | environmental management and audit scheme | σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
environ. | environmental management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | environmental management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
fin. | equalisation scheme | σύστημα εξίσωσης |
gen. | equalization scheme | μηχανισμός ίσης κατανομής |
sec.sys. | equity release scheme | σύστημα αποδέσμευσης περιθωρίου αξίας |
environ. | EU Ecolabel scheme | σύστημα οικολογικού σήματος της ΕΕ |
obs., environ. | EU Ecolabel scheme | σύστημα κοινοτικού οικολογικού σήματος |
environ. | EU Emissions Trading Scheme | σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ένωσης |
environ. | EU Emissions Trading Scheme | σύστημα εμπορίας εκπομπών |
econ. | EU Emissions Trading Scheme | σύστημα εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ |
econ. | "Euromanagement" pilot scheme | πρότυπη ενέργεια με τίτλο Euromanagement |
econ. | European Business Assistance Scheme | Ευρωπαϊκός μηχανισμός ενίσχυσης των επιχειρήσεων ΑΚΕ |
ed. | European Community Action Scheme for the Mobility of University Students | Πρόγραμμα ERASMUS |
ed. | European Community Action Scheme for the Mobility of University Students | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την κινητικότητα των φοιτητών |
environ., industr. | European Community scheme for the evaluation and improvement of the environmental performance at industrial production sites | οικο-λογιστικός έλεγχος για την αξιολόγηση και τη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων σε τόπους βιομηχανικής παραγωγής |
fin. | "Eurotech Capital" scheme | δράση "Eurotech Capital" |
fin., health., agric. | Export Certified Herd Scheme | εξαγωγικό καθεστώς πιστοποιημένων αγελών |
econ., fin. | Export Earnings Stabilisation Scheme | σύστημα σταθεροποίησης των εσόδων από τις εξαγωγές |
fin. | Export Market Development Grant Scheme | καθεστώς επιχορηγήσεων για την ανάπτυξη των εξαγωγικών αγορών |
fin. | Export Promotion Capital Goods Scheme | καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά |
fin., social.sc., agric. | farm retirement pension scheme | γεωργικό καθεστώς σύνταξης γήρατος |
agric. | fertilizing scheme | σχέδιο λίπανσης |
insur., sec.sys. | final salary scheme | συνταξιοδοτικό πρόγραμμα του οποίου η πρόσοδος υπολογίζεται βάσει του τελευταίου συντάξιμου μισθού |
econ., fin. | financial instrument reference price-fixing scheme | σύστημα καθορισμού τιμών αναφοράς |
fin. | financial support scheme | σχέδιο δημοσιονομικής στήριξης |
social.sc. | finnish mandatory pension scheme | φινλανδικό υποχρεωτικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος ή ασφάλισης συντάξεων |
fin. | flat-rate compensation scheme | κατ'αποκοπή καθεστώς αντιστάθμισης |
law, fin., tax. | flat-rate scheme | κατ΄ αποκοπήν καθεστώς |
law, fin., tax. | flat-rate scheme | καθεστώς κατ'αποκοπή |
agric. | food quality scheme | σύστημα προτύπων για την ποιότητα |
fin. | four party card scheme | τετραμερές σύστημα καρτών |
agric. | free food scheme | δωρεάν προϊόντα διατροφής |
gov. | funding of the pension scheme | χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος |
gen. | funding of the pension scheme | χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος |
agric. | general licence scheme | σύστημα "general licence" |
social.sc. | general old-age insurance scheme | γενικό σύστημα ασφάλισης γήρατος |
sec.sys. | general social security scheme | γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως |
law, social.sc. | general social security scheme | γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης |
fin. | Generalised Scheme of Preferences | σύστημα γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων |
commer., econ. | generalized scheme of preferences | Σύστημα Γενικευμένων Προτιμήσεων |
fin. | generalized tariff preference scheme | καθεστώς των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων |
insur. | graded schedule scheme | συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που οι παροχές του υπολογίζονται αναλογικά των ετησίων αποδοχών |
fin. | gradual dismantling scheme | καθεστώς προοδευτικής κατάργησης των περιορισμών |
fin. | Greek Medical Welfare scheme | Ταμείο Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών |
fin. | group assurance scheme | ομαδικό πρόγραμμα ασφάλισης |
fin. | guarantee threshold scheme | καθεστώς του κατωφλίου εγγυήσεως |
stat., scient. | Hartley-Rao scheme | σχήμα δειγματοληψίας Hartley-Rao |
stat. | Hartley-Rao scheme | Σχέδιο του Hartley-Rao |
med. | Hess Franceschetti scheme | σχήμα Hess-Franceschetti |
gen. | Home Credit Schemes | εθνικά πιστωτικά συστήματα |
gen. | home help scheme | σύστημα οικογενειακής πρόνοιας |
econ., fin. | housing savings scheme | σχέδιο στεγαστικού ταμιευτηρίου |
insur. | hybrid pension scheme | συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μικτής χρηματοδότησης |
insur. | hybrid scheme | συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μικτής χρηματοδότησης |
fin. | Import Credit Scheme | καθεστώς εισαγωγικών πιστώσεων |
immigr., tech. | imposition scheme | μακέτα σελιδοποίησης |
econ., lab.law. | incentive pay scheme | σύστημα πληρωμής με την απόδοση |
econ., lab.law. | incentive pay scheme | "πληρωμή με το κομμάτι" |
fin. | incentive scheme | σύστημα κινήτρων |
fin., tax. | Income Tax Exemption Scheme | καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήµατος |
econ. | indexation scheme | σύστημα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής |
sec.sys. | individual pension scheme | ατομικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
industr. | industrial set-aside scheme | καθεστώς της αγροβιομηχανικής αγρανάπαυσης |
ed. | in-service training scheme | υποτροφία συνεχούς κατάρτισης |
fin. | institutional protection scheme | θεσμικό σύστημα προστασίας |
econ., fin. | insurance and guarantee scheme | σύστημα ασφάλισης και εγγύησης |
insur. | insurance compensation scheme | σύστημα ασφαλιστικής αποζημίωσης |
insur. | insurance guarantee scheme | σύστημα ασφαλιστικής αποζημίωσης |
insur. | insurance scheme | σύστημα ασφαλίσεως |
insur. | insurance scheme | καθεστώς ασφαλίσεως |
insur. | insurance under a social security scheme | ασφάλιση σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως |
fin. | insurance/liability scheme | πρόγραμμα ασφάλειας/ευθύνης |
insur. | insured scheme | συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που συνάφθηκε με ασφαλιστική εταιρία |
fin. | Interbank Netting Scheme | Διατραπεζικό Σύστημα Συμψηφισμού |
fin. | interest rate subsidy scheme | πρόγραμμα επιδότησης επιτοκίου |
fin. | international certification scheme for rough diamonds | σύστηµα διεθνούς πιστοποίησης των ακατέργαστων διαµαντιών |
gen. | International Dairy Development Scheme | Διεθνές πρόγραμμα ανάπτυξης των γαλακτοκομικών προϊόντων |
chem. | International Fertiliser Supply Scheme | Διεθνές πρόγραμμα εφοδιασμού σε λιπάσματα |
social.sc., health. | invalidity benefit scheme | σύστημα παροχών αναπηρίας |
econ. | investment promotion scheme | προγραμματισμός προώθησης των επενδύσεων |
econ., fin., account. | investment services consisting in the administration of employee-participation schemes | επενδυτικές υπηρεσίες συνιστάμενες αποκλειστικά στη διαχείριση ενός συστήματος συμμετοχής των εργαζομένων |
fin. | investor compensation scheme | σύστημα αποζημίωσης επενδυτών |
econ., fin. | investor compensation scheme | σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών |
fin. | investors'compensation scheme | σύστημα αποζημίωσης επενδυτών |
med. | Jantzen scheme | σχήμα Jantzen |
fin. | joint enterprise scheme | καθεστώς μεικτών εταιρειών |
law, fish.farm. | Joint International Inspection Scheme | πρόγραμμα αμοιβαίας διεθνούς επιθεώρησης |
law, fish.farm. | Joint International Inspection Scheme | Κοινό Πρόγραμμα Διεθνούς Επιθεώρησης |
gov., insur., sec.sys. | Joint Sickness Insurance Scheme | κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης |
gov., insur., sec.sys. | Joint Sickness Insurance Scheme | κοινονικό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως |
gov., insur., sec.sys. | Joint Sickness Insurance Scheme | Κοινό καθεστώς ασφάλισης ασθενείας |
gov., insur., sec.sys. | Joint Sickness Insurance Scheme | Κοινό Καθεστώς Υγειονομικής Ασφάλισης |
gen. | Kaleidoscope scheme | Πρόγραμμα "Καλειδοσκόπιο" |
med. | Kaltenbach scheme | σχήμα του Kaltenbach |
med. | Kaufmann scheme | σχήμα του Kaufmann |
med. | Kaufmann scheme | ορμονοθεραπεικό σχήμα του Kaufmann |
commer., polit., tech. | Kimberley certification scheme for rough diamonds | σύστημα πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ |
commer., polit., tech. | Kimberley Process certification scheme | σύστημα πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ |
commer., polit., tech. | KP certification scheme | σύστημα πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ |
stat., scient. | L2 association scheme | σχηματισμός σύνδεσης L2 |
math. | L2 association scheme | L2 σχέδιο ένωσης |
gen. | legal development scheme | σχέδιο Θέμις |
gen. | legal development scheme | σχέδιο για την ανάπτυξη του δικαίου |
gen. | local democracy scheme | σχέδιο για την ανάπτυξη της τοπικής δημοκρατίας |
gen. | local democracy scheme | σχέδιο Lodé |
gen. | Lode scheme | σχέδιο για την ανάπτυξη της τοπικής δημοκρατίας |
gen. | Lode scheme | σχέδιο Lodé |
gen. | long term illness scheme | σύστημα μακροχρόνιων ασθενειών |
fin. | loss mutualisation protection scheme | σύστημα προστασίας μέσω του επιμερισμού των ζημιών |
econ., food.ind. | Management Committee for the Special Scheme to combat Hunger in the World | Επιτροπή Διαχείρισης του Ειδικού Προγράμματος Καταπολέμησης της Πείνας στον κόσμο |
tax. | margin scheme | καθεστώς του περιθωρίου κέρδους |
insur. | mariners'scheme | καθεστώς Κοινωνικής Ασφάλειας ναυτικών |
insur. | mariners'scheme | ασφαλιστικό καθεστώς των ανθρώπων της θάλασσας |
insur. | mariners'scheme | ασφάλιση ναυτικών |
agric. | market-related scheme | ενέργεια που συνδέεται με τις αγορές |
construct. | master development and town planning scheme | Γενικό Πολεοδομικό Ρυθμιστικό σχέδιο |
social.sc. | means-tested benefit scheme | σύστημα παροχών που χορηγούνται με βάση τους πόρους ζωής του δικαιούχου |
law, health. | Medical Group Practice Scheme Ordinance | διάταγμα περί ιατρικής Group Practice Scheme |
insur. | miners'scheme | ασφαλιστικό καθεστώς των εργαζομένων στα ορυχεία |
agric. | model scheme for information on rural development initiatives and agricultural markets | δίκτυο κέντρων πληροφόρησης για τις πρωτοβουλίες σε θέματα αγροτικής ανάπτυξης και για τις γεωργικές αγορές |
insur. | money purchase scheme | σύστημα με βάση τις καταβληθείσες εισφορές |
fin. | multilateral netting scheme without a central counterparty | σύστημα πολυμερούς συμψηφισμού χωρίς κεντρικό αντισυμβαλλόμενο |
environ. | multi-material recycling scheme | σχέδιο ανακύκλωσης πολλαπλών υλικών |
fin. | multi-seller securitisation scheme | πρόγραμμα τιτλοποίησης με πολλούς πωλητές |
fin. | mutual assistance scheme | καθεστώς αμοιβαίας συνδρομής |
econ. | mutual assistance scheme | ταμείο κοινωνικής αλληλασφάλισης |
law | mutual guarantee scheme | αμοιβαία εγγύηση |
law | mutual guarantee scheme | εταιρία αμοιβαίων εγγυήσεων |
fin. | national aid scheme | εθνικό καθεστώς ενίσχυσης |
law, social.sc. | national assistance scheme for the unemployed | κλαδική ρύθμιση περί ανέργων |
law | national protection scheme | εθνικό καθεστώς προστασίας |
fin. | national scheme of assistance | εθνικό καθεστώς ενίσχυσης |
sec.sys. | national social security scheme | εθνικό καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης |
gov. | national social security scheme | εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης |
gen. | national social security scheme | εθνικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως |
environ. | neighbourhood improvement scheme | πρόγραμμα βελτιώσεων σε επίπεδο γειτονιάς |
fin., tax. | new import scheme aimed at subsequent liberalisation | νέο καθεστώς εισαγωγών σε πειραματική βάση |
insur. | non-contributory scheme | σύστημα χωρίς συνεισφορά |
insur. | non-contributory scheme | καθεστώς μη ανταποδοτικό |
insur. | non-contributory scheme | σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως χωρίς συνεισφορά |
insur. | non-contributory scheme | σύστημα μη ανταποδοτικό |
social.sc. | non-contributory social security scheme | καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης χωρίς εισφορές |
law, fin. | normal value added tax scheme | κανονικό καθεστώς εφαρμογής του φόρου προστιθέμενης αξίας |
fin. | notes-held-to-order scheme | σύστημα ΝΗΤΟ |
fin. | notes-held-to-order scheme | σύστημα φύλαξης τραπεζογραμματίων "notes-held-to-order" |
fin., insur., sec.sys. | occupational pension scheme | επαγγελματικό καθεστώς συνταξιοδότησης |
fin., insur., sec.sys. | occupational pension scheme | επαγγελματικό σύστημα |
fin., insur., sec.sys. | occupational pension scheme | σύστημα επαγγελματικής σύνταξης |
fin., insur., sec.sys. | occupational pension scheme | επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
social.sc. | occupational pension scheme | επικουρικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
fin., insur., sec.sys. | occupational retirement pension scheme | επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
fin., insur., sec.sys. | occupational retirement pension scheme | σύστημα επαγγελματικής σύνταξης |
fin., insur., sec.sys. | occupational retirement pension scheme | επαγγελματικό καθεστώς συνταξιοδότησης |
fin., insur., sec.sys. | occupational retirement pension scheme | επαγγελματικό σύστημα |
social.sc. | occupational retirement pension scheme | επικουρικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
fin., insur., sec.sys. | occupational scheme | επαγγελματικό σύστημα |
fin., insur., sec.sys. | occupational scheme | επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
fin., insur., sec.sys. | occupational scheme | σύστημα επαγγελματικής σύνταξης |
fin., insur., sec.sys. | occupational scheme | επαγγελματικό καθεστώς συνταξιοδότησης |
social.sc. | Open Long-Term Benefits Scheme | ανοικτό σύστημα μακροπρόθεσμων παροχών |
stat., scient. | open sequential scheme | ανοικτό ακολουθιακό σχήμα 55NT δειγματοληψίας |
stat. | open sequential scheme | ανοικτό διαδοχικό σχέδιο |
gen. | optional group insurance scheme | προαιρετική ομαδική ασφάλιση |
fin., social.sc. | optional insurance scheme | σύστημα προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως |
fin. | part-financing of a national aid scheme | συγχρηματοδότηση εθνικού καθεστώτος ενισχύσεων |
fin. | Passbook Scheme | καθεστώς βιβλιαρίου πιστώσεων |
gov., insur., social.sc. | pay-as-you-go pension scheme | διανεμητικό σύστημα |
gov., insur., social.sc. | pay-as-you-go pension scheme | μη κεφαλαιοποιητικό σύστημα |
fin., social.sc. | pay-as-you-go scheme | κατανεμημένο σύστημα πληρωμής |
med. | Penfield scheme | σχήμα του Penfield |
fin., social.sc. | pension insurance scheme | σύστημα ασφάλισης συντάξεων |
social.sc. | pension insurance scheme for manual workers or clerical staff | ασφάλιση συντάξεων εργατοϋπαλλήλων |
insur. | pension scheme | σύστημα ασφαλίσεως γήρατος |
econ. | pension scheme | ασφάλεια γήρατος |
gov. | pension scheme | συνταξιοδοτικό καθεστώς |
social.sc., sociol. | pension scheme | συνταξιοδοτικό σύστημα |
insur. | pension transfer scheme | σχέδιο μεταβίβασης δικαιωμάτων σύνταξης |
environ. | performance labelling scheme | σύστημα επισήμανσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων |
fin. | personal pension scheme | καθεστώς συντάξεων γήρατος |
gen. | persons covered by this Scheme shall be registered with the Central Office | οι ασφαλισμένοι εγγράφονται στο κεντρικό γραφείο |
fin. | piece-work pay scheme | σύστημα κατ΄αποκοπήν αμοιβών |
fin. | pilot scheme | πιλοτικό πείραμα |
R&D. | pilot scheme | πιλοτική δράση' πιλοτικό έργο' πιλοτικό πρόγραμμα |
fin. | pilot scheme | πρότυπη δράση |
fin. | pilot scheme | πρότυπο πειραματικών ενεργειών |
gen. | pilot scheme | πρότυπη πειραματική ενέργεια |
gen. | Pilot scheme to provide financial aid for translations of contemporary literary works | Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης για μεταφράσεις σύγχρονων λογοτεχνικών έργων |
ed. | Pilot scheme to provide financial assistance for projects to promote books and reading in Europe | Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης των σχεδίων για την προώθηση του βιβλίου και της ανάγνωσης στην Ευρώπη |
gen. | Pilot scheme to provide financial assistance for the translation of literary, theatrical and reference works | Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης για μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων,θεατρικών έργων και έργων αναφοράς |
ed. | practical training schemes | ειδικές διοργανώσεις |
fin., social.sc. | pre-funded scheme | προχρηματοδοτούμενο σύστημα |
agric. | premium scheme | καθεστώς επιδοτήσεων |
fin., commun. | pricing scheme | τιμολογιακό σύστημα |
law, health. | Primary Care Scheme | σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης |
gov. | private supplementary sickness insurance scheme | ιδιωτική συμπληρωματική υγειονομική ασφάλιση |
gov. | private supplementary sickness insurance scheme | ιδιωτική συμπληρωματική ασφάλιση ασθενείας |
insur. | private wording scheme | σχέδιο ειδικών όρων |
ed. | Programme to support development cooperation schemes between the universities and higher educational establishments of Europe and the Mediterranean non-member countries MNCs | Πρόγραμμα στήριξης των δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη μεταξύ των πανεπιστημίων και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και αυτών των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών ΤΜΧ |
ed. | Programme to support development cooperation schemes between the universities and higher educational establishments of Europe and the Mediterranean non-member countries | Πρόγραμμα στήριξης των δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη μεταξύ των πανεπιστημίων και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και αυτών των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών |
gen. | Programme to support development cooperation schemes between the universities and higher educational establishments of Europe and the Mediterranean non-member countries MNCs | Πρόγραμμα στήριξης των δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη μεταξύ των πανεπιστημίων και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και αυτών των Τρίτων Μεσογειακών ΧωρώνΤΜΧ |
social.sc. | Protocol to the European Interim Agreement on Social Security other than Schemes for Old Age, Invalidity and Survivors | Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων" |
social.sc. | Protocol to the European Interim Agreement on Social Security Schemes Relating to Old Age, Invalidity and Survivors | Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" |
gov. | public scheme of sickness insurance | δημόσιο σύστημα υγειονομικής ασφάλισης |
law, commer. | pyramid sales scheme | σύστημα διανομής με μορφή πυραμίδας |
environ. | radioactive waste management scheme | διάγραμμα διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων |
insur. | rate of contribution to the pension scheme | συντελεστής εισφοράς στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως |
stat. | rectangular association scheme | σχέδιο ορθογώνιας σύνδεσης |
stat. | rectangular association scheme | ορθογώνια καθεστώτος συνδέσεως |
gen. | refund, prorating and accounting scheme | σύστημα επιστροφής, κατ'αναλογία κατανομής και λογιστικής παρακολούθησης |
fin. | regional aid scheme | καθεστώς παροχής ενίσχυσης στην περιφέρεια |
gen. | regional aid scheme | καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων |
gen. | regional aid scheme | καθεστώς ενίσχυσης με περιφερειακή σκοπιμότητα |
tax., transp. | regional disc scheme | κοινό περιφερειακό αυτοκόλλητο σήμα |
econ. | regional investment aid scheme | σχέδιο περιφερειακών επενδυτικών ενισχύσεων |
gen. | registered travellers scheme | πρόγραμμα καταχώρισης των ταξιδιωτών |
law, agric. | Regulation of the European Parliament and of the Council establishing rules for direct payments to farmers under support schemes within the framework of the common agricultural policy | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής |
insur. | repartition scheme | πρόγραμμα αποχωρούντων |
mater.sc. | research secondment scheme | σχέδιο απόσπασης ερευνητών |
gen. | retention within the aid scheme | διατήρηση στο καθεστώς ενισχυόμενης περιοχής |
social.sc., lab.law. | retirement scheme | καθεστώς αποχώρησης |
environ. | revised Community eco-label award scheme | αναθεωρημένο κοινοτικό σύστημα απονομής οικολογικού σήματος |
law | Robert Schuman scheme | Δράση Robert Schuman |
insur. | salary grade scheme | συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που οι παροχές του υπολογίζονται αναλογικά των ετησίων αποδοχών |
stat. | sampling scheme | σχέδιο δειγματοληψίας |
stat. | sampling scheme | σχέδιο δειγματοληπτικής έρευνας |
stat. | sampling scheme | δειγματοληπτικό σχήμα |
tech. | sampling scheme | σχήμα δειγματοληψίας |
insur. | scheme applicable to clerical workers | σύστημα που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους |
insur., transp., construct. | scheme applicable to manual workers | σύστημα που εφαρμόζεται στους εργάτες |
insur., transp., construct. | scheme applicable to manual workers in the steel industry | σύστημα που εφαρμόζεται στους χειρώνακτες εργαζομένους της βιομηχανίας χάλυβα |
insur. | scheme charge | επιβάρυνση προγράμματος |
environ. | scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community | σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ένωσης |
environ. | scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community | σύστημα εμπορίας εκπομπών |
agric. | scheme for recognition of quality | σύστημα αναγνώρισης της ποιότητας |
insur. | scheme for sickness or maternity insurance | σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας ή μητρότητας |
agric. | scheme for the permanent abandonment of areas under vines | καθεστώς οριστικής εγκατάλειψης των αμπελουργικών εκτάσεων |
law, fin. | scheme for the restriction of the right to deduct | περιοριστικό καθεστώς του δικαιώματος προς έκπτωση |
insur. | scheme for the self-employed | καθεστώς των ανεξάρτητα εργαζομένων |
insur. | scheme for the self-employed | ασφαλιστικό καθεστώς αυτοτελώς απασχολουμένων |
law | scheme of arrangement out of court | εξωδικαστικός συμβιβασμός |
med. | scheme of childlike characteristics | σχήμα των παιδικών χαρακτηριστικών του Lorenz |
fin. | scheme of generalised tariff preferences | σύστημα γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων |
stat., scient. | scheme of hidden periodicity | σχήμα κρυφής περιοδικότητας |
stat. | scheme of hidden periodicity | σύστημα των κρυφών περιοδικότητα |
law, fish.farm. | Scheme of Joint International Inspection | πρόγραμμα αμοιβαίας διεθνούς επιθεώρησης |
law, fish.farm. | Scheme of Joint International Inspection | Κοινό Πρόγραμμα Διεθνούς Επιθεώρησης |
fin. | scheme of operations | πρόγραμμα εργασίας |
gen. | scheme of social security benefits | σύστημα κοινωνικών παροχών |
ed., agric. | School Fruit Scheme | σχέδιο προώθησης της κατανάλωσης φρούτων στα σχολεία |
social.sc., ed., food.ind. | school milk scheme | πρόγραμμα για τη διανομή γάλακτος στα σχολεία |
nat.sc. | Science Park Consultancy Scheme | σύστημα παροχής συμβουλών σε θέματα οργάνωσης επιστημονικών πάρκων |
mater.sc. | Science Park Consultancy Scheme launched within the Sprint programme | Δίκτυο παροχής συμβουλών σε θέματα οργάνωσης επιστημοτόπωνScience Parkστο πλαίσιο του προγράμματος Sprint |
insur. | self-administered pension scheme | αυτοδιαχειριζόμενο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα |
econ. | self-balancing scheme on a year to year basis | ισοσκελισμός αφεαυτού σε ετήσια βάση |
social.sc. | self-help scheme | πρόγραμμα αυτοβοήθειας |
fin., agric. | set-aside incentive scheme for arable land | καθεστώς ενισχύσεων για την προσωρινή παύση της καλλιέργειας των αρόσιμων γαιών |
fin., agric. | set-aside incentive scheme for arable land | ενισχύσεις που αφορούν την παύση καλλιέργειας αρόσιμων γαιών |
agric. | set-aside scheme | μέτρα για προσωρινή παύση καλλιέργειας των γαιών |
social.sc., lab.law. | severance scheme | κοινωνικό πρόγραμμα |
ed. | Sickness Insurance scheme of the Communities | καθεστώς ασφάλισης των Kοινοτήτων κατά των κινδύνων ασθενείας |
gov. | sickness insurance scheme of the Communities | κοινοτικό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης |
gen. | sickness insurance scheme of the Communities | ασφαλιστικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης των Κοινοτήτων |
insur. | sickness or maternity insurance scheme | σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας ή μητρότητας |
gen. | sickness scheme | καθεστώς υγειονομικής ασφάλισης |
law, fin. | simplified scheme | απλοποιημένο καθεστώς |
econ. | single payment scheme | καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης |
gen. | Small Business Innovation Research Scheme | πρόγραμμα έρευνας και καινοτομίας για τις μικρές επιχειρήσεις |
environ., industr. | Small Company Environmental and Energy Management Assistance Scheme | καθεστώς ενίσχυσης για τη διαχείριση της ενέργειας και του περιβάλλοντος στις μικρές επιχειρήσεις |
agric. | small farmers scheme | καθεστώς κατόχου μικρής γεωργικής εκμετάλλευσης |
sec.sys. | social security scheme | σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως |
sec.sys. | social security scheme | καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως |
law, social.sc. | social security scheme | σύστημα κοινωνικής ασφάλισης |
fin., transp. | special depreciation scheme | κατ'εξαίρεση μηχανισμός απόσβεσης |
law, insur. | special scheme | ειδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως |
law, insur. | special scheme | ειδικό ασφαλιστικό καθεστώς |
tax. | special scheme | ειδικό καθεστώς |
tax. | special scheme for electronically supplied services | ειδικό καθεστώς για υπηρεσίες που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα |
tax. | special scheme for investment gold | ειδικό καθεστώς επενδυτικού χρυσού |
tax. | special scheme for investment gold | ειδικό καθεστώς για τον επενδυτικό χρυσό |
law, insur., lab.law. | special scheme for self-employed persons | ειδικό σύστημα για μη μισθωτούς |
immigr., sec.sys. | special scheme for self-employed workers | ειδικό σύστημα για μη μισθωτούς |
law | special scheme for travel agents | ειδικό καθεστώς των πρακτορείων ταξιδίων |
law | special scheme for travel agents | ειδικό καθεστώς πρακτορείων ταξιδιών |
insur., construct. | special scheme for workers in mines and similar undertakings | ειδικό σύστημα για τους εργαζομένους των ορυχείων και των εξομοιουμένων επιχειρήσεων |
sec.sys. | special social security scheme | ειδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως |
social.sc. | special social security scheme for self-employed persons | ειδικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των μη μισθωτών |
insur. | special wording scheme | σχέδιο ειδικών όρων |
fin. | special-depreciation scheme | καθεστώς ειδικών αποσβέσεων |
fin., agric. | specific aid under the rural society schemes | ειδική ενίσχυση για τις δράσεις "Αγροτικός κόσμος" |
fin., industr. | Start-up Business Assistance Scheme | καθεστώς ενίσχυσης για τη δημιουργία επιχειρήσεων |
insur., social.sc. | state earnings-related additional pension scheme | πρόσθετη σύνταξη που εξαρτάται από τα εισοδήματα |
insur., social.sc. | state earnings-related additional pension scheme | κρατική πρόσθετη σύνταξη που σχετίζεται με τα εισοδήματα |
sec.sys., lab.law. | statutory pension insurance scheme | εκ του νόμου σύστημα ασφάλισης συντάξεων |
sec.sys., lab.law. | statutory pension scheme | εκ του νόμου σύστημα ασφάλισης συντάξεων |
social.sc. | statutory retirement pension scheme | το εκ του νόμου προβλεπόμενο συνταξιοδοτικό σύστημα |
ed. | Study Visits Scheme for education specialists and administrators | σχέδιο για επισκέψεις μελέτης ειδημόνων σε θέματα εκπαίδευσης και διοικητικών |
ed., IT | subcritical scheme | υποκρίσιμο σύστημα |
social.sc. | subsidised housing scheme | κοινωνική κατοικία |
social.sc. | subsidised housing scheme | λαϊκή κατοικία |
insur. | supplementary benefit scheme | σύστημα συμπληρωματικών παροχών |
social.sc. | supplementary pension scheme | συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
social.sc. | supplementary pension scheme | επικουρικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
law, insur. | supplementary scheme | καθεστώς συμπληρωματικής ασφάλισης |
social.sc. | supplementary social security scheme | επικουρικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως |
energ.ind. | support scheme | σύστημα στήριξης |
social.sc., empl. | switch leave scheme | σύστημα άδειας εκ περιτροπής |
tax. | tax incentive scheme | καθεστώς φορολογικών κινήτρων |
ed. | teacher exchange scheme | πρόγραμμα ανταλλαγής καθηγητών |
agric. | temporary fallowing scheme | προσωρινό καθεστώς απόσυρσης γαιών |
gov. | temporary joint provident scheme of the institutions of the Communities | κοινό προσωρινό καθεστώς πρόνοιας των Οργάνων των Κοινοτήτων |
gen. | temporary joint provident scheme of the institutions of the Communities | κοινό προσωρινό καθεστώς προνοίας των οργάνων των Κοινοτήτων |
law, fin. | the scheme for certain used goods | καθεστώς ορισμένων μεταχειρισμένων αντικειμένων |
law, fin. | the scheme for used goods | καθεστώς μεταχειρισμένων αντικειμένων |
law, fin. | the scheme for works of art | καθεστώς αντικειμένων τέχνης,αρχαιολογικών αντικειμένων και αντικειμένων για συλλογές |
tax. | the special scheme for small undertakings | ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων |
gen. | Themis scheme | σχέδιο για την ανάπτυξη του δικαίου |
gen. | Themis scheme | σχέδιο Θέμις |
fin. | "third system and employment" pilot scheme | δοκιμαστική ενέργεια "Τρίτο σύστημα και απασχόληση" |
fin. | three party card scheme | τριμερές σύστημα καρτών |
insur. | top hat scheme | ασφάλιση υψηλών στελεχών |
econ. | town-planning scheme | πολεοδομικό σχέδιο |
fin. | trade modernisation aid scheme | καθεστώς ενισχύσεων για τον εκσυγχρονισμό του εμπορίου |
law, min.prod. | traffic separation scheme | σύστημα διαχωρισμού της θαλάσσιας κυκλοφορίας ΣΔΘΚ |
gen. | traffic separation scheme area | επιφάνεια συστήματος διαχωρισμού κυκλοφορίας |
ed., empl. | training scheme | μέτρα κατάρτισης |
ed. | Trans-European Cooperation Scheme for Higher Education | Πρόγραμμα διευρωπαϊκής κινητικότητας για πανεπιστημιακές σπουδές; Διευρωπαϊκό πρόγραμμα συνεργασίας στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης TEMPUS II, 1994-1998 |
ed. | Trans-European Cooperation Scheme for Higher Education | διευρωπαϊκό πρόγραμμα συνεργασίας στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης |
ed. | Trans-European Mobility Scheme for University Studies | Πρόγραμμα διευρωπαϊκής κινητικότητας για πανεπιστημιακές σπουδές; Διευρωπαϊκό πρόγραμμα συνεργασίας στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης TEMPUS II, 1994-1998 |
ed. | trans-European mobility scheme for university studies | διευρωπαϊκό πρόγραμμα συνεργασίας στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης |
ed. | trans-European mobility scheme for university studies | διευρωπαϊκό πρόγραμμα κινητικότητας για πανεπιστημιακές σπουδές |
ed. | Trans-European scheme for cooperation in higher education between Central and Eastern Europe, the New Independent States of the former Soviet Union, Mongolia, and the European Union | Διευρωπαϊκό πρόγραμμα συνεργασίας στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταξύ της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, των Νέων Ανεξάρτητων Κρατών της πρώην Σοβιετικής 'Ενωσης καθώς και της Μογγολίας, και της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης |
fin., arts. | transfrontier patronage scheme | ενέργειες διαπεριφερειακών χρηματοδοτήσεων |
gen. | transnational scheme | διεθνική ενέργεια |
stat. | triangular association scheme | τριγωνικό σχέδιο σύνδεσης |
stat. | triangular association scheme | τριγωνικό σύστημα σύνδεσης |
insur. | unfunded scheme | αυτοχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα |
agric. | uniform certification scheme | ενιαίο σύστημα πιστοποιήσεως |
insur. | valuation linked scheme | μέθοδος συνδυασμού αξίας |
tax. | VAT compensation scheme | σύστημα συμψηφισμού ΦΠΑ |
insur., transp., construct. | voluntary insurance scheme | σύστημα προαιρετικής ασφαλίσεως |
social.sc. | Voluntary Pension Scheme | σχέδιο εθελοντικής συνταξιοδότησης |
environ. | water management scheme | υδραυλικό σχέδιο |
stat. | weighting scheme | σταθμιστικό σχήμα |
econ. | weighting scheme | στάθμιση |
agric. | whole herd cull scheme | πρόγραμμα σφαγής ολόκληρης αγέλης |
ed. | Youth Exchange Scheme | Πρόγραμμα ανταλλαγής νέων |
econ. | youth exchange scheme | ανταλλαγές νέων |
ed., empl. | youth guarantee scheme | Εγγυήσεις για τη νεολαία |
social.sc., ed. | Youth Training Scheme | πρόγραμμα κατάρτισης των νέων |