Subject | English | Greek |
stat., tech. | chain sampling plan | σχήμα αλυσωτής δειγματοληψίας |
stat., tech. | continuous multi-level sampling plan | σχέδιο συνεχούς δειγματοληψίας πολλαπλού επιπέδου |
stat., tech. | continuous sampling plan | σχήμα συνεχούς δειγματοληψίας |
stat., tech. | continuous single level sampling plan | σχέδιο συνεχούς δειγματοληψίας ενός επιπέδου |
stat., scient. | Dodge continuous sampling plan | σχεδιασμός συνεχούς δειγματοληψίας του Dodge |
stat. | Dodge continuous sampling plan | Dodge συνεχή σχέδιο δειγματοληψίας |
stat., tech. | multiple sampling plan | πρόγραμμα πολλαπλών δειγματοληψιών |
stat. | repetitive group sampling plan | σχέδιο επαναληπτικής δειγματοληψίας ομάδων |
stat. | repetitive group sampling plan | επαναλαμβανόμενη ομάδα σχέδιο δειγματοληψίας |
met. | sampling inspection plan | σχέδιο ελέγχου με δειγματοληψία |
stat. | sampling plan | σχέδιο δειγματοληψίας |
commun. | sampling plan | πρόγραμμα δειγματοληψίας |
stat. | sampling plan | σχέδιο δειγματοληπτικής έρευνας |
math. | sampling plan | δειγματοληπτικός σχεδιασμός |
stat. | sampling plan | δειγματοληπτικό σχήμα |
math. | sampling plan | σχέδιο μεγέθους |
math. | sampling plan | σχεδιασμός μεγέθους |
math. | sampling plan | σχεδιασμός έρευνας |
math. | sampling plan | δειγματοληπτικο σχέδιο |
stat., tech. | sequential sampling plan | σχήμα συνεχούς δειγματοληψίας |
stat., IT, tech. | single sampling plan | σχέδιο δειγματοληψία ενός στοιχείου |
stat. | single sampling plan | ενιαίο σχέδιο δειγματοληψίας |
stat., tech. | skip lot sampling plan | σχήμα κολοβής δειγματοληψίας με παράλειψη παρτίδων |