Subject | English | Greek |
stat. | acceptance sampling | δειγματοληψία αποδοχής |
industr., construct., chem. | acceptance sampling scheme | Aποδεκτός τρόπος δειγματοληψίας |
health. | active sampling | ενεργός δειγματοληψία |
lab.law. | activity sampling | μέθοδος στιγμιαίων παρατηρήσεων |
stat. | adaptive rejection sampling | αναπροσαρμοστική δειγματοληψία απόρριψης |
gen. | air sampling | δειγματοληψία αέρα |
earth.sc., tech. | analog sampling oscilloscope | αναλογικός παλμογράφος δειγματοληψίας |
met. | appliance for sampling intermediate or finished recycling products | συσκευή δειγματοληψίας των ενδιάμεσων ή των τελικών προϊόντων της ανακύκλωσης |
commun. | area frame sampling | τοπική δειγματοληψία με πλαίσια |
stat., agric. | Area Frame Sampling | δειγματοληπτική επιτόπια έρευνα |
stat. | area sampling | δειγματοληψία περιοχής |
stat. | area sampling | απογραφή περιοχής |
stat., social.sc. | area sampling | δειγματοληψία επιφανείας |
stat. | area sampling | δειγματοληψία κατά περιοχές |
stat. | attribute sampling | τρόπος δειγματοληψίας κατά ιδιότητες |
econ., account. | audit sampling | ελεγκτική δειγματοληψία |
econ., account. | audit sampling | δειγματoληψία |
transp., tech. | bag sampling system | σύστημα δειγματοληψίας με σάκκο |
agric. | batch thresher for sampling | αλωνιστική μηχανή για αγροτεμάχια-μάρτυρες |
stat. | Bayesian inference using Gibbs sampling | Μπεϋζιανή συμπερασματολογία χρησιμοποιώντας τον δειγματολήπτη Gibbs |
stat. | biased sampling | προκατειλημμένη δειγματοληψία |
stat. | biased sampling | διαδικαστικά λανθανσμένη δειγματοληψία |
health. | biological sampling | βιολογική δειγματοληψία |
environ., tech., mining. | bulk sampling | ολική δειγματοληψία |
stat., scient. | bulk sampling | δειγματοληψία κατά στοιβάδες |
stat., scient. | bulk sampling | δειγματοληψία από σωρό |
stat. | bulk sampling | δειγματοληψία όγκου |
stat., scient. | capture/recapture sampling | δειγματοληψία σύλληψης-απελευθέρωσης |
stat. | capture/recapture sampling | δειγματοληψία σύλληψης/απελευθέρωσης |
stat. | capture/recapture sampling | δειγματοληψία σύλληψης/επανασύλληψης |
math. | capture/release sampling | δειγματοληψία σύλληψης/επανασύλληψης |
stat., scient. | capture/release sampling | δειγματοληψία σύλληψης-απελευθέρωσης |
math. | capture/release sampling | δειγματοληψία σύλληψης/απελευθέρωσης |
met. | carbide sampling | δειγματοληψία καρβιδίου |
lab.law. | centrifugal sampling instrument | όργανο δειγματοληψίας τύπου κυκλώνα |
lab.law. | centrifugal sampling instrument | δειγματολήπτης τύπου κυκλώνα |
lab.law. | centrifugal sampling instrument | δειγματολήπτης με επιλογέα-ταξινομητή τύπου κυκλώνα |
stat., tech. | chain sampling plan | σχήμα αλυσωτής δειγματοληψίας |
chem. | chemical sampling system | σύστημα χημικής δειγματοληψίας |
math. | choice-based sampling | περίπτωση αναφερόμενο μελέτη |
math. | choice-based sampling | νομολογία του Δικαστηρίου |
math. | choice-based sampling | επιλογή με βάση δειγματοληψία |
math. | choice-based sampling | τον έλεγχο της μελέτης |
math. | choice-based sampling | αναδρομική μελέτη |
stat., scient. | chunk sampling | δειγματοληψία κατά τμήματα |
stat. | chunk sampling | δειγματοληψίας κομμάτι |
math. | cluster sampling | πολυσταδιακή δειγματοληψία |
math. | cluster sampling | ακολουθιακή δειγματοληψία |
math. | cluster sampling | ακολουθιακή επιλογή |
stat., agric. | cluster sampling | αθροιστική δειγματοληψία |
stat., social.sc. | cluster sampling | ομαδική δειγματοληψία |
math. | cluster sampling | δειγματοληψία κατά ομάδες |
chem., el. | coal sampling | δειγματοληψία άνθρακα |
IT, dat.proc. | color sampling | δειγματοληψία χρώματος |
polit. | Committee for the adaptation to technical and scientific progress of the directive concerning the methods of measurement and frequencies of sampling and analysis of surface water intended for the abstraction of drinking water in the Member States | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με τις μεθόδους μέτρησης και τη συχνότητα δειγματοληψιών και αναλύσεων των επιφανειακών υδάτων που προορίζονται για τη λήψη ποσίμου ύδατος στα κράτη μέλη |
gen. | Committee on the adaptation to scientific and technical progress of the directive concerning the methods of measurement and frequencies of sampling and analysis of surface water intended for the abstraction of drinking water | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί των μεθόδων μετρήσεως και περί της συχνότητας των δειγματοληψιών και της αναλύσεως των επιφανειακών υδάτων τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος |
stat. | composite sampling scheme | σχήμα σύνθετης δειγματοληψίας |
stat. | composite sampling scheme | σύνθετο δειγματοληπτικό σχήμα |
chem. | condensation sampling | δειγματοληψία με συμπύκνωση |
stat., scient. | configurational sampling | δικτυωτή δειγματοληψία |
nat.sc. | constant volume sampling | δειγματοληψία σταθερού όγκου |
transp., mil., grnd.forc., tech. | constant-volume sampling | λήψη δειγμάτων σταθερού όγκου |
stat., tech. | continuous multi-level sampling plan | σχέδιο συνεχούς δειγματοληψίας πολλαπλού επιπέδου |
environ. | continuous sampling | συνεχής δειγματοληψία |
stat., tech. | continuous sampling plan | σχήμα συνεχούς δειγματοληψίας |
stat. | continuous sampling plans | διαρκή δειγματοληψία σχεδίων |
stat., tech. | continuous single level sampling plan | σχέδιο συνεχούς δειγματοληψίας ενός επιπέδου |
industr., construct. | core sampling | δειγματοληψία πυρήνα |
lab.law. | cyclic sampling | κυκλική δειγματοληψία |
el. | data sampling time interval | διάστημα δειγματοληψίας δεδομένων |
environ. | device equipped with a fixed filter for the continuous sampling of airborne atmospheric dust | διάταξη εφοδιασμένη με φίλτρο για τη συνεχή δειγματοληψία του ατμοσφαιρικού κονιορτού |
stat., agric. | diagnostic sampling | διαγνωστική δειγματοληψία |
stat. | direct sampling | άμεση δειγματοληψία |
environ. | discontinuous sampling | ασυνεχής δειγματοληψία |
stat., scient. | Dodge continuous sampling plan | σχεδιασμός συνεχούς δειγματοληψίας του Dodge |
stat. | Dodge continuous sampling plan | Dodge συνεχή σχέδιο δειγματοληψίας |
stat. | double sampling | διπλή δειγματοληψία |
lab.law. | dust sampling | δειγματοληψία σκόνης |
med. | effect collection of samples | διενεργώ συλλογή δειγμάτων |
tech. | electrically heated sampling probe | δοκιμαστικός σωλήνας δειγματοληψίας ηλεκτρικώς θερμαινόμενος |
stat. | epsem sampling | ίση πιθανότητα της μεθόδου επιλογής |
industr., construct. | equipment for controlling and sampling | συσκευές για έλεγχο και δειγματοληψία |
stat. | equivalent samples | ισοδύναμα δείγματα |
pharma., mech.eng., el. | examination for residues by sampling | ανίχνευση καταλοίπων με δειγματοληψία |
gen. | exhaust gas sampling | δειγματοληψία των καυσαερίων |
stat. | exhaustive sampling | εξαντλητική δειγματοληψία |
stat., scient. | exhaustive sampling | καθολική δειγματοληψία |
stat., scient. | exhaustive sampling | διεξοδική έρευνα |
stat., agric. | exploratory sampling | διερευνητική δειγματοοληψία,ανιχνευτική δειγματοληψία |
stat., scient. | extensive sampling | εκτατική δειγματοληψία |
stat. | extensive sampling | εκτενής δειγματοληψία |
tech. | fast sampling flash radiometer | ραδιόμετρο δειγματοληψίας ταχυτάτων αναλαμπών |
IT, earth.sc. | filter for sampling signals | φίλτρο για τη δειγματοληψία των σημάτων |
stat., scient. | finite sampling correction | διόρθωση πεπερασμένου πληθυσμού |
stat. | finite sampling correction | πεπερασμένη διόρθωση δειγματοληψίας |
stat. | finite sampling correction | πεπερασμένος πολλαπλασιαστής |
math. | finite sampling correction | πεπερασμένη διόρθωση πληθυσμών |
industr., construct., chem. | fixed point sampling | Δειγματοληψία από σταθερή θέση |
fish.farm. | fleet-fishery based sampling | δειγματοληψίες με βάση τον αλιευτικό στόλο |
industr., mech.eng. | fractional sampling type | τύπος κλασματικής δειγματοληψίας |
gen. | glas fibre filters used for sampling are calcinated at 250äC | τα φίλτρα από υαλοβάμβακα που χρησιμοποιούνται για δειγματοληψία αποτεφρώνονται στους 250οC |
nat.sc., environ. | gravimetric method of sampling and analysis | βαρυμετρική μέθοδος δειγματοληψίας και ανάλυσης |
coal. | gravimetric sampling of respirable dust | βαρυτιμετρική δειγματοληψία της αναπνεόμενης κόνεως |
stat., scient. | grid sampling | δικτυωτή δειγματοληψία |
stat. | grid sampling | δειγματοληψία πλέγματος |
math. | grid sampling | διαμόρφωση |
industr., construct., chem. | high volume sampling | Δειγματοληψία μεγάλης εκτάσεως |
stat., scient. | importance sampling | δειγματοληψία σημαντικότητας |
stat. | importance sampling | δειγματοληψία σπουδαιότητας |
stat. | indirect sampling | έμμεση δειγματοληψία |
environ. | inhalable sampling convention | εισπνεύσιμη συνθήκη |
stat. | intensive sampling | εντατική δειγματοληψία |
industr., construct., chem. | internal sampling probe | Kαθετήρας εσωτερικής δειγματοληψίας |
stat., scient. | interpenetrating samples | αλληλοδιεισδύοντα δείγματα |
math. | interpenetrating samples subsamples | δίκτυο των δειγμάτων |
math. | interpenetrating samples subsamples | αλληλοδιαπερνώντας δείγματα (υπο-δείγματα) |
stat., scient. | inverse multinomial sampling | αντίστροφη πολυωνυμική δειγματοληψία |
stat. | inverse multinomial sampling | αντίστροφη πολυωνυμική διαδικασία |
stat. | inverse sampling | αντίστροφη δειγματοληψία |
gen. | iodine-sampling device with an activated carbon cartridge | διάταξη δειγματοληψίας ιωδίου με φυσίγγιο ενεργού άνθρακα |
industr., construct., chem. | isokinetic sampling | δειγματοληψία ισοκινητική |
nat.sc., industr. | isokinetic sampling probe | ισοκινητικός καθετήρας δειγματοληψίας |
stat., scient. | jittered sampling | δειγματοληψία σε τυχαίες χρονικές στιγμές |
stat. | jittered sampling | η δειγματοληψία |
stat., scient. | k-samples problem | πρόβλημα k-δειγμάτων |
stat. | k-samples problem | πρόβλημα κ-δειγμάτων |
stat. | Kaiser-Meyer-Olkin measure of sampling adequacy | Kaiser-Meyer-Olkin μέτρο της δειγματοληψίας επάρκειας |
stat. | Latin hypercube sampling | λατινική υπερκύβος δειγματοληψίας |
stat., scient. | lattice sampling | κιγκλιδωτή δειγματοληψία |
stat. | lattice sampling | δειγματοληψία δικτυωτού πλέγματος |
agric. | length sampling on a monthly basis | μηνιαία δειγματοληψία μεγεθών |
stat., scient. | line sampling | δειγματοληψία γραμμής |
stat. | line sampling | δειγματοληψία γραμμών |
stat., scient. | linked samples | συνδεδεμένα δείγματα |
stat. | linked samples | συνδεμένα δείγματα |
health. | long-term sampling tube | σωλήνας δειγματοληψίας μακράς διάρκειας |
math. | lottery sampling | δειγματοληψία εισιτηρίων |
stat. | lottery sampling | δειγματοληψία κάρτας |
stat., scient. | lottery sampling | δειγματοληψία κληρωτίδας |
math. | lottery sampling | δειγματοληψία λαχειοφόρων αγορών |
agric., UN | Manual on methodologies for leaf and needle sampling and analyses | εγχειρίδιο για τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσης φύλλων και βελόνων |
stat., scient. | matched samples | ταιριασμένα δείγματα |
stat. | matched samples | αντιστοιχημένα δείγματα |
stat., scient. | matrix sampling | δειγματοληψία πίνακα |
stat. | matrix sampling | δειγματοληψία μητρών |
IT | million samples per second | εκατομμύριο δειγμάτων ανά δευτερόλεπτο |
stat. | mixed sampling | μικτή δειγματοληψία |
econ., account. | monetary unit sampling | δειγματoληψία νoμισματικής μoνάδας |
commun. | multichannel sampling | πολυκάναλη δειγματοληψία |
stat., scient. | multi-level continuous sampling plans | σχέδια δειγματοληψίας πολλών επιπέδων συνεχούς διαδικασίας |
stat. | multi-level continuous sampling plans | πολυεπίπεδα συνεχή δειγματοληπτικά σχέδια |
stat. | multi-phase sampling | πολυφασική δειγματοληψία |
stat. | multiple sampling | πολυφασική δειγματοληψία |
stat. | multiple sampling | πολλαπλή δειγματοληψία |
stat., tech. | multiple sampling plan | πρόγραμμα πολλαπλών δειγματοληψιών |
IT | multiple sub-nyquist sampling encoding | πολλαπλή δειγματοληπτική κωδικοποίηση υπο-Nyquist |
industr., construct., chem. | multipoint sampling | Πολλαπλή δειγματοληψία |
stat. | multi-stage sampling | πολυσταδιακό δείγμα |
stat. | multi-stage sampling | πολυσταδιακή δειγματοληψία |
stat. | multi-stage sampling | ακολουθιακή δειγματοληψία |
stat. | multi-stage sampling | δειγματοληψία κατά ομάδες |
math. | multi-stage sampling | ακολουθιακή επιλογή |
stat., scient. | nested sampling | εγκλωβιστική δειγματοληψία |
stat., scient. | nested sampling | πολυσταδιακή δειγματοληψία |
stat. | nested sampling | φωλιασμένη δειγματοληψία |
stat., scient. | network of samples | δίκτυο δειγμάτων |
stat. | network of samples | δίκτυο των δειγμάτων |
stat. | network sampling | δικτυωτή δειγματοληψία |
stat. | network sampling | δειγματοληψία δικτύων |
stat. | non-sampling error | παραμόρφωση |
stat. | non-sampling error | μη δειγματοληπτικό σφάλμα |
stat. | non-sampling error | συστηματικό σφάλμα |
stat., scient. | non-sampling error | μη-δειγματοληπτικό σφάλμα |
stat. | non-sampling error | μεροληψία |
stat. | non-sampling error | απόκλισις |
IT, earth.sc. | octuple over-sampling | οκταπλή υπερδειγματοληψία |
tech. | official sampling method | επίσημη μέθοδος δειγματοληψίας |
IT, industr. | over-sampling | υπερδειγματοληψία |
stat. | overall sampling fraction | γενική εκτίμηση |
stat., scient. | over-all sampling fraction | γενικός λόγος δειγματοληψίας |
stat., scient. | over-all sampling rate | γενικός λόγος δειγματοληψίας |
stat., scient. | over-all sampling ratio | γενικός λόγος δειγματοληψίας |
stat., scient. | overlapping sampling unit | αλληλεπικαλυπτόμενες μονάδες δειγματοληψίας |
stat. | overlapping sampling units | επικαλύπτοντας μονάδες δειγματοληψίας |
gen. | Paints and varnishes - Examination and preparation of samples for testing | Χρώματα και βερνίκια - Εξέτασις και προετοιμασία δειγμάτων προς δοκιμασίαν |
environ. | particulate sampling | δειγματοληψία σωματιδίων |
nat.sc., environ., industr. | particulate sampling probe | καθετήρας δειγματοληψίας σωματιδίων |
industr. | particulate sampling pump | αντλία δειγματοληψίας |
health. | passive sampling | παθητική δειγματοληψία |
environ., chem. | passive sampling method | μέθοδος διάχυσης |
stat. | patterned sampling | συστηματική δειγματοληψία |
math. | patterned sampling | συστηματικό δείγμα |
stat. | patterned sampling | μορφοποιημένη δειγματοληψία |
math. | patterned sampling | διαμορφωμένη δειγματοληψία |
gen. | pebble sampling device | διάταξη δειγματοληψίας pebble |
stat. | periodic systematic sampling | μορφοποιημένη δειγματοληψία |
stat. | periodic systematic sampling | συστηματική δειγματοληψία |
health. | personal sampling | προσωπική δειγματοληψία |
health. | personal sampling equipment | συσκευή ατομικής δειγματοληψίας |
stat. | point sampling | σημειακή δειγματοληψία |
agric. | point sampling | εκτίμησις δασοσυστάδος δια της μεθόδου της σταθεράς γωνίας |
stat. | post cluster sampling | μετασυσταδική δειγματοληψία |
stat. | post cluster sampling | μετα δειγματοληψία συστάδων |
med. | post shift urine samples | δείγματα ούρων μετά τη μετατροπή |
IT | previous samples | προηγούμενα δείγματα |
stat., scient. | primary sampling unit | μονάδα πρώτης βαθμίδα |
stat. | probability sampling | πιθανοθεωρητική δειγματοληψία |
stat. | probability sampling | πιθανοθεωρητικό δείγμα |
stat., social.sc. | probability sampling | τυχαίο δείγμα |
stat. | probability sampling | δειγματοληψία κατά πιθανότητα |
IT | programming by sampling | προγραμματισμός με δείγματα |
stat. | progressively censored sampling | δειγματοληψία προοδευτικής διαγραφής |
stat. | progressively censored sampling | προοδευτικά λογοκρίνεται δειγματοληψία |
stat. | proportional sampling | αναλογική δειγματοληψία |
stat. | purposive sampling | κατευθυνόμενη επιλογή |
stat. | purposive sampling | κατευθυνόμενη δειγματοληψία |
stat. | quasi-random sampling | ημι-τυχαία δειγματοληψία |
math. | quasi-random sampling | οιονεί κανονικές εξισώσεις |
stat. | quota sampling | αντιπροσωπευτική δειγματοληψία |
stat., social.sc. | quota sampling | αναλογική δειγματοληψία |
stat., tech. | random sampling | τυχαία δειγματοληψία |
stat., tech. | random sampling | απλή τυχαία δειγματοληψία |
stat., scient. | random sampling error | τυχαίο σφάλμα δειγματοληψίας |
stat. | random sampling error | τχαίο δειγματοληπτικό σφάλμα |
stat., scient. | random sampling numbers | τυχαίοι αριθμοί δειγματοληψίας |
math. | random sampling numbers | τυχαία ψηφία |
math. | random sampling numbers | τυχαίοι αριθμοί |
math. | random sampling numbers | τυχαίοι δειγματοληπτικοί αριθμοί |
pharma., el. | rapid transportation of samples | ταχεία μεταφορά δειγμάτων |
stat. | rejection sampling | δειγματοληψία απόρριψης |
stat. | rejective sampling | απορριπτική δειγματοληψία |
stat. | rejective sampling | απορριπτική δειγματοληψίας |
stat. | repetitive group sampling plan | σχέδιο επαναληπτικής δειγματοληψίας ομάδων |
stat. | repetitive group sampling plan | επαναλαμβανόμενη ομάδα σχέδιο δειγματοληψίας |
med. | retesting by sampling | επανάληψη των δειγματοληπτικών εξετάσεων |
stat. | rotation sampling | διαδοχική δειγματοληψία μερικής επικάλυψης |
stat. | rotation sampling | δειγματοληψία περιστροφή |
stat. | route sampling | δειγματοληψία διαδρομής |
stat. | route sampling | δειγματοληψία διαδρομή |
math. | sample survey | έρευνα |
environ. | samples collected by means of an aerosol spectrometer | η συλλογή των δειγμάτων έγινε με τη βοήθεια ενός φασματομέτρου για αεροζόλ |
nat.sc., chem. | sampling analysis method | μέθοδος δειγματοληψίας |
nat.sc., chem. | sampling analysis method | μέθοδος ανάλυσης των δειγμάτων |
environ. | sampling based on odor complaints | μέθοδος βασιζόμενη σε διαμαρτυρίες |
environ. | sampling based on odour complaints | μέθοδος βασιζόμενη σε διαμαρτυρίες |
industr., construct. | sampling beamer | τυλιχτικό διάστρας δειγμάτων |
med. | sampling bias | δειγματοληπτική μεροληψία |
commun. | sampling bundle | δέσμη δειγματοληψίας |
industr., construct. | sampling card | λανάρι δειγμάτων |
tech., mater.sc. | sampling cavity | κοιλότητα αναφοράς |
tech., mater.sc. | sampling cavity | δειγματοληπτική κοιλότητα |
el. | sampling circuit | κύκλωμα δειγματοληψίας |
IT | sampling controller | Ρυθμιστής δειγματοληψίας ή ρυθμιστής δείγματος |
med. | sampling date | ημερομηνία δειγματοληψίας |
stat., tech. | sampling density | κλάσμα δειγματοληψίας |
stat. | sampling design | δειγματοληπτικό σχήμα |
math. | sampling design | σχέδιο μεγέθους |
stat. | sampling design | σχέδιο δειγματοληψίας |
math. | sampling design | σχεδιασμός μεγέθους |
math. | sampling design | σχεδιασμός έρευνας |
math. | sampling design | δειγματοληπτικός σχεδιασμός |
math. | sampling design | δειγματοληπτικο σχέδιο |
stat. | sampling distribution | δειγματική κατανομή |
stat. | sampling error | δειγματοληπτικό σφάλμα |
stat. | sampling error | σφάλμα δειγματοληψίας |
econ., stat., tech. | sampling error | δειγματικό σφάλμα |
nat.sc., chem. | sampling filter unit | Συσκευή δειγματοληψίας με διήθηση |
earth.sc. | sampling for airborne radioactivity | δειγματοληψία για αερόφερτη ραδιενέργεια |
stat. | sampling for attribute | τρόπος δειγματοληψίας κατά ιδιότητες |
stat. | sampling for attribute | δειγματοληψία για το γνώρισμα |
stat. | sampling fraction | δειγματικός λόγος |
stat. | sampling fraction | κλάσμα δειγματοληψίας |
math. | sampling fraction | δειγματοληψία κλάσμα? δειγματοληψία λόγος |
stat., social.sc. | sampling frame | πλαίσιο δειγματοληψίας |
stat. | sampling frame | βάση δειγματοληπτικής έρευνας |
stat. | sampling frame | δειγματοληπτικό πλαίσιο |
stat. | sampling framework | πλαίσιο δειγματοληψίας |
el. | sampling frequency | συνχότητα δειγματοληψίας |
IT | sampling frequency | Συχνότητα δειγματοληψίας ή ρυθμός δειγματοληψίας |
el. | sampling frequency | συχνότητα δειγματοληψίας |
commun. | sampling function | συνάρτηση μεταγωγής |
commun. | sampling function | συνάρτηση διατροπής |
IT, astronaut., tech. | sampling grid | πλέγμα σειράς δειγμάτων |
industr., construct., chem. | sampling head | Kεφαλή δειγματοληψίας |
industr., construct., chem. | sampling hole | θυρίδες |
industr., construct., chem. | sampling hole | Tρύπες δειγματοληψίας |
industr., construct., chem. | sampling hopper | Σιλό δειγματοληψίας |
stat., tech. | sampling inspection | δειγματική επιθεώρηση |
stat. | sampling inspection | δειγματοληψίας επιθεώρηση |
met. | sampling inspection plan | σχέδιο ελέγχου με δειγματοληψία |
stat., tech. | sampling instruction | οδηγίες δειγματοληψίας |
stat., tech. | sampling intensity | κλάσμα δειγματοληψίας |
nat.sc., tech. | sampling interval | δειγματικό διάστημα |
nat.sc., tech. | sampling interval | βήμα δειγματοληψίας |
stat. | sampling interval | διάστημα δειγματοληψίας |
gen. | Sampling interval | Διάστημα δειγματοληψίας |
industr., construct. | sampling lamp | λάμπα ελέγχου νημάτων |
met. | sampling length | μήκος δοκιμής |
stat., environ. | sampling line | αγωγός δειγματοληψίας |
gen. | sampling line | γραμμή δειγματοληψίας |
stat. | sampling location | σημείο δειγματοληψίας |
stat. | sampling location | θέση δειγματοληψίας |
environ. | sampling manifold | δειγματοληπτικός συλλέκτης |
nat.sc., chem. | sampling method | μέθοδος δειγματοληψίας |
stat., nat.sc. | sampling method | δειγματοληπτική μέθοδος |
stat., nat.sc. | sampling method | δειγματοληψία |
nat.sc., chem. | sampling method | μέθοδος ανάλυσης των δειγμάτων |
med. | sampling methode | μέθοδος δειγματοληψίας |
med. | sampling methode | δειγματοληπτική μέθοδος |
stat. | sampling moment | δειγματοληψία στιγμή |
stat. | sampling moment | δειγματική ροπή |
stat. | sampling moment | στιγμή δείγμα |
industr., construct., chem. | sampling nozzle | Aκροφίσιο δειγματοληψίας |
agric. | sampling of herbage weight | δειγματοληψία βάρους ποώδους βλαστήσεως |
stat. | sampling on successive occasions | δειγματοληψία σε διαδοχικές φορές |
tech. | sampling oscilloscope | παλμογράφος δειγματοληψίας |
commun. | sampling period | περίοδος δειγματοληψίας |
commun. | sampling plan | πρόγραμμα δειγματοληψίας |
stat. | sampling plan | δειγματοληπτικό σχήμα |
stat. | sampling plan | σχέδιο δειγματοληψίας |
stat. | sampling plan | σχέδιο δειγματοληπτικής έρευνας |
math. | sampling plan | σχέδιο μεγέθους |
math. | sampling plan | σχεδιασμός έρευνας |
math. | sampling plan | δειγματοληπτικός σχεδιασμός |
math. | sampling plan | σχεδιασμός μεγέθους |
math. | sampling plan | δειγματοληπτικο σχέδιο |
industr., construct., chem. | sampling point | σημεία δειγματοληψίας |
environ. | sampling point | θέση δειγματοληψίας |
industr., construct., chem. | sampling point | Bαθμοί δειγματοληψίας |
stat. | sampling point | σημείο δειγματοληψίας |
industr., construct., chem. | sampling port | θυρίδες |
industr., construct., chem. | sampling port | Tρύπες δειγματοληψίας |
life.sc., tech. | sampling post | θέσις δειγματοληψίας |
environ. | sampling probe | καθετήρας δειγματοληψίας |
environ. | sampling probe | ακροστοιχείο δειγματοληψίας |
industr., construct., chem. | sampling probe cyclone | Στέλεχος κυκλώνα δειγματοληψίας |
stat., nat.sc. | sampling procedure | δειγματοληψία |
stat. | sampling procedure | δειγματοληπτική μέθοδος |
gen. | Sampling procedures and tables for inspection by attributes | Κανόνες και πίνακες δειγματοληψίας για ελέγχους ποιότητος με χαρακτηριστικό διαλογής |
el. | sampling process | διαδικασία δειγματοληψίας |
agric. | sampling programme | πρόγραμμα δειγματοληψίας |
IT | sampling pulse | παλμός δειγματοληψίας |
transp., tech. | sampling pump | αντλία λήψης δειγμάτων |
environ. | sampling rate | ταχύτητα δειγματοληψίας |
el. | sampling rate | συνχότητα δειγματοληψίας |
el. | sampling rate | συχνότητα δειγματοληψίας |
comp., MS | sampling rate | ρυθμός δειγματοληψίας (The rate at which a digital recording device analyzes an analog signal in order to create a digital duplicate. Sample rate is measured in cycles (kHz) per second. The higher the sample rate, the better the quality of the digital reproduction of the analog signal) |
stat. | sampling rate | έκταση δειγματοληψίας |
IT, el. | sampling rate converter | μετατροπέας ταχυτήτων δειγματοληψίας |
stat. | sampling ratio | δειγματικός λόγος |
stat. | sampling ratio | έκταση δειγματοληψίας |
stat. | sampling ratio | δειγματοληψία κλάσμα? δειγματοληψία λόγος |
tech., chem. | sampling record | πρακτικό δειγματοληψίας |
account. | sampling risk | κίνδυνoς δειγματoληψίας |
stat. | sampling scheme | σχέδιο δειγματοληψίας |
stat. | sampling scheme | σχέδιο δειγματοληπτικής έρευνας |
tech. | sampling scheme | σχήμα δειγματοληψίας |
stat. | sampling scheme | δειγματοληπτικό σχήμα |
IT, industr. | sampling service | υπηρεσία χωρικής δειγματοληψίας |
nat.sc. | sampling site | τόπος δειγματοληψίας |
stat. | sampling site | σημείο δειγματοληψίας |
stat. | sampling site | θέση δειγματοληψίας |
chem. | sampling spear with a long split | δειγματολήπτης επιμήκους χαραγής |
chem. | sampling spear with compartments | δειγματολήπτης χωρισμένος σε τμήματα |
met., el. | sampling spoon | κουτάλα δειγματοληψίας |
life.sc., tech. | sampling station | θέσις δειγματοληψίας |
el. | sampling structure | δομή δειγματοληψίας |
stat. | sampling structure | δειγματοληπτική δομή |
industr., construct., chem. | sampling suction rate | Pυθμός αναρόφησης για δειγματοληψία |
math. | sampling survey | δειγματοληπτική έρευνα |
math. | sampling survey | έρευνα |
math. | sampling survey | δείγμα έρευνας |
el. | sampling system | σύστημα δειγματοληψίας |
environ. | sampling technique Method of selecting items at random from a set in such a manner that the sample will be representative of the whole | τεχνική δειγματοληψίας |
environ. | sampling technique | τεχνική δειγματοληψίας |
earth.sc. | sampling technique of graphite | τεχνική δειγματοληψίας από το γραφίτη |
el. | sampling test | δοκιμή με δειγματοληψία |
mech.eng., el. | sampling tests | δοκιμές δειγμάτων |
nat.sc., environ. | sampling time | χρόνος δειγματοληψίας |
environ. | sampling tower | πύργος δειγματοληψίας |
environ. | sampling train | συστοιχία δειγματοληψίας |
mun.plan., construct. | sampling train | συσκευή δειγματοληψίας |
transp. | sampling tube | πυρηνολήπτης |
transp. | sampling tube | σωλήνας δειγματοληψίας |
transp. | sampling tube | δειγματολήπτης |
health. | sampling tube method | μέθοδος των σωλήνων δειγματοληψίας |
stat. | sampling unit | δειγματοληπτική μονάδα |
stat. | sampling unit | μονάδα δείγματος |
stat. | sampling unit | μονάδα δειγματοληψίας |
tech., chem. | sampling unit | οντότητα |
econ., account. | sampling unit | στοιχείο του δείγματος |
econ., account. | sampling unit | στοιχείο της δειγματοληψίας |
econ., account. | sampling unit | μoνάδα δειγματoληψίας |
stat. | sampling variance | δειγματοληπτική διακύμανση |
stat. | sampling variance | δειγματική διασπορά |
stat. | sampling variance | δειγματική διακύμανση |
environ., chem. | sampling venturi | σωλήνας δειγματοληψίας Venturi |
stat., tech. | sampling verification | επαλήθευση δειγματοληψίας |
industr., construct. | sampling warper | διάστρα δειγμάτων |
stat. | sampling with replacement | δειγματοληψία με επανάθεση |
stat. | sampling with replacement | δειγματοληψία με επανατοποθέτηση |
stat. | sampling zeros | δειγματοληψία μηδενικά |
stat. | secondary sampling unit | μονάδα δεύτερης βαθμίδας |
math. | sequential sampling | πολυσταδιακή δειγματοληψία |
stat. | sequential sampling | συνεχής δειγματοληψία |
stat., scient. | sequential sampling | δειγματοληψία προοδευτική |
math. | sequential sampling | δειγματοληψία κατά ομάδες |
math. | sequential sampling | ακολουθιακή δειγματοληψία |
math. | sequential sampling | ακολουθιακή επιλογή |
stat., tech. | sequential sampling plan | σχήμα συνεχούς δειγματοληψίας |
stat. | serial sampling inspection schemes | σειριακά σχήματα δειγματοληψίας επιθεώρησης |
stat. | serial sampling inspection schemes | σειριακή συστήματα δειγματοληψίας επιθεώρηση |
commun. | signal sampling | δειγματοληψία ενός σήματος |
stat., tech. | simple random sampling | τυχαία δειγματοληψία |
stat. | simple random sampling | απλή τυχαία δειγματοληψία |
math. | single sampling | μόνο δειγματοληψία |
math. | single sampling | μονάδα δειγματοληψίας στάδιο |
math. | single sampling | ενωτικό δειγματοληψία |
med. | single sampling | δειγματοληψία ενός στοιχείου |
stat., IT, tech. | single sampling plan | σχέδιο δειγματοληψία ενός στοιχείου |
stat. | single sampling plan | ενιαίο σχέδιο δειγματοληψίας |
stat., tech. | skip lot sampling plan | σχήμα κολοβής δειγματοληψίας με παράλειψη παρτίδων |
stat. | snowball sampling | δειγματοληψία χιονοστιβάδας |
life.sc. | soil sampling | δειγματοληψία εδάφους |
gen. | Standard atmospheres for conditioning, samples and for tests | Πρότυπες ατμόσφαιρες για εγκλιματισμό δοκιμίων, δειγμάτων και για δοκιμασίες |
industr., construct., chem. | static sampling | Δειγματοληψία από σταθερή θέση |
health. | stationary sampling | δειγματοληψία στο ίδιο σημείο |
stat. | statistical sampling | έλεγχος με σφυγμομέτρηση |
stat. | statistical sampling | στατιστική δημοσκόπηση |
stat. | statistical sampling | στατιστική δειγματοληψία |
stat., social.sc. | stratified random sampling | τυχαία κατά στρώματα δειγματοληψία |
stat. | stratified sampling | δημοσκόπηση κατά κοινωνικά στρώματα |
fin. | stratified sampling approach to indexing | προσέγγιση στρωματοποιημένης δειγματοληψίας στη διαμόρφωση δεικτών |
fin. | stratified sampling bond indexing | διαμόρφωση δεικτών ομολόγων με στρωματοποιημένη δειγματοληψία |
stat., scient. | sub-samples | αλληλοδιεισδύοντα δείγματα |
econ., stat. | sub-sampling | υποδειγματοληψία |
commun. | sub-multiples of the sampling frequency | υποπολλαπλάσια της συχνότητας δειγματοληψίας |
stat. | symmetric sampling | συμμετρική δειγματοληψία |
stat. | systematic sampling | μορφοποιημένη δειγματοληψία |
stat. | systematic sampling | συστηματική δειγματοληψία |
transp., industr. | tailpipe emission-sampling system | σύστημα δειγματοληψίας ρύπων που εκπέπονται από την εξάτμιση |
stat. | ticket sampling | δειγματοληψία εισιτηρίων |
stat. | ticket sampling | δειγματοληψία κάρτας |
stat. | ticket sampling | δειγματοληψία λαχειοφόρων αγορών |
life.sc. | time-integration sampling | χρονικώς συνεχής δειγματοληψία |
stat. | two-phase sampling | δειγματοληψία δύο φάσεων |
stat. | two-phase sampling | δειγματοληψία σε δύο φάσεις |
stat. | type I sampling | δειγματοληψία τύπου Ι |
stat. | type II sampling | δειγματοληψία τύπου ΙΙ |
stat. | uniform sampling fraction | ομοιόμορφο δειγματικό κλάσμα |
stat. | uniform sampling fraction | ενιαίες διαδικασίες δειγματοληψίας κλάσμα |
math. | unit stage sampling | μονάδα δειγματοληψίας στάδιο |
math. | unit stage sampling | ενωτικό δειγματοληψία |
math. | unit stage sampling | μόνο δειγματοληψία |
stat. | unitary sampling | ενωτικό δειγματοληψία |
stat. | unitary sampling | άμεση δειγματοληψία |
stat. | unitary sampling | μονάδα δειγματοληψίας στάδιο |
stat. | unitary sampling | μόνο δειγματοληψία |
stat. | variable sampling fraction | μεταβλητή δειγματοληψία κλάσμα |
agric. | variable-plot sampling | εκτίμησις δασοσυστάδος δια της μεθόδου της σταθεράς γωνίας |
environ., tech. | wet-only sampling | υγρή δειγματοληψία |
lab.law. | work sampling | μέθοδος στιγμιαίων παρατηρήσεων |
stat. | zonal sampling | δειγματοληψία κατά ζώνες |
stat. | zonal sampling | ζωνική δειγματοληψία |