Subject | English | Greek |
fin. | Additional Facility Rules | κανόνες πρόσθετης διευκόλυνσης |
gen. | administrative ruling | διοικητική απόφαση |
law | adopt detailed rules | θεσπίζω λεπτομερείς κανόνες για τη διαδικασία |
commer., polit. | Advisory Committee on Common Rules for Exports | Συμβουλευτική Επιτροπή περί θεσπίσεως Κοινού Καθεστώτος Εξαγωγών |
gen. | Advisory Committee on common rules for exports | Συμβουλευτική επιτροπή περί θεσπίσεως κοινού καθεστώτος εξαγωγών |
commer., polit. | Advisory Committee on Common Rules for Import | Συμβουλευτική Επιτροπή για το Κοινό Καθεστώς Εισαγωγών |
fin. | Advisory Committee on Common Rules for Imports | συμβουλευτική επιτροπή για το κοινό καθεστώς εισαγωγών |
gen. | Advisory Committee on common rules for imports from certain third countries | Συμβουλευτική επιτροπή για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες |
commer., polit. | Advisory Committee on Common Rules for Imports from State-trading Countries | Συμβουλευτική Επιτροπή "περί του κοινού καθεστώτος εισαγωγών από χώρες κρατικού εμπορίου" |
polit. | Advisory Committee on common rules for imports of products originating in certain third countries | Συμβουλευτική επιτροπή για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες |
polit. | Advisory Committee on common rules for imports of products originating in third countries | Συμβουλευτική επιτροπή για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από τρίτες χώρες |
econ., market. | Agreement on Rules of Origin | Συμφωνία για τους κανόνες καταγωγής |
gen. | alternative percentage rules | εναλλακτικοί κανόνες ποσοστού |
law | application for a preliminary ruling | προδικαστική υπόθεση |
law | assign to Chambers any reference for a preliminary ruling | αναθέτω στα τμήματα τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων |
fin. | awarding rules | κανόνες ανάθεσης |
fin. | bank capital rules | κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών |
law, fin. | body of rules | σύνολο κανόνων |
IT, nat.sc. | calculation rules | κανόνες υπολογισμού |
comp., MS | call-handling rules | κανόνες χειρισμού κλήσεων (A set of features used for call answering and forwarding) |
law, fin. | capital gains rules | κανόνες περί κεφαλαιακών κερδών |
law | case referred for a preliminary ruling | προδικαστική υπόθεση |
work.fl., commun. | cataloguing rules | κανόνες καταλογογράφησης |
IT | coding rules | κανόνες αποκωδικοποίησης |
polit. | Committee on common rules for exports of products | Επιτροπή για τη θέσπιση κοινού καθεστώτος εξαγωγών |
tax. | Committee on General Customs Rules | επιτροπή γενικής τελωνειακής νομοθεσίας |
fin. | Committee on Rules for Exports | επιτροπή καθεστώτος εξαγωγών |
econ., market. | Committee on Rules of Origin | Επιτροπή Κανόνων Καταγωγής |
interntl.trade. | Common Declaration with regard to preferential rules of origin | Κοινή Δήλωση για τους προτιμησιακούς κανόνες καταγωγής |
gen. | Common rules | Tίτλος I:Kοινοί κανόνες |
fin., IT | common rules for exports | κοινό καθεστώς εξαγωγών |
fin., tax. | common rules for imports | κοινό καθεστώς εισαγωγών |
econ., agric. | common rules on competition | κοινοί κανόνες ανταγωνισμού |
law | common rules on competition, taxation and approximation of laws | κοινοί κανόνες για τον ανταγωνισμό, τη φορολογία και την προσέγγιση των νομοθεσιών |
gen. | common rules on competition, taxation and approximation of laws | κοινοί κανόνες για τον ανταγωνισμó, τη φορολογία και την προσέγγιση των νομοθεσιών |
fin. | Community customs rules | κοινοτική τελωνειακή νομοθεσία |
fin. | Community rules | κοινοτικοί κανόνες |
fin. | Community rules | κοινοτική ρύθμιση |
fin. | Community rules on customs matters and quantitative restrictions | κοινοτική ρύθμιση στον τελωνειακό τομέα και στον τομέα των ποσοτικών περιορισμών |
environ. | community ruling | απόφαση της κοινότητας |
environ. | Community ruling | απόφαση της κοινότητας |
law | competence to give preliminary rulings | προδικαστική αρμοδιότητα |
commer. | competition rules | κανόνες ανταγωνισμού |
IT, nat.sc. | computation rules | κανόνες υπολογισμού |
IT | connection strength modification rules | κανόνες τροποποίησης δυνάμεως διασύνδεσης |
gen. | conversion rules | κανόνες μετατροπής |
commer. | customs rules | τελωνειακή νομοθεσία |
econ., tax. | cut-off rules | κανόνας του οριακού φραγμού règle du butoir |
gen. | Data rules | Κανόνες δεδομένων |
IT | defined set of rules | ορισμένο σύνολο κανόνων |
IT | defined set of rules | καθορισμένο σύνολο κανόνων |
el. | design rules | κανόνες σχεδιασμού |
law | detailed implementing rules | εκτελεστικές διατάξεις |
law | detailed implementing rules | κανόνες εφαρμογής |
law | detailed implementing rules | διατάξεις εφαρμογής |
gen. | doctrine and rules | δόγμα και κανόνες |
transp. | double line ruling pen | γραμμοσύρτης διπλών γραμμών |
econ. | enforcement of ruling | εκτέλεση της απόφασης |
IT | engineering rules | κανόνες μηχανικής |
h.rghts.act. | European prison rules | Ευρωπαϊκοί σωφρονιστικοί κανόνες |
fin. | exchange rules | συναλλαγματικές ρυθμίσεις´συναλλαγματικοί κανόνες |
fin. | exchange rules | συναλλαγματικοί κανόνες |
law | expedited preliminary ruling procedure | ταχεία προδικαστική διαδικασία |
law | expedited preliminary ruling procedure | ταχεία διαδικασία |
fin. | financial rules | δημοσιονομικοί κανονισμοί |
fin. | financial rules | δημοσιονομική ρύθμιση |
fin. | financial rules of Community bodies having legal personality | δημοσιονομικές ρυθμίσεις των κοινοτικών οργανισμών που έχουν νομική προσωπικότητα |
transp. | flight rules | κανόνες πτήσης |
law | franchise legal book of rules | εγχειρίδιο νομικών κανόνων του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
law | franchise rules observance | συμμόρφωση στη μέθοδο ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
law | further detailed rules | περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες |
fin., IT | general rules | προκαταρκτικές διατάξεις,γενικοί κανόνες,ειδικές διατάξειςKΔ |
polit., law | to give a preliminary ruling | αποφαίνομαι με προδικαστική απόφαση ; αποφαίνομαι προδικαστικώς; εκδίδω προδικαστική απόφαση |
gen. | to give a ruling on any di | λαμβάνω απόφαση επί ενδεχομένης αμφισβητήσεως |
gen. | to give a ruling on any di | αποφασίζω επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων |
law | give preliminary rulings | αποφαίνομαι με προδικαστικές αποφάσεις |
fin. | golden rules of banking | χρυσοί κανόνες της τραπεζικής λειτουργίας |
market. | graphic rules for using brand,ensign and logos | κανόνες απεικόνησης των διακριτικών συμβόλων του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
h.rghts.act., ed. | Gravier ruling | απόφαση Gravier |
transp., nautic. | Hamburg Rules | Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων |
insur. | Hamburg rules | κανονισμοί του Αμβούργου |
fish.farm. | harvest control rules | κανόνες αλίευσης |
fish.farm. | harvest rules | κανόνες αλίευσης |
fish.farm. | harvesting rules | κανόνες αλίευσης |
law | hear and determine questions referred for a preliminary ruling | αποφαίνομαι επί προδικαστικών ζητημάτων |
transp. | helicopter visual rules | κανονισμός πτήσης όψεως ελικοπτέρου |
IT, dat.proc. | horizontal ruling line | οριζόντιος χάρακας |
IT, dat.proc. | horizontal ruling line | οριζόντιος κανόνας |
IT, dat.proc. | hyphenation rules | κανόνες συλλαβισμού |
gen. | immigration rules | διατάξεις περί αλλοδαπών εργαζομένων |
fin. | implementing rules | κανόνες εφαρμογής |
law | implementing rules | λεπτομέρειες εφαρμογής |
law | implementing rules | διατάξεις εφαρμογής |
transp., avia. | instrument flight rules | κανόνες πτήσεως με όργανα |
transp., avia. | instrument flight rules conditions | συνθήκες κανόνων πτήσεως δι'οργάνων |
law | interim ruling council | μεταβατικό κυβερνητικό συμβούλιο |
econ. | internal administrative rules | εσωτερικοί διοικητικοί κανόνες |
gen. | internal rules | εσωτερική ρύθμιση |
gen. | internal rules of administration | εσωτερικός διοικητικός κανονισμός |
nat.sc. | internal rules of operation | εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας |
law | interpretation by way of preliminary rulings | προδικαστική ερμηνεία |
earth.sc. | isobare rules of nuclear physics | κανόνες των ισοβαρών της πυρηνικής φυσικής |
polit., law | judgment delivered under the preliminary ruling procedure | προδικαστική απόφαση |
law | landmark ruling | θεμελιώδης δικαστική απόφαση |
law, social.sc. | Law on a new ruling in respect of civil servants and their survivors | γενικός νόμος για τις πολιτικές συντάξεις |
law | legal rules | νομική ρύθμιση/νομικός κανονισμός κανόνας |
gen. | legal rules | voμικoί καvόvες |
insur. | lettered rules | εγγράμματη περιγραφή κανόνων |
commun. | library rules | κανονισμός βιβλιοθήκης |
commun. | lithographic ruling | λιθογραφικός διαγραμμισμός |
market. | mandatory graphic rules for using brand,ensign and logos | κανόνες γραφικών απεικονίσεων |
law | mandatory rules | αναγκαστικό δίκαιο (ius cogens) |
gen. | matching rules | κανόνες νομισματικής αντιστοιχίας |
commun. | mechanical ruling | μηχανικός διαγραμμισμός |
earth.sc. | method of coils with ruled surfaces | μέθοδος πηνίων βαθμολογημένης επιφάνειας |
earth.sc. | method of coils with ruled surfaces | μέθοδος μοναδικής σπείρας |
gen. | minimum rules | ελάχιστοι κανόνες |
IT, dat.proc. | naming rules parameter | παράμετρος κανόνων ονοματοδοσίας |
law | national court requesting a preliminary ruling | προδικαστική παραπομπή εθνικής δικαστικής αρχής |
transp., mil., grnd.forc. | national safety rules | εθνικοί κανόνες ασφάλειας |
law | national transitional rules | εθνικό μεταβατικό καθεστώς |
gen. | new intervention rules | κλιμάκωση των παρεμβάσεων |
busin., labor.org. | nullity rules for mergers | καθεστώς των ακυροτήτων της συγχωνεύσεως |
insur. | numbered rules | κανόνες που χαρακτηρίζονται με νούμερα |
IT, dat.proc. | oblique ruling line | πλάγιος κανόνας |
IT, dat.proc. | oblique ruling line | πλάγια γραμμή |
law | official rates of exchange ruling on the day of payment | επίσημη τιμή συναλλάγματος της ημέρας πληρωμής |
astronaut., transp. | Operating Rules | Κανονισμοί πτητικής λειτουργίας |
econ. | parliamentary rules of procedure | κανονισμός του Κοινοβουλίου |
transp. | port rules and regulations | κανονισμός του λιμένα |
law | preliminary ruling | προδικαστική απόφαση |
polit., law | preliminary ruling procedure | διαδικασίες εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων |
polit., law | preliminary ruling procedure | προδικαστική διαδικασία |
law | preliminary ruling procedure | διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης |
law | preliminary ruling proceedings | προδικαστική διαδικασία |
law | preliminary ruling proceedings | διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης |
gov. | procedural rules | κανόνες εφαρμογής |
law | procedural rules | δικονομικοί κανόνες |
market. | professional franchising rules | κανόνες επαγγελματικού franchise |
construct. | Protocol, drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, on the interpretation, by way of preliminary rulings, by the Court of Justice of the European Communities of the Convention on the establishment of a European Police Office | Πρωτόκολλο για την κατάρτιση, βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, του Πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δια προδικαστικών αποφάσεων |
fin. | Protocol drawn up on the basis of article K.3 of the Treaty on the European Union, on the interpretation, by way of preliminary rulings, by the Court of Justice of the European Communities of the Convention on the protection of the European Communities' financial interests | Πρωτόκολλο, καταρτιζόμενο βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις |
IT | Protocol drawn up on the basis of article K.3 of the Treaty on the European Union, on the interpretation, by way of preliminary rulings, by the Court of Justice of the European Communities of the Convention on the use of information technology for customs purposes | Πρωτόκολλο, καταρτιζόμενο βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με την ερμηνεία δια προδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της Σύμβασης για τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα |
fin. | Protocol on the interpretation, by way of preliminary rulings, by the Court of Justice of the European Communities of the Convention on the protection of the European Communities' financial interests | Πρωτόκολλο, καταρτιζόμενο βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις |
gen. | public procurement rules | κανόνες σύναψης δημοσίων συμβάσεων |
agric. | qualified intervention rules | χαλάρωση του καθεστώτος παρέμβασης |
polit., law | question referred for a preliminary ruling | προδικαστικό ερώτημα |
polit., law | question referred for a preliminary ruling | προδικαστικό ζήτημα |
law | question referred for a preliminary ruling | ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης |
comp., MS | Quick Rules | Γρήγοροι κανόνες (A feature that allows form designers to select from a gallery of pre-built rules to make their forms dynamic) |
busin., labor.org., account. | rate ruling on the date of acquisition | ισχύουσα τιμή κατά την ημέρα απόκτησης |
law | reference for a preliminary ruling | αίτηση προδικαστικής απόφασης |
polit., law | reference for a preliminary ruling | προδικαστική παραπομπή |
law | reference for a preliminary ruling | Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως |
law | reference for a preliminary ruling by the X court by order of that court of...in the case of...v... | αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε με απόφαση της...,το δικαστήριο Χ,στην υπόθεση...κατά... |
econ. | reference to the EC Court of Justice for a preliminary ruling | προδικαστική παραπομπή ΕΚ |
polit., law | referral for a preliminary ruling | προδικαστική παραπομπή |
fin., polit. | Regional Convention on pan-Euro-Mediterranean preferential rules of origin | περιφερειακή σύμβαση για πανευρωμεσογειακούς προτιμησιακούς κανόνες καταγωγής |
gen. | regional eligibility rules | κανόνες περιφερειακής επιλεξιμότητας |
commun., IT | relevant Community rules | κοινοτικό κεκτημένο στο συγκεκριμένο τομέα |
busin., labor.org., account. | relevant special rules | σχετικοί προς τις εξαιρετικές περιπτώσεις κανόνες εξαιρέσεως |
interntl.trade. | representative wholesale price ruling in the domestic market | αντιπροσωπευτική τιμή χονδρικής πώλησης που ισχύει στην εγχώρια αγορά |
law | request for a preliminary ruling | αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως |
gen. | to rule on any dispute | αποφασίζω επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων |
commun., industr., construct. | ruled paper | χαρακωμένο χαρτί |
commun., industr., construct. | ruled paper | ριγωτό χαρτί |
IT | rules and definitions | κανόνες και ορισμοί |
gen. | rules applying to undertakings | κανόνες εφαρμοστέοι επί των επιχειρήσεων |
law | rules for application | λεπτομέρειες εφαρμογής |
med. | rules for certification | κανόνες πιστοποιήσεως |
fin. | rules for charging duties | κανόνες δασμολόγησης |
insur. | rules for construction of policy | κανόνες για τη σύνταξη του ασφαλιστηρίου |
fin. | rules for designation | κανόνες καθορισμού |
R&D. | rules for participation | κανόνες συμμετοχής |
law | rules governing languages | διατάξεις σχετικά με τη γλώσσα της διαδικασίας |
gen. | rules governing languages | γλωσσικό καθεστώς |
econ. | rules governing prices | καθεστώς των εφαρμοζομένων τιμών |
gen. | rules governing simultaneous application of different types of assistance | κανόνες σώρευσης |
hobby | rules governing sport | αθλητική ρύθμιση |
comp., MS | Rules Manager | Διαχείριση κανόνων (A task pane that helps form designers to build and manage custom business rules for use in their forms) |
account. | rules of accounting for transactions | κανόνες καταχώρησης των συναλλαγών |
fin., econ. | rules of application | κανόνες εφαρμογής |
fin. | rules of assessment | στοιχεία φορολόγησης |
gen. | rules of criminal procedure | ποινικό δικονομικό δίκαιο |
law | rules of direct jurisdiction | κανόνες άμεσης δικαιοδοσίας |
law | rules of evidence | κανόνες απόδειξης |
law | rules of exorbitant jurisdiction | κανόνες υπέρμετρης δικαιοδοσίας |
law | rules of internal law | κανόνες εσωτερικού δικαίου |
law | rules of internal law relating to jurisdiction | νόμος εσωτερικής δικαιοδοσίας |
commer., polit., fin. | rules of origin | κανόνες καταγωγής |
gen. | Rules of Procedure | Εσωτερικός κανονισμός |
gen. | rules of procedure | Εσωτερικός Κανονισμός |
polit. | Rules of Procedure | Κανονισμός |
polit. | Rules of Procedure | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου |
polit., law | Rules of Procedure | κανονισμός διαδικασίας |
law | Rules of Procedure | Κανονισμός διαδικασίας |
gen. | Rules of Procedure | Εσωτερικός Κανονισμός |
econ. | rules of procedure | εσωτερικός κανονισμός |
gen. | rules of procedure | κανονισμός διαδικασίας |
law, crim.law., UN | Rules of procedure and evidence | Κανόνες διαδικασίας και απόδειξης |
law, h.rghts.act., UN | Rules of Procedure and Evidence | κανόνες δικονομίας και απόδειξης |
gen. | rules of procedure in respect of financial matters | εσωτερικές κανονιστικές διατάξεις σε δημοσιονομικά θέματα |
fin. | rules of reporting and transparency | κανόνες για την υποβολή δηλώσεων και τη διαφάνεια |
gen. | rules on civil procedure | κανόνες πολιτικής δικονομίας |
econ. | rules on competition | κανόνες ανταγωνισμού |
gen. | rules on eligibility for aid | κριτήριο να μπορούν να επωφεληθούν του καθεστώτος επενδυτικών ενισχύσεων |
gen. | rules on grading | ρύθμιση σχετική με τη βαθμολογική κατάταξη |
gen. | rules on matching assets | κανόνες νομισματικής αντιστοιχίας |
gen. | rules on remuneration | νομοθεσία σχετική με τις αποδοχές |
polit. | rules on security | ρυθμίσεις σχετικά με την ασφάλεια |
fin. | rules preventing cumulation | κανόνες αντισώρευσης |
fin., patents. | rules relating to fees | κανονισμός για τα τέλη |
law | rules set forth | θεσπιζόμενοι κανόνες |
polit. | ruling by the Court of Justice, adjudicating urgently upon the application | απόφαση του Δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται κατεπειγόντως κατόπιν αιτήσεως |
law | ruling by the President of the Court of Justice that the Court of First Instance has been constituted in accordance with law | απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι το Πρωτοδικείο έχει συγκροτηθεί κανονικά |
econ. | ruling class | άρχουσα τάξη |
scient., tech. | ruling down-gradient | χαρακτηριστική κλίση |
construct. | ruling grade | οριακή κλίσις,μεγίστη επιτρεπόμενη κλίσις |
construct. | ruling gradient | οριακή κλίσις,μεγίστη επιτρεπόμενη κλίσις |
transp. | ruling gradient | χαρακτηριστική ανωφέρεια |
tech., construct. | ruling gradient | μεγίστη επιτρεπομένη κλίσις των επιπέδων προσπελάσεως |
commun. | ruling in squares | τετράγωνος διαγραμμισμός χάρτου |
industr., construct. | ruling machine | μηχανή γραμμογράφησης |
earth.sc., life.sc. | ruling of screen | πυκνότητα χάραξης οθόνης |
life.sc. | ruling pen | γραμμοσύρτης |
econ. | ruling price | επικρατούσα τιμή |
commun., IT | to satisfy a number of rules | τηρώ έναν αριθμό κανόνων |
commun., IT | to satisfy a number of rules | ικανοποιώ έναν αριθμό κανόνων |
gen. | Schengen rules and regulations | Κανονιστικό πλαίσιο του Σένγκεν |
law | sectoral rules | τομεακοί κανόνες |
polit. | security rules | ρυθμίσεις σχετικά με την ασφάλεια |
fin. | security rules | κανόνες ασφαλείας |
IT | set of rules | σύνολο κανόνων |
fin. | simplified rules | απλουστευμένοι κανόνες |
IT, dat.proc. | slanted ruling line | πλάγιος κανόνας |
IT, dat.proc. | slanted ruling line | πλάγια γραμμή |
IT, dat.proc. | sorting rules | κανόνες ταξινόμησης |
commer., polit., fin. | Special Committee on Customs Cooperation and Rules of Origin | ειδική επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας και κανόνων καταγωγής |
law | special rules | καθεστώς παρεκκλίσεως |
fin. | special rules concerning trade | ειδικοί κανόνες που εφαρμόζονται στις εμπορικές συναλλαγές |
industr., construct. | square ruled paper | νταμωτό χαρτί |
commun. | square-ruling | τετράγωνος διαγραμμισμός χάρτου |
law | standard rules of procedure | πρότυπος κανόνας; πρότυπος κανονισμός διαδικασίας |
econ. | State aid rules | κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις |
fin. | stock exchange rules and regulations | κανονισμός του χρηματιστηρίου |
econ., IT, mater.sc. | system of rules | σύστημα κανόνων |
law | the Court of Justice has to give preliminary rulings on questions submitted to it | το Δικαστήριο αποφασίζει επί προδικαστικών ζητημάτων που του παραπέμπονται |
law | the Court of Justice shall give its ruling in camera | το Δικαστήριο αποφασίζει κεκλεισμένων των θυρών |
law | the Court of Justice shall have jurisdiction to give preliminary rulings | το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις |
law | the preliminary ruling system | μηχανισμός προδικαστικής ερμηνείας |
gen. | the President shall announce his ruling | ο Πρόεδρος ανακοινώνει την απόφασή του |
law | the ruling shall be provisional | η απόφαση έχει προσωρινό χαρακτήρα |
law | the ruling shall in no way prejudice the decision of the Court on the substance of the case | η απόφαση ουδόλως προδικάζει την απόφαση του δικαστηρίου επί της κυρίας υποθέσεως |
fin. | tick-test rules | κανόνες ελέγχου μικρομεταβολών |
commun. | typographic ruling | τυπογραφικός διαγραμμισμός |
law | uniform interpretation of rules | ενιαία ερμηνεία των κανόνων |
fin. | uniform tax rules | ομοιόμορφη φορολογική ρύθμιση |
polit. | Unit for Rules and Parliamentary Law | Μονάδα Κανονισμού και Κοινοβουλευτικού Δικαίου |
law | urgent preliminary ruling procedure | επείγουσα προδικαστική διαδικασία |
law | urgent preliminary ruling procedure | επείγουσα διαδικασία |
busin., labor.org., account. | valuation rules | κανόνες αποτίμησης ή αποτιμήσεως |
IT, dat.proc. | vertical ruling line | κατακόρυφος κανόνας |
transp., avia. | visual flight rules | κανόνες πτήσης με οπτική επαφή |
transp., avia. | visual flight rules | κανόνες πτήσης εξ όψεως |
transp., avia. | visual flight rules conditions | συνθήκες κανόνων πτήσεως δι'οπτικής επαφής |
transp., avia. | visual-flight rules | κανόνες πτήσεως όψεως; κανόνες πτήσεως εξ όψεως |
polit. | voting rules | λεπτομερείς κανόνες της ψηφοφορίας |
mater.sc. | warehousing rules | όροι αποθηκεύσεως |
med. | Watson-Crick rules | νόμος των Watson και Crick |