Subject | English | Greek |
IT, dat.proc. | adaptative shortest-path routing algorithm | προσαρμοστικός αλγόριθμος δρομολόγησης συντομότερης διαδρομής |
gen. | adaptive shortest-path routing algorithm | προσαρμοστικός αλγόριθμος δρομολόγησης συντομότερης διαδρομής |
industr. | alarm transmission routing device | διάταξη μετάδοσης του σήματος συναγερμού πυρκαγιάς |
commun., transp. | all or nothing assignment traffic routing program | πρόγραμμα συντομοτέρων διαδρομών |
el. | alternative routing indicator | δείκτης εναλλακτικής δρομολόγησης |
IT, dat.proc. | alternative routing of signaling | εναλλακτική όδευση |
IT, dat.proc. | alternative routing of signaling | εναλλακτική δρομολόγηση |
IT, dat.proc. | alternative routing of signalling | εναλλακτική όδευση |
IT, dat.proc. | alternative routing of signalling | εναλλακτική δρομολόγηση |
IT | automatic routing of messages | αυτόματη δρομολόγηση μηνυμάτων |
commun., IT | auxiliary routing table | βοηθητικός πίνακας δρομολόγησης |
commun. | call routing apparatus | συσκευή δρομολόγησης κλήσης |
commun. | Call Routing Apparatus | συσκευή δρομολόγησης κλήσεων |
IT | call routing apparatus | συσκευή δρομολόγησης κλήσεων |
commun. | call routing file | αρχειοφάκελος δρομολόγησης κλήσης |
commun. | call routing file | αρχείο δρομολόγησης κλήσης |
IT | call routing tone | τόνος δρομολόγησης κλήσης |
commun. | call routing tree | δένδρο δρομολόγησης κλήσης |
interntl.trade. | circumvention by trans-shipment, re-routing, false declaration concerning country or place of origin, and falsification of official documents | καταστρατήγηση των διατάξεων μέσω μεταφόρτωσης, αλλαγής δρομολογίου, ψευδούς δήλωσης σχετικά με τη χώρα ή με τον τόπο καταγωγής, και παραποίησης επισήμων εγγράφων |
transp., mater.sc. | diagnostic routing equipment | εξοπλισμός διαγνωστικής όδευσης |
comp., MS | distributed routing table | κατανεμημένος πίνακας δρομολόγησης (A routing table with entries that are distributed across a group of machines that can be used to map numeric keys to application endpoints and find routes through the network of peers) |
commun. | international routing plan | διεθνές σχέδιο δρομολόγησης |
commun. | least cost routing index | δείκτης δρομολόγησης ελάχιστου κόστους |
commun. | local exchange routing guide | οδηγός δρομολόγησης τοπικού κέντρου |
commun. | per call routing alias | ψευδώνυμο δρομολόγησης ανά κλήση |
commun., el. | primary routing point | πρωτεύον σημείο δρομολόγησης |
commun. | pursue routing number | αριθμός δρομολόγησης θήρευσης |
commun. | routing advance | προώθηση δρομολόγησης |
commun., IT | routing and charging category | κατηγορία δρομολόγησης και χρέωσης |
IT | routing block | μπλοκ δρομολόγησης |
gen. | routing card | κάρτα παρακολουθήσεως διακινήσεως |
commun. | routing center | κέντρο δρομολόγησης |
commun. | routing centre | κέντρο δρομολόγησης |
commun. | routing check | έλεγχος δρομολόγησης |
commun., IT | routing code | κώδικας δρομολόγησης |
transp. | routing code for part-load traffic | ενδείκτης κατανομής των δεμάτων κατά ζώνες προορισμού |
transp. | routing code for part-load traffic | ενδείκτης ζώνης των δεμάτων τμηματικών αποστολών |
commun. | routing control | έλεγχος δρομολόγησης |
commun. | routing data | δεδομένα δρομολόγησης |
commun., IT | routing device | δρομολογητής |
stat., transp. | routing diagram | πλέγμα δρομολογίων |
commun. | routing digits | ψηφία κατεύθυνσης |
commun. | routing digits | ψηφία δρομολόγησης |
comp., MS | routing domain | τομέας δρομολόγησης (A collection of contiguous network segments connected by routers that share the routing information for the routes within the domain) |
commun., IT | routing equipment | εξοπλισμός δρομολόγησης |
commun., IT | routing event | συμβάν δρομολόγησης |
IT | routing file | αρχείο δρομολόγησης |
comp., MS | routing group | ομάδα δρομολόγησης (A logical grouping of well-connected Exchange servers between which no connector is required for message transfer) |
comp., MS | routing group connector | σύνδεση ομάδας δρομολόγησης (An SMTP connector that is required for mail to flow between Exchange routing groups. When Exchange Server 2007 is installed in an existing Exchange Server 2003 and Exchange 2000 Server organization, the required routing group connector is created during setup) |
IT, transp. | routing indication for parcels | δείκτης της ζώνης των δεμάτων τμηματικών αποστολών |
IT, transp. | routing indication for parcels | ένδειξη διαδρομής δεμάτων τμηματικών αποστολών |
IT, transp. | routing indicator | ενδείκτης όδευσης |
commun. | routing information | πληροφορία δρομολόγησης |
commun. | routing information protocol | πρωτόκολλο πληροφοριών δρομολόγησης |
commun. | routing information protocol | πρωτόκολλο δρομολόγησης πληροφοριών |
transp. | routing instructions | προδιαγραφή δρομολογίων |
transp. | routing instructions | προδιαγραφή πορείας |
transp. | routing instructions | προδιαγραφή διαδρομής |
el. | routing label | προμετωπίδα δρομολόγησης |
commun. | routing ladder | κλίμακα ιεραρχίας δρομολόγησης |
commun., IT | routing marks | σημάδια όδευσης |
IT | routing of "datagram" packet | δρομολόγηση πακέτου "διαγραμμάτων" ψηφίων |
commun., IT | routing page | σελίδα διαδρομής |
commun., IT | routing pattern | πρότυπο όδευσης |
commun. | routing plan | σχέδιο δρομολόγησης |
commun. | routing prefix | πρόθεσμα δρομολόγησης |
commun. | routing protocol | πρωτόκολλο δρομολόγησης |
tech., mater.sc. | routing sheet | οδηγίες εκτέλεσης έργου |
commun. | routing table | πίνακας δρομολόγησης |
commun. | routing tone | τόνος δρομολόγησης |
el. | routing translator | μεταφραστής δρομολόγησης |
commun. | self-routing C.O. | αυτοδρομολογούμενο κέντρο |
commun. | self-routing switching network | αυτοδρομολογούμενο δίκτυο μεταγωγής |
transp. | ship's routing system | σύστημα οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων |
commun. | source routing transparent | διαφανής ως προς την δρομολόγηση προέλευσης |
IT | traffic routing in PSTN | δρομολόγηση κυκλοφορίας σε δημόσιο δίκτυο τηλεφωνικής μεταγωγής |
transp. | train routing control | αυτοματισμός κατευθύνσεως προορισμού αμαξοστοιχίας |
transp. | wagon-routing table | πίνακας διανομής των δεμάτων φορτηγού βαγονιού |