DictionaryForumContacts

Terms containing restrict | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
fin.accelerated restricted procedureκατεπείγουσα κλειστή διαδικασία
fin.agreement restricting competitionπεριοριστικές του ανταγωνισμού συμφωνίες
commer.agreement which restricts competitionσυμφωνία περιοριστική του ανταγωνισμού
gen.award of contracts after restricted invitations to tenderσύναψη συμβάσεων μετά από προκήρυξη κλειστού διαγωνισμού
polit.body with restricted membershipόργανο με περιορισμένη σύνθεση
hobby, transp., avia.business restrictedκλειστή διακεκριμένη θέση
commer.competition-restricting agreementσυμφωνία περιοριστική του ανταγωνισμού
commun.completely restricted extensionεσωδικαιούχος εσωτερική τηλεφωνική σύνδεση
fin.conversion from a restricted to a full-service institutionγενικοποίηση υπηρεσιών
health., food.ind.energy restricted dietδίαιτα μειωμένων θερμίδων
health., food.ind.energy restricted dietδίαιτα αδυνατίσματος
lawexamination restricted to arguments providedεξέταση περιοριζόμενη στα προβαλλόμενα επιχειρήματα
mech.eng.flow restricting unitμηχανισμός στραγγαλισμού
industr., mech.eng.fuel restricted approvalέγκριση περιορισμένης κλίμακας καυσίμου
commun., ITfully-restricted extensionπλήρως περιορισμένο εσωτερικό τηλέφωνο
commun.fully restricted extensionπλήρως περιορισμένο εσωτερικό τηλέφωνο
commun., ITfully restricted stationπλήρως περιορισμένοι σταθμοί
ITfully restricted stationsπλήρως περιορισμένοι σταθμοί
lawin restricted sessionσε συνεδρίαση περιορισμένης σύνθεσης, σε περιορισμένη σύνθεση
commun., transp.line clear with restricted speed aspectγραμμή ελεύθερη με ένδειξη ορίου ταχύτητας
chem.list of restricted substancesκατάλογος των υπό περιορισμό ουσιών
transp.navigation in restricted visibilityναυσιπλοΐα με περιορισμένη ορατότητα
commer., polit.to prevent, restrict or distort competitionπαρεμπόδιση, περιορισμός ή νόθευση του ανταγωνισμού
fin.registered share with restricted transferabilityεισηγμένη στο χρηματιστήριο μετοχή με περιορισμένη δυνατότητα μεταβίβασης
econ., market.to restrict the amount of cover for a countryπεριορίζω το ποσόν κάλυψης για κάποια χώρα
lawrestrict the contractual freedom of partiesπεριορίζω τη συμβατική ελευθερία των μερών
lawto restrict the decision-making autonomy or the treaty-making power of the partiesπεριορίζω την αυτονομία λήψεως αποφάσεων ή την εξουσία σύναψης συνθηκών εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών
lawto restrict the list of goods contained in the applicationπεριορισμός του καταλόγου προϊόντων που περιλαμβάνει η αίτηση
patents.to restrict the list of goods or services contained in the applicationπεριορίζω τον εμπεριεχόμενο στην αίτηση κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιών
fin.to restrict the scope of Articles dealing with...περιορίζουν την έκταση εφαρμογής των άρθρων των σχετικών με...
law, commun.to restrict the secrecy of communicationsπεριορισμός του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών
immigr.restrict the territorial validity of the visaπεριορίζω την εδαφική ισχύ της θεωρήσεως
commun., ITrestricted access conditionsσυνθήκες περιορισμένης προσπέλασης
law, ITrestricted actπράξη που υπόκειται σε άδεια του δικαιούχου
gen.restricted adjudicationμειοδοτικός διαγωνισμός κλειστής διαδικασίας
transp., avia.restricted air cargoαερομεταφερόμενο φορτίο υπό περιορισμούς
commun., transp.restricted approach speed aspectένδειξη βραδυπορείας
transp., avia.restricted areaπεριορισμένη περιοχή
med.restricted areaζώνη στην οποία ισχύουν περιοριστικά μέτρα
gen.restricted areaαπαγορευμένη περιοχή ή/και επιτηρούμενη περιοχή
lawrestricted area observanceσυμμόρφωση στους περιορισμούς περιοχής
market.restricted auditπεριορισμένος έλεγχος
transp.restricted carcassπεριορισμένος σκελετός
transp.restricted certificateπιστοποιητικό περιορισμένης ικανότητας
stat.restricted chi-square testπεριορισμένος έλεγχος χ
stat.restricted chi-squared testπεριορισμένος χι-τετράγωνο έλεγχος
econ.Restricted Committee for Cooperation Agreements between Member States and third countriesεπιτροπή περιορισμένης σύνθεσης για τις συμφωνίες συνεργασίας μελών-τρίτων χωρών
gen.Restricted Committee on cooperation agreements between Member States and third countriesΕπιτροπή περιορισμένης σύνθεσης για τις συμφωνίες συνεργασίας των κρατών μελών με τρίτες χώρες
commun.restricted conference callπεριορισμένη κλήση συνδιάσκεψης
transp.restricted design class boatκλάση πλοίου περιορισμένου σχεδιασμού
med.restricted drugφάρμακο περιορισμένης συνταγογράφησης
fin.restricted endorsementπεριοριστική οπισθογράφηση
el.restricted entryπεριορισμένη είσοδος
met.restricted-flow conditionsκαθοδηγούμενη ροή υλικού
chem.restricted gateτριχοειδής έγχυση
agric.restricted grazingπεριορισμένη βόσκηση
mater.sc., el.restricted hour tariffτιμολόγιο οριμένων ωρών κατανάλωσης
mater.sc., el.restricted hour tariffτιμολόγιο με όρια χρόνου
lawrestricted invitation to tenderδιαδικασία υποβολής προσφορών περιορισμένης συμμετοχής
construct.restricted invitation to tenderδημοπρασία με προεπιλογή
gen.restricted invitation to tenderπροκήρυξη κλειστού διαγωνισμού
commun., ITrestricted linkπεριορισμένη ζεύξη
commun.restricted loanπεριορισμένος δανεισμός
transp.restricted maintenanceπεριορισμένη συντήρηση
stat.restricted maximum likelihoodπεριορισμένη μέγιστη πιθανοφάνεια
med.restricted medicineφάρμακο περιορισμένης συνταγογράφησης
fin.restricted on-licenceπεριορισμένη άδεια
law, commun.restricted postal unionπεριορισμένη ταχυδρομική ένωση
lawrestricted procedureκλειστή διαδικασία
gen.restricted proceduresκλειστή διαδικασία
chem.restricted propellantπεριορισμένο στερεό καύσιμο
math.restricted randomisationπεριορισμένη τυχαιοποίηση
stat.restricted randomizationπεριορισμένη τυχαιοποίηση
fin.restricted request for tendersκλειστός διαγωνισμός εκτιμήσεως προσφορών
market., fin.restricted reserveπεριορισμένο αποθεματικό
market., fin.restricted reserveανεπαρκές αποθεματικό
market.restricted reservesπεριορισμένα αποθεματικά μη δυνάμενα να διανεμηθούν
lawrestricted right of enjoymentδικαίωμα περιορισμένης χρήσεως και καρπώσεως
stat., scient.restricted sequential procedureπεριορισμένη διαδικασία του Armitage
stat.restricted sequential procedureκλειστή διαδικασία διαδοχικών
commun.restricted serviceπεριορισμένη υπηρεσία
ITrestricted-service toneσήμα περιορισμένων υπηρεσιών
transp.restricted speedεπιτρεπόμενη ταχύτητα πορείας με οπτική αντίληψη
commun., transp.restricted speed aspectένδειξη περιορισμού ταχύτητας
chem.restricted substances listκατάλογος των υπό περιορισμό ουσιών
gen.restricted trialogueπεριορισμένος τριμερής διάλογος
life.sc.restricted two-body problemκινητική ανάλυση δύο σωμάτων
fin.restricted voting shareμετοχή με περιορισμένο δικαίωμα ψήφου
transp.restricted waterπεριορισμένα ύδατα
transp., avia.security restricted areaελεγχόμενη περιοχή ασφαλείας
transp., avia.security restricted areaαυστηρά ελεγχόμενη περιοχή ασφαλείας
commun.semi-restricted extensionημιπεριορισμένο εσωτερικό τηλέφωνο
commun., ITsemi-restricted subscriberημιπεριορισμένος συνδρομητής
fin.share with restricted transferabilityμετοχή μεταβιβάσιμη υπό όρους
fin.share with restricted transferabilityδεσμευμένη μετοχή
fin.share with restricted voting rightμετοχή με περιορισμένο δικαίωμα ψήφου
transp.single track with restricted trafficμονή γραμμή περιορισμένης κυκλοφορίας

Get short URL