Subject | English | Greek |
coal. | a quantity of dust-laden air is mixed with the carrying air | ποσότητα αέρα επιφορτισμένη με κόνι αναμιγνύεται με τον αέρα φορέα |
mater.sc. | air quantity flow meter | δοσίμετρο αέρα |
IT | analog quantity | αναλογικό μέγεθος |
transp., avia. | APU oil quantity indicator | ενδείκτης ποσότητας ελαίου βοηθητικού συγκροτήματος ισχύος |
transp., avia. | APU oil quantity indicator | ενδείκτης ποσότητας ελαίου APU |
earth.sc. | arising quantity | προκύπτουσα ποσότης |
fin. | assumptions adopted for prices and quantities | υπολογισμοί τιμής και ποσοτήτων |
el. | auxiliary energising quantity | βοηθητικό μέγεθος ενεργοποίησης |
el. | auxiliary energizing quantity | βοηθητικό μέγεθος ενεργοποίησης |
transp., avia. | auxiliary power unit oil quantity indicator | ενδείκτης ποσότητας ελαίου βοηθητικού συγκροτήματος ισχύος |
transp., avia. | auxiliary power unit oil quantity indicator | ενδείκτης ποσότητας ελαίου APU |
fin., agric. | base quantity | βασική ποσότητα |
earth.sc., chem. | base quantity | θεμελιώδες μέγεθος |
fin. | basic quantity of a Member State | βασική ποσότητα κράτους μέλους |
transp., construct. | bill of quantities | προμέτρηση |
construct. | bill of quantities | κατάστασις ποσοτήτων |
interntl.trade. | budgetary outlay and quantity commitment levels | καθορισμένα επίπεδα υποχρεώσεων όσον αφορά τις δημοσιονομικές δαπάνες και τις ποσότητες |
tech. | calibrating quantity | μέγεθος διακρίβωσης |
commun., el. | characteristic quantity | χαρακτηριστικό μέγεθος |
gen. | Command quantity | Ποσότητα εντολής |
environ. | critical quantity | οριακή ποσότητα |
environ. | critical quantity | οριακή δόση |
stat., agric. | crop quantities | ποσότητες συγκομιδής |
forestr. | cut quantity | ποσότητα κοπής (υλοτομίας) |
earth.sc., chem. | derived quantity | παράγωγο μέγεθος |
agric. | desired quantity | επιθυμητή ποσότητα |
agric. | desired quantity | επιθυμητή δόση |
el. | dimensionless quantity | αδιάστατο μέγεθος |
el. | disengaging value of the characteristic quantity | τιμή απεμπλοκής του χαρακτηριστικού μεγέθους |
el. | dosimetric quantity | δοσιμετρική ποσότητα |
el. | energising quantity | μέγεθος ενεργοποίησης |
el. | energizing quantity | μέγεθος ενεργοποίησης |
earth.sc. | equilibrium quantity | ποσότης της ισορροπίας |
fin. | estimated production quantity | εκτιμώμενη ποσότητα της παραγωγής |
fin. | excess quantities | πλεόνασμα,ελλείμματα,υποκαταστάσεις ή άλλες παρατυπίες όπως το μη αλύμαντο των σφραγίδων |
fin. | export or import flows in terms of quantity | ποσότητες εισαγωγών ή εξαγωγών |
interntl.trade., agric. | export quantity reduction commitment | ανάληψη υποχρέωσης για μείωση της ποσότητας των εξαγωγών |
el. | extreme range of an influencing quantity | ακραία περιοχή ενός επιδρόντος μεγέθους |
agric. | fertilizer quantity adjustment | ρύθμιση της ποσότητας του λιπάσματος |
agric. | fertilizer quantity adjustment | ρύθμιση της τροφοδοσίας του λιπάσματος |
scient., el. | flux of a vector quantity | ροή διανυσματικής ποσότητας |
mater.sc. | fractional quantity | κλασματική ποσότητα |
mech.eng. | fuel quantity actuator | ενεργοποιητής ρύθμισης ποσότητας καυσίμου |
mech.eng. | fuel quantity actuator | ενεργοποιητής ρύθμισης παροχής καυσίμου |
el. | fuel quantity pack | ενισχυτής μέτρησης ποσότητας |
transp., chem. | fuel quantity pack | κουτί ενισχυτών ενδεικτικού καυσίμου |
el. | fuel quantity pack | ενισχυτής ένδειξης ποσότητας |
IT, transp. | fuel quantity repeater | ενδείκτης τηλένδειξης |
IT, transp. | fuel quantity repeater | ενδείκτης αναμετάδοσης μέτρησης καυσίμου |
IT, transp. | fuel quantity totalizer | ενδείκτης συνολικής ποσότητας καυσίμου |
gen. | guaranteed maximum quantity | μέγιστη εγγυημένη ποσότητα |
mech.eng. | guaranteed quantities | φυσικά μεγέθη |
agric. | guaranteed total quantity | ολική εγγυημένη ποσότητα |
commun., transp. | harmonic of a periodic quantity | αρμονική |
tech., mech.eng. | heat quantity | ποσό θερμότητας |
stat., scient. | heterograde quantities | ποσοτικά μεγέθη |
IT, transp. | hydraulic quantity indicator | ενδείκτης ποσότητας υδραυλικού υγρού |
IT, transp. | hydraulic quantity repeater | αναμεταβιβαστής ποσότητας υδραυλικού |
chem. | In case of major fire and large quantities: | Σε περίπτωση σοβαρής πυρκαγιάς και εάν πρόκειται για μεγάλες ποσότητες: |
polit., agric. | individual reference quantity determined | προσδιορισθείσα ατομική ποσότητα αναφοράς |
el. | influencing quantity | επιδρόν μέγεθος |
el. | input energising quantity | μέγεθος ενεργοποίησης εισόδου |
el. | input energizing quantity | μέγεθος ενεργοποίησης εισόδου |
transp., chem. | integrating fuel quantity indicator | αθροιστικός δείκτης |
IT, transp. | integrating quantity | άθροισμα ποσοτήτων καυσίμου |
interntl.trade. | limitations on the total number of service operations or on the total quantity of service output expressed in terms of designated numerical units in the form of quotas or the requirement of an economic needs test | περιορισμοί ως προς το συνολικό αριθμό πράξεων στον τομέα των υπηρεσιών ή ως προς τη συνολική ποσότητα των παραγομένων υπηρεσιών, οι οποίοι εκφράζονται με καθορισμένες αριθμητικές μονάδες υπό μορφή ποσοστώσεων ή εξέτασης των οικονομικών αναγκών |
el. | limiting value of the characteristic quantity | οριακή τιμή του χαρακτηριστικού μεγέθους |
IT, transp. | liquid quantity indicator | ενδείκτης στάθμης υγρού |
IT, transp. | liquid quantity indicator | μετρητής στάθμης υγρού |
med. | maximal authorized quantities | μέγιστες επιτρεπόμενες ποσότητες |
IT, agric., el. | maximum guaranteed quantity | εγγυημένη μέγιστη ποσότητα |
fin., agric. | maximum guaranteed quantity | Μέγιστη Εγγυημένη Ποσότητα |
fin., agric. | maximum guaranteed quantity | ανώτατη εγγυημένη ποσότητα |
gen. | maximum guaranteed quantity | μέγιστη εγγυημένη ποσότητα |
coal. | maximum quantity of stored explosives | μέγιστη ποσότητα αποθηκευμένων εκρηκτικών υλών |
stat., scient. | measurable quantities | ποσοτικά μεγέθη |
scient., chem. | measurable quantity | μέγεθος |
gen. | measured quantity | το μετρούμενο μέγεθος |
transp. | methanol quantity transmitter | μεταβιβαστής μέτρησης ποσότητας νερού |
transp. | methanol quantity transmitter | μεταβιβαστής μέτρησης ποσότητας μεθυλικής αλκοόλης |
fin., agric. | national guaranteed quantity | εθνική εγγυημένη ποσότητα |
el. | nominal range of an influencing quantity | ονομαστική περιοχή ενός επιδρόντος μεγέθους |
agric. | notional quantities | θεωρητική ποσότητα |
law | obligations providing for fixed quantities | δεσμεύσεις για συγκεκριμένες ποσότητες |
el. | operating value of the characteristic quantity | τιμή λειτουργίας του χαρακτηριστικού μεγέθους |
fin. | overshoot of the maximum guaranteed quantity | υπέρβαση της εγγυημένης μέγιστης ποσότητας |
fin. | overstepping of the maximum guaranteed quantity | υπέρβαση της εγγυημένης μέγιστης ποσότητας |
fin. | permanent inventory showing quantity and value | τήρηση κατ'αριθμό και κατ'αξία |
nat.sc. | physical quantity | φυσικό μέγεθος |
nat.sc. | physical quantity | φυσική ποσότης |
stat. | pivotal quantity | αντιστρεπτή ποσότητα |
el. | polyphase linear quantity | πολυφασικό γραμμικό μέγεθος |
construct. | priced bill of quantities | τιμοκατάλογος |
tech., el. | printed value of a metered quantity | αποτυπωμένη τιμή μίας μετρηθείσης ποσότητας |
market. | product pre-packaged in pre-established quantities | προϊόντα προσυσκευασμένα σε προκαθορισμένες ποσότητες |
market. | product pre-packaged in variable quantities | προϊόντα προσυσκευασμένα σε μεταβλητές ποσότητες |
tech. | pulsating quantity | παλλόμενο μέγεθος |
tech. | pulsating quantity | κυματωμένο μέγεθος |
scient., el. | pulsed quantity | παλμικό μέγεθος |
environ. | qualifying quantity | οριακή ποσότητα |
econ. | quantities multiplied by prices | ποσότητες πολλαπλασιασμένες επί τις τιμές |
met. | quantity allowances | μείωση της ποσότητας |
earth.sc., tech. | quantity coefficient | συντελεστής ποσότητας |
market., fin. | quantity component | ποσοτικό στοιχείο |
earth.sc., chem. | quantity equation | εξίσωση μεγεθών |
fin. | quantity forcing on the buyer | επιβολή όρων στον αγοραστή ως προς τις ποσότητες |
tech. | quantity meter | μετρητής ποσότητας |
el. | quantity of electricity | Ηλεκτρικό φορτίο |
el. | quantity of electricity | φορτίο |
coal. | quantity of explosives in stores | ποσότητα εκρηκτικών υλών αποθήκης |
econ. | quantity of fish landed | εκφορτωθείσα ποσότητα |
med. | quantity of heat | ποσότητα θερμότητας |
med. | quantity of heat | θερμική ποσότητα |
mun.plan. | quantity of heat required | απαιτούμενη θερμότητα |
mun.plan. | quantity of heat required | ποσότητα απαιτούμενης θερμότητας |
mun.plan. | quantity of heat supplied | παρασχεθείσα θερμότητα |
mun.plan. | quantity of heat supplied | ποσότητα παρασχεθείσης θερμότητας |
earth.sc., life.sc. | quantity of illumination | ποσότητα φωτισμού |
earth.sc. | quantity of light | ποσότητα φωτός |
IT, agric., el. | quantity of milk delivered | όγκος του παραδιδόμενου γάλακτος |
econ. | quantity of products involved in the transaction | ποσότητα των προϊόντων που υπεισέρχονται στη συναλλαγή |
energ.ind. | quantity of radiant energy | ποσότητα ακτινοβόλου ενεργείας |
energ.ind. | quantity of radiation | ποσότητα ακτινοβόλου ενεργείας |
fin. | quantity of securities | ποσότητα αξιογράφων |
fin. | quantity of securities booked | ποσότητα αξιογράφων σε παρακαταθήκη |
fin. | quantity of securities derived | ποσότητα προκυπτόντων αξιογράφων |
fin. | quantity of securities distributed | ποσότητα διανεμομένων αξιογράφων |
forestr. | quantity of timber | ποσότητα ξυλείας |
tech. | quantity of X or gamma rays radiation ç | ποσότητα ακτινοβολίας ακτίνων Χ ή γ |
agric. | quantity offered to intervention | ποσότητες που προσκομίζονται στην παρέμβαση |
met. | quantity production | σε σειρά κατασκευή |
fin. | quantity rebate | ποσοτική έκπτωση |
stat. | quantity relative | σχετική ποσότητα |
stat. | quantity relative | ποσότητα σε σχέση |
comp., MS | quantity selling option | επιλογή πώλησης ποσότητας (An option in the product catalog that determines whether a product is sold whole, in fractions, or in whole and fractions, or if a user has no control over the quantity) |
fin. | quantity sensitivity | ποσοτική ευαισθησία |
mech.eng., construct. | quantity surveyor | επιμετρητής κατά την παραλαβή παραγγελίας ή έργου |
econ. | quantity theory | ποσοτική θεωρία |
market. | quantity variance | απόκλιση επί των ποσοτήτων |
el. | R M S value of a periodic quantity | ενεργός τιμή ενός περιοδικού μεγέθους |
el. | rated quantities | ονομαστικά μεγέθη |
el. | reference conditions of influencing quantities and factors | συνθήκες αναφοράς επιδρώντων μεγεθών και παραγόντων |
agric. | reference quantity | ποσότητα αναφοράς |
agric. | reference quantity without compensation | ποσότητα αναφοράς χωρίς καταβολή αποζημιώσεως |
el. | reference value of an influencing quantity | τιμή αναφοράς ενός επιδρόντος μεγέθους |
transp., mech.eng. | required air quantity | απαιτούμενη ποσότητα αέρα |
agric., chem. | required quantity | απαιτούμενη δόση |
agric., chem. | required quantity | απαιτούμενη ποσότητα |
agric. | reserve quantity | ποσότητα ελιγμού |
el. | returning value of the characteristic quantity | τιμή επιστροφής του χαρακτηριστικού μεγέθους |
scient., el. | scalar quantity | βαθμωτό μέγεθος |
agric. | seed quantity | ποσότητα σπόρου που σπέρνεται |
chem. | Self-heating in large quantities | Σε μεγάλες ποσότητες αυτοθερμαίνεται: μπορεί να αναφλεγεί. |
el. | set of components of a polyphase linear quantity | σύνολο συνιστωσών πολυφασικού γραμμικού μεγέθους |
el. | set of components of an m phase linear quantity | σύνολο συνιστωσών πολυφασικού γραμμικού μεγέθους |
el. | setting range of the characteristic quantity | περιοχή ρύθμισης του χαρακτηριστικού μεγέθους |
el. | setting ratio of the characteristic quantity | λόγος ρύθμισης του χαρακτηριστικού μεγέθους |
el. | setting value of the characteristic quantity | τιμή ρύθμισης χαρακτηριστικού μεγέθους |
nucl.phys. | small quantities protocol | πρωτόκολλο μικρών ποσοτήτων |
agric. | special reference quantity | ειδική ποσότητα αναφοράς |
life.sc., tech. | specific discharge quantity | ειδική συρτική παροχή |
life.sc. | spectral density of a radiometric quantity | φασματική πυκνότητα ραδιομετρικής ποσότητας |
life.sc. | spectral density of a radiometric quantity | φασματική πυκνότητα ενεργειακής ποσότητας |
med. | spittle quantity | ποσότητα σιέλου |
earth.sc., mech.eng. | state quantity | μεγέθη της κατάστασης |
stat., earth.sc. | stochastic quantity | στοχαστική ποσότητα |
transp., construct. | the quantity of water pumped is | η ποσότητα του αντλουμένου ύδατος είναι..... |
fin. | total quantity placed on the market | συνολική ποσότητα που διατίθεται στην αγορά |
agric. | transfer of the reference quantity to the landlord | μεταβίβαση της ποσότητας αναφοράς στον ιδιοκτήτη |
stat., scient. | value of a quantity | τιμή μεγέθους |
earth.sc., tech. | variation due to influence quantity | διακύμανση |
scient., el. | vector quantity | διανυσματικό μέγεθος |
environ. | water quantity management | διαχείριση της ποσότητας των υδάτων |
environ. | water quantity management The administration or handling of the amount of available potable water | διαχείριση της ποσότητας των υδάτων |
transp. | water quantity transmitter | μεταβιβαστής μέτρησης ποσότητας μεθυλικής αλκοόλης |
transp. | water quantity transmitter | μεταβιβαστής μέτρησης ποσότητας νερού |