Subject | English | Greek |
transp. | hinged push-pull steady arm | βραχίονας επαναφοράς υπό θλίψη |
transp. | hinged push-pull steady arm | βραχίονας επαναφοράς υπό εφελκυσμό |
IT | ...in the push-pull mode | ....σε αντίθεση φάσης.... |
chem. | pull and push | κασσετίνα μεταφοράς χοντρών κόκκων |
nat.sc., industr. | push and pull effect | φαινόμενο απώθησης και έλξης |
IT | push or pull technology | τεχνολογία push or pull |
mech.eng. | push pull cable | ωθελκτικό συρματόσχοινο |
mech.eng. | push pull cable | σκουλίκι |
mech.eng. | push-pull | με ελκτικο-ωστική διάταξη κινητήρων |
mech.eng. | push-pull | κινητήρας ελκτικο-ωστικής διάταξης |
mech.eng. | push-pull | με ένα ωστικό και ένα ελκτικό κινητήρα |
el. | push-pull | συμμετρική ενίσχυση |
commun., IT | push-pull circuit | κύκλωμα συμμετρικής ενίσχυσης |
commun., IT | push-pull configuration | σύστημα συμμετρικής ενίσχυσης |
commun., IT | push-pull configuration | ελκωθητικό κύκλωμα |
commun., IT | push-pull configuration | ελκωθητική διευθέτηση |
el. | push-pull connector | βύσμα ώθησης-έλξης |
transp. | push-pull control | σύστημα πίεσης-έλξης |
el. | push-pull converter | ελκωθητικός μετατροπέας |
el. | push-pull coupling | ζεύξη ώθησης-έλξης |
commun., IT | push-pull doubler | ελκωθητικός διπλασιαστής |
immigr. | push-pull factor | παράγοντας ταυτόχρονης απώθησης - προσέλευσης |
immigr. | push-pull factor | αιτία ταυτόχρονης απώθησης - προσέλευσης |
mech.eng. | push-pull linkage | ωθελκτικός κινηματισμός |
transp., mech.eng. | push-pull mixer | ωθελκτικός μίκτης |
el. | push-pull operation | συμμετρική ενίσχυση |
mech.eng., construct. | push-pull rectifier | ανορθωτής "push-pull" |
transp., mech.eng. | push-pull rod | παλινδρομική ράβδος |
transp. | push-pull running | πορεία με δυνατότητα οδήγησης προς δύο κατευθύνσεις |
transp. | push-pull running | πορεία αναστρέψιμη |
met. | push-pull series spot welding | ταυτόχρονη ηλεκτροσυγκόλληση δύο σημείων σε σειρά |
IT, el. | push-pull stage | ελκωθητική βαθμίδα |
el. | push-pull stage | βαθμίδα συμμετρικής διάταξης |
el. | push-pull stage | βαθμίδα διάταξης push-pull |
transp. | push-pull steady arm | βραχίονας επαναφοράς υπό εφελκυσμό |
transp. | push-pull steady arm | βραχίονας επαναφοράς υπό θλίψη |
life.sc., el. | push-pull system | κρουστικó σÙστημα |
life.sc. | push-pull system | σύστημα εναλλασσόμενης ώθησης/έλξης |
transp. | push-pull train | μεταστροφικό κινητήριο όχημα |
earth.sc., el. | push-pull transformer | μετασχηματιστής ενισχυτή πους-πουλ |
el. | push-pull transistor pair | ζεύγος τρανζίστορ διάταξης push-pull |
el. | push-pull transistor pair | ζεύγος τρανζίστορ συμμετρικής διάταξης |
el. | push-pull transistor pair | ζεύγος κρυσταλλοτριόδου συμμετρικής διάταξης |
earth.sc., el. | push-pull type circuit-breaker | διακόπτης κυκλώματος με τραβηκτό πλήκτρο |
commun., el. | push-pull valve operation | συμμετρική ενίσχυση |
el. | push-pull woofer system | ελκωθητικό βαθυφωνικό σύστημα |
commun., el. | quiescent push-pull valve operation | συμμετρική ενίσχυση με μηδενικό ρεύμα τροφοδοσίας |
agric. | saw-edged push and pull hoe | οδοντωτό ολλανδικό σκαλιστήρι |
mater.sc., met. | specimen uniformly stressed in push-pull machines | δοκίμια ομοιόμορφα καταπονημένα μέσα σε μια μηχανή εφελκυσμού-συμπίεσης |
mech.eng. | throttle push-pull assembly | έλεγχος στρόφιγγας καυσίμου υψηλής πίεσης |
mech.eng. | throttle push-pull assy | έλεγχος στρόφιγγας καυσίμου υψηλής πίεσης |
mech.eng. | with push-pull engines | με ελκτικο-ωστική διάταξη κινητήρων |
mech.eng. | with push-pull engines | με ένα ωστικό και ένα ελκτικό κινητήρα |