Subject | English | Greek |
earth.sc., mech.eng. | back pull out pump | αντλία λυόμενου στροφείου προς τη πλευρά μετάδοσης της κίνησης |
el. | conductor pull-out force | δύναμη απόσπασης αγωγού |
transp. | pull out | εφεδρικό όχημα |
transp. | pull out | διαδρομή οχήματος |
el. | pulling out | απώλεια συχρονισμού |
mech.eng., el. | pulling out of synchronism | αποσυγχρονισμός |
commun., transp. | pull-out | ανάκληση από βύθιση |
commun. | pull-out | πτυσσόμενο ένθετο |
transp. | pull-out | ανακαμπή |
transp. | pull-out | ανάκληση |
commun., transp. | pull-out | ανάκαμψη από βύθιση |
transp., tech. | pull-out distance | απόσταση πέδησης |
transp., tech. | pull-out distance | απόσταση ανάσχεσης |
chem., el. | pull-out oven | ολισθαίνων φούρνος |
chem., el. | pull-out oven | αποσπώμενος φούρνος |
earth.sc., mech.eng. | pull-out point | σημείο μεγιστοποίησης ροπής |
transp., mater.sc. | pull-out seal | παρέμβυσμα με ωτίο αφαίρεσης |
mech.eng., el. | pull-out test | δοκιμή μεγίστης ροπής |
transp. | pull-out time | χρόνος διαδρομής οχήματος |
mech.eng., el. | pull-out torque | ροπή αποσυγχρονισμού |
mech.eng., el. | pull-out torque | μεγίστη ροπή |
earth.sc., mech.eng. | pull-out type pump | αντλία λυόμενου στροφείου προς τη πλευρά μετάδοσης της κίνησης |
cultur. | pull-out view | διπλωνόμενη εικόνα |
mech.eng., el. | synchronous pull-out torque | ροπή αποσυγχρονισμού |