Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms containing
practical
|
all forms
|
exact matches only
Subject
English
Greek
gen.
best
practical
control technology currently available
η βέλτιστη πρακτική τεχνολογία ελέγχου προς το παρόν διαθέσιμη
health., ed., school.sl.
certificate of
practical
training
πιστοποιητικό ασκήσεως
gov.
courses of theorical and
practical
retraining approved by the Commission - BT
κύκλοι θεωρητικής και πρακτικής μετεκπαίδευσης στον ίδιο ή σε άλλους τομείς που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή
account.
DAS
practical
guidelines
πρακτικές κατευθύνσεις DAS
law
Declaration
No 29
on
practical
arrangements in the field of the common foreign and security policy
Δήλωση
αριθ. 29
για τους πρακτικούς διακανονισμούς στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας
gen.
to
deprive the article of its
practical
effectiveness
εξουδετερώνω την αποτελεσματικότητα του άρθρου
fin., econ.
Green Paper on the
practical
arrangements for the introduction of the single currency
Πράσινη βίβλος για τις πρακτικές ρυθμίσεις σχετικά με την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος
fin.
Green Paper on the
practical
arrangements for the introduction of the single currency
Πράσινο βιβλίο για τις πρακτικές ρυθμίσεις σχετικά με την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος
fin.
Green Paper on the
practical
arrangements for the introduction of the single currency
Πράσινο Βιβλίο για τις πρακτικές ρυθμίσεις σχετικά με την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος
obs.
Joint declaration on
practical
arrangements for the new codecision procedure
Article 251 of the Treaty establishing the European Community
Κοινή δήλωση σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της νέας διαδικασίας συναπόφασης
άρθ. 251 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
law
Joint
Practical
Guide
Κοινός πρακτικός οδηγός για τα πρόσωπα που συμβάλλουν στη σύνταξη των νομοθετικών κειμένων στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων' κοινός πρακτικός οδηγός
law
Joint
Practical
Guide for persons involved in drafting legislation within the Community institutions
Κοινός πρακτικός οδηγός για τα πρόσωπα που συμβάλλουν στη σύνταξη των νομοθετικών κειμένων στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων' κοινός πρακτικός οδηγός
transp.
minimum
practical
headway
πραγματική ελάχιστη χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων
ed.
period of
practical
experience
επαγγελματική άσκηση
med.
practical
anatomy
εφαρμοσμένη ανατομία
med.
practical
anatomy
πρακτική ανατομία
med.
practical
application
πρακτική εφαρμογή
med.
practical
aspects of medical exposure procedures
πρακτικές πτυχές των διαδικασιών έκθεσης για ιατρικούς λόγους
med.
practical
blindness
δυνητική τύφλωση
commun., transp.
practical
capacity
κυκλοφοριακός φόρτος επιπέδου εξυπηρέτησης
commun., transp.
practical
capacity
πρακτική χωρητικότητα
chem.
practical
concentration
χρήσιμη επιβάρυνση
commun.
practical
coverage
πρακτική κάλυψη
gen.
practical
demonstration
πρακτική επίδειξη
ed.
Practical
experience
Πρακτική εξάσκηση
market.
practical
franchise description
παρουσίαση του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise
chem.
Practical
guide
Πρακτικός οδηγός
gen.
Practical
Guide to Contract Procedures for EU External Actions
Πρακτικός Οδηγός των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στο πλαίσιο των εξωτερικών δράσεων της ΕΕ
gen.
Practical
Handbook for Border Guards
Πρακτικό εγχειρίδιο για τους συνοριοφύλακες
law
Practical
Handbook on the Operation of the Hague Convention of 15 November 1965 on the Service Abroad of Judicial and Extrajudicial Documents in Civil and Commercial Matters
Εγχειρίδιο για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
transp.
practical
headway
εφαρμόσιμη μέση συχνότητα κυκλοφορίας οχημάτων
fin.
practical
implementation of the changeover
η μετάβαση στο ευρώ στην πράξη
gen.
practical
instruction
εφαρμοστική οδηγία
ed.
practical
lesson
μαθήματα πρακτικής εξάσκησης
cultur., el.
practical
lighting
πρακτικός φωτισμός
gen.
practical
limit of occupation
πρακτικό όριο απασχόλησης
gen.
practical
organization of visits
προετοιμασία των επισκέψεων από υλική άποψη
social.sc., ed.
practical
placement
άσκηση
life.sc.
practical
salinity
πρακτική αλατότητα
ed.
practical
skills
πρακτικές ικανότητες
agric.
practical
storage life
πρακτική διάρκεια συντήρησης
ed., lab.law.
practical
training
πρακτική εκπαίδευση
ed.
practical
training as a teacher
ειδικές σπουδές διδακτικής
lab.law., agric.
practical
training grant
υποτροφία πρακτικής κατάρτισης
ed.
practical
training schemes
ειδικές διοργανώσεις
el.
practical
transistor
τρανζίστορ πραγματικό
el.
practical
transistor
τρανζίστορ πρακτικό
el.
practical
transistor
πρακτική κρυσταλλοτρίοδος
ed.
practical
work experience
πρακτική εξάσκηση
law
Resolution
77
36 on the
practical
application of the European Convention on Mutual Assistance
Ψήφισμα
77
36 περί εμπράκτου εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων
Get short URL