Subject | English | Greek |
fin. | action for post-clearance recovery | πράξη εκ των υστέρων είσπραξης |
gov. | ad personam A1 posts | θέσεις βαθμού Α1 ad personam |
fin. | annual requirements in appropriations and posts | ετήσιες ανάγκες σε πιστώσεις και σε προσωπικό |
gov., fin., econ. | appropriations converted into posts | μετατροπή πιστώσεων σε θέσεις |
el. | bar and post transformer | προσαρμοστής από ομοαξονική γραμμή σε ορθογώνιο κυματοδηγό με ακτινοβολιτή σχήματος Τ μέσα στον κυματοδηγό |
lab.law. | basic post | θέση τύπος |
gov. | basic posts auxiliary staff | πρότυπες θέσεις επικουρικών υπαλλήλων |
gov. | to be called upon to occupy a post temporarily | καλούμαι προσωρινά να ασκήσω καθήκοντα |
commun. | bill-posting | τοιχοκόλληση |
forestr. | boom post | ορθοστάτης μπούμας |
el. | bound twin-post connection | διπλή σύνδεση περιτύλιξης |
fin., econ., account. | budgetary posts | θέσεις του προϋπολογισμού |
commun. | bulk posting | μαζική κατάθεση |
transp. | catalytic post-combustion | καταλυτική μετάκαυση |
transp. | catalytic post-combustion | καταλυτική εξάτμιση |
fin. | change of the number of persons in post | μεταβολές του προσωπικού |
immigr. | Common Consular Instructions for the diplomatic missions and consular posts | κοινή προξενική εγκύκλιος |
immigr. | Common Consular Instructions for the diplomatic missions and consular posts | Κοινή Προξενική Εγκύκλιος προς τις διπλωματικές και έμμισθες προξενικές αρχές |
IT | constraint posting | εισαγωγή περιορισμού |
gen. | conversion of appropriations into posts | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης |
gen. | conversion of posts | μετατροπή θέσεων |
gen. | to convert appropriations into posts | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης |
gen. | Court of Auditors list of posts | οργανόγραμμα των υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
el. | cylindrical post insulator | κυλινδρικό μονωτικό υποστήριγμα με μεταλλικά εξαρτήματα |
pharma. | 30-day post-opinion period | περίοδος 30 ημερών μετά την έκδοση της γνώμης |
ed. | to decompartmentalize access to the management posts | διευκολύνω την πρόσβαση στις διευθυντικές θέσεις |
fin. | detailed list of budgetary posts and number of persons in post | οργανόγραμμα των θέσεων του προϋπολογισμού και του προσωπικού που υπηρετεί |
gen. | determination of the level of a post | καθορισμός του βαθμολογικού επιπέδου μιας θέσεως |
nat.sc., agric. | diameter of posts | διάμετρος πασσάλων |
gen. | diplomatic or consular post | διπλωματικό και προξενικό γραφείο; διπλωματική και προξενική αρχή |
market. | double posting | λανθασμένη διπλή εγγραφή |
work.fl., IT | down posting | υποτοποθέτηση |
transp., agric. | driver's post | θέση οδηγού |
law, IT | duties and powers attaching to each basic post | καθήκοντα και αρμοδιότητες που ανάγονται σε κάθε θέση-τύπο |
gov., patents. | duties and powers attaching to each basic post | καθήκοντα και αρμοδιότητες που ανάγονται σε κάθε πρότυπη θέση |
gen. | duties and powers attaching to each basic post | καθήκοντα και αρμοδιότητες για κάθε θέση-τύπο |
transp., el. | end post | μονωτική διατομή |
met., construct. | end post | ακραία διαγώνιος |
construct. | end post | στύλος ακραίος |
construct. | end post | στύλος της μετωπικής πλευράς |
transp., el. | end tensioning post | στύλος ακριανός |
health., pharma. | epidemiological method for a post-authorisation safety study | επιδημιολογικές μέθοδοι για μελέτες ασφαλείας μετά τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας |
lab.law. | equal treatment in relation to access to public service posts | ίση μεταχείριση στις δημόσιες θέσεις απασχόλησης |
econ., construct. | ex post measurement of benefits | εκτίμησις πραγματικών οφέλων |
econ., construct. | ex post measurement of benefits | εκτίμησις πραγματικών αποτελεσμάτων |
law | exchange of posts | αμοιβαία ανταλλαγή θέσεων εργασίας |
gen. | Federal Minister for Post and Telecommunications | Ομοσπονδιακσς Υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
econ. | file identifying the posts | πίνακας των θέσεων απασχόλησης |
construct. | fire hydrants with tubular posts | πυροσβεστικοί κρουνοί με σωληνοειδείς κολώνες |
transp., mater.sc. | floor strength limit at location of post | όριο αντοχής πατώματος σε δοκιμή πόντας |
mater.sc., mech.eng. | Foot and post | πόδι και ορθοστάτης |
nat.sc., agric. | foot post planter | τοποθετητής |
nat.sc., agric. | foot post planter | μικρός πάσσαλος στήριγμα |
gov., social.sc. | freeing of existing posts | αποδέσμευση |
law, lab.law. | full-time post | θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης |
econ. | goods sent by parcel post | αγαθά που αποστέλλονται με ταχυδρομικά δέματα |
commun. | Green Paper on Posts | πράσινη βίβλος για τον ταχυδρομικό τομέα |
commun. | Green Paper on Posts | Πράσινη Βίβλος για τα ταχυδρομεία |
gen. | Hellenic Post Office | Ελληνικά Ταχυδρομεία |
commun. | Hellenic Telecommunications and Post Commission | Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων |
commun., IT | hypothesis posting | επίδειξη υπόθεσης |
agric., health., anim.husb. | International Code of Practice for Ante-Mortem and Post-Mortem Judgment of Slaughter Animals and Meat | Διεθνής Κώδικας των πρακτικών για την προ και μετά τη σφαγή αξιολόγηση των ζώων προς σφαγή και των κρεάτων |
commun. | International Post Corporation | Διεθνής Ταχυδρομική Εταιρεία |
tax. | introduction of common border posts | θέσπιση κοινών συνοριακών σταθμών διέλευσης |
gen. | introduction of common border posts | ίδρυση κοινών συνοριακών σταθμών διέλευσης |
fin., commun. | item to be submitted to customs through the post | αντικείμενο προς εκτελωνισμό μέσω του ταχυδρομείου |
econ., coal., met. | Joint declaration by the European Parliament, the Council and the Commission concerning post-ECSC arrangements | Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις ρυθμίσεις που θα ισχύσουν μετά την εκπνοή της Συνθήκης ΕΚΑΧ |
forestr. | king post | ορθοστάτης (ξύλινης στέγης) |
health., pharma. | linguistic post-opinion checking procedure | διαδικασία γλωσσικού ελέγχου που διενεργείται μετά τη γνωμοδότηση |
gov. | list of posts | πίνακας θέσεων |
gov., fin. | list of posts | οργανόγραμμα' πίνακας θέσεων' πίνακας προσωπικού |
gen. | list of posts | πίνακας των θέσεων |
lab.law. | list of posts broken down by area of activity | κατανομή του προσωπικού κατά τομείς δραστηριότητας |
commun. | local posting | τοπική ταχυδρόμηση |
commun. | mail bulk posting | ομαδική αποστολή |
industr., construct., met. | making on a post | θέση παραγωγής φυσητών |
fin. | management of posts | διαχείριση των θέσεων απασχόλησης |
unions. | managerial or supervisory posts | όργανα διαχειρίσεως ή εποπτείας |
gen. | managerial or supervisory posts | τα όργανα διαχειρίσεως ή εποπτείας |
law | members of the consular post | μέλη της προξενικής αρχής |
gen. | Minister for Information Technology and Post | Υπουργός των Τεχνολογιών Πληροφοριών και των Ταχυδρομείων |
gen. | Minister for Posts and Telecommunications | Υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
commun. | Ministry of Post and Telecommunications | Υπουργείο Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
gen. | Multiannual Programme to convert temporary posts into permanent posts | πολυετές πρόγραμμα μετατροπής των προσωρινών θέσεων σε μόνιμες |
commun. | National Telecommunications and Post Commission | Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων |
econ. | new posts | νέες θέσεις |
transp. | nosegear steering base post | μπάρα οδήγησης ριναίου τροχού |
commun. | office of posting | γραφείο κατάθεσης |
law | Office's list of posts | πίνακας των θέσεων εργασίας του Γραφείου |
gen. | official who holds a post | κάτοχος θέσης |
mater.sc., mech.eng. | pallet posts | πλαίσιο παλέτων |
hobby, commun. | parcel-post stamp | ετικέτα προπληρωμής ταχυδρομικού δέματος |
gen. | Parliamentary State Secretary to the Federal Minister for Post and Telecommunications | Κοινοβουλευτικός Υφυπουργός, Ομοσπονδιακό Υπουργείο Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
lab.law., transp., construct. | period of posting | περίοδος αποσπάσεως |
fin., econ., account. | permanent and temporary posts | μόνιμες και έκτακτες θέσεις |
gen. | persons employed by consular posts | προσωπικό που υπηρετεί στις προξενικές υπηρεσίες |
mater.sc. | pilot's post | σταθμός καθοδήγησης |
law, econ. | post-acquisition | κατόπιν κτήσεως |
agric. | post-Chernobyl regulation | κανονισμός μετά το Τσερνομπίλ |
tax. | post-clearance check | εκ των υστέρων έλεγχος |
fin. | post-clearance checking of declarations | εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων |
tax. | post-clearance import check | έλεγχος κατά την εισαγωγή μετά τον εκτελωνισμό |
fin. | post-clearance verification | εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων |
econ. | post-communism | μετακομμουνισμός |
mater.sc. | post-completion drawing | σχέδιο αντιπαραβολής |
gen. | post-conference event | μετασυνεδριακή εκδήλωση |
gen. | post-conference event | εκδήλωση μετά τη λήξη του συνεδρίου |
gen. | post-conference tour | προσυνεδριακή-μετασυνεδριακή εκδρομή |
gen. | post-conflict peace-building | εδραίωση της ειρήνης μετά τις συγκρούσεις |
el. | post-detection baseband signal-to-noise ratio | λόγος σήματος ζώνης βάσης προς θόρυβο μετά τη φώραση |
el. | post-detection signal degradation | υποβάθμιση του σήματος μετά τη φώραση |
el. | post-detection signal to interference-plus-noise energy ratio | λόγος ενέργειας σήματος μετά τη φώραση προς την παρεμβολή συν το θόρυβο |
commun. | post-dialing delay | καθυστέρηση μετά την επιλογή |
commun. | post dialing delay | καθυστέρηση μετά την επιλογή |
commun. | post-dialling delay | καθυστέρηση μετά την επιλογή |
commun. | post dialling delay | καθυστέρηση μετά την επιλογή |
account. | post-employment benefit | παροχή μετά την έξοδο από την υπηρεσία |
account. | post-employment benefit plans | προγράμματα παροχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία |
account. | post-employment benefits | παροχές μετά την έξοδο από την υπηρεσία |
nat.sc. | post-genomic research | μετα-γονιδιωματική έρευνα |
med. | post-haemorrhagic shock of the newborn | μεθ'αιμορραγική καταπληξία νεογέννητου |
agric. | post-harvest adding to the value of products | προστιθέμενη αξία των προϊόντων μετά την συγκομιδή |
econ. | post-harvest loss | απώλεια μετά τη συγκομιδή |
met. | post-heat pressure time | χρόνος εφαρμογής πιέσεως μεταθερμάνσεως |
met., el. | post-heat time | χρόνος μεταθερμάνσεως |
med. | post-hospital care | μετανοσοκομειακή φροντίδα |
gen. | post in the public service | θέση στη δημόσια διοίκηση |
environ. | post-Kyoto agreement on climate change | μετά-Κυότο συμφωνία |
econ., social.sc. | post-2010 Lisbon Strategy | Στρατηγική της Λισσαβώνας που θα ισχύσει μετά το 2010 |
health., med. | post-market clinical follow-up | μετά τη διάθεση στην αγορά κλινική παρακολούθηση |
gen. | Post Ministerial Meeting | συνδιάσκεψη που ακολούθησε τη συνεδρίαση των Υπουργών |
IT | post-mortem routine | μετατελεύτια ρουτίνα |
gen. | post office | ταχυδρομικό γραφείο |
commun. | Post Office Code Standardisations Advisory Group | Συμβουλευτική Ομάδα των Οργανισμών Ταχυδρομείων για την Τυποποίηση των Κωδικών |
commun. | post office composing stick | σφραγίδα με σταθερές και μεταβαλλόμενες ενδείξεις για ταχυδρομεία |
fin. | post office or bank transfer order | πληρωμή με ταχυδρομική ή τραπεζική εντολή |
commun. | post office setting stick | σφραγίδα με σταθερές και μεταβαλλόμενες ενδείξεις για ταχυδρομεία |
med. | post-operative care unit | μονάδα μετεγχειρητικής νοσηλείας |
el. | post power amplifier filter loss | απώλεια φίλτρου μετά τον ενισχυτή ισχύος |
cust. | post-release control | εκ των υστέρων έλεγχος |
law | post-release follow-up activity | παρακολούθηση μετά την έκτιση της ποινής |
comp., MS | Post Rule Configurations | Ρυθμίσεις παραμέτρων κανόνα καταχώρησης (Tab on the Records section of the ribbon in CRM that contains the controls for setting the rules about how posts are handled for Yammer) |
med. | post shift levels of 2,5 hexanedione in urine | επίπεδα της 2,5 εξανεδιόνης στα ούρα μετά τη μετατροπή |
el. | post signaling delay | διάρκεια επιλογής μετά την αποστολή των ψηφίων |
el. | post signalling delay | διάρκεια επιλογής μετά την αποστολή των ψηφίων |
transp. | post staff | γωνιόκορφο αντιστήριγμα |
med. | post-synaptic receptor | μετα-συναπτικός υποδοχέας |
law | post-term use ban | απαγόρευση χρήσης μετά τη λήξητης συμφωνίας |
lab.law. | post to be filled | θέση που πρόκειται να πληρωθεί |
IT | post to be filled | θέση προς πλήρωση |
med. | post-traumatic | μετατραυματικός |
med. | post-traumatic epilepsy | μετατραυματική επιληψία (epilepsia posttraumatica) |
med. | post-traumatic stress disorder | διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης |
med. | post-traumatic stress syndrome | διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης |
gen. | post-trip shutdown logic | λογικό σύστημα διακοπής της λειτουργίας μετά από αναγκαστική κράτηση |
chem. | post-type change-can mixer | σταθερός αναδευτήρας με κινητό κάδο |
health., anim.husb. | post-weaning multisystemic wasting syndrome | πολυσυστηματικό σύνδρομο εξάντλησης μετά τον απογαλακτισμό |
met. | post weld upsetting in the welding machine | επανασύνθλιψη |
med. | post-zygotic exclusion | μεταζυγωτικός αποκλεισμός |
commun. | posting abroad of letter-post items | ταχυδρόμηση στο εξωτερικό αντικειμένων επιστολικού ταχυδρομείου |
commun. | posting by self | ταχυδρόμηση για ίδιο λογαριασμό |
commun. | posting by self | αυτοταχυδρόμηση |
commun. | posting collection | περισυλλογή από το γραμματοκιβώτιο |
fin., IT | posting date | ημερομηνία καταχώρισης |
lab.law. | posting of an employed person | απόσπαση μισθωτού |
social.sc., empl. | posting of workers | απόσπαση εργαζομένων |
gen. | Posting of Workers Directive | Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών |
commun. | posting on their own behalf | ταχυδρόμηση για ίδιο λογαριασμό |
commun. | posting paid for with meter impression | αντικείμενο με σφραγίδα προπληρωμής |
industr., construct., mech.eng. | posting square | οδηγός ρυθμίσεως |
gen. | posting to a non-member country | απόσπαση σε τρίτη χώρα |
fin., econ., account. | posts authorised for the financial year | θέσεις που έχουν εγκριθεί στα πλαίσια του οικονομικού έτους |
gen. | posts for street signs | κολώνες για πινακίδες δρόμων |
law | posts that are vacant | χηρεία των θέσεων |
gov. | posts which require special qualifications | θέσεις που απαιτούν ειδικά προσόντα |
gen. | posts which require special qualifications | θέση που απαιτεί ειδικά προσόντα |
gen. | pre-& post tours | προσυνεδριακή-μετασυνεδριακή εκδρομή |
comp., MS | Product Evaluation Post Launch | Αξιολόγηση προϊόντος μετά την κυκλοφορία (A template that will walk you through key areas of evaluating a product's performance after it has been placed in the marketplace) |
gov. | report on the ability to perform the duties pertaining to a post | έκθεση για την ικανότητα του ενδιαφερόμενου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του |
gen. | report on the ability to perform the duties pertaining to a post | έκθεση για την ικανότητα εκπλήρωσης των καθηκόντων που ανάγονται σε μια θέση |
commun. | request for withdrawal from the post | αίτηση ανάληψης |
social.sc., lab.law. | reservation of special posts | σύστημα προσδιορισμού ειδικών θέσεων εργασίας |
market. | reversal of a posting | ακύρωση εγγραφής |
fin., econ., account. | schedule of annual requirements in appropriations and posts | χρονοδιάγραμμα των ετησίων αναγκών σε πιστώσεις και σε προσωπικό |
commun. | self-posting | αυτοταχυδρόμηση |
commun. | Senior Officials'Group on Posts | Ανώτερη Υπηρεσιακή Ομάδα για τα Ταχυδρομεία |
gen. | State Secretary, Federal Ministry of Post and Telecommunications | Υφυπουργός, Ομοσπονδιακό Υπουργείο Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
gen. | State Secretary for Posts and Telecommunications | Υφυπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
gen. | subject to release of the post | με την επιφύλαξη αποδέσμευσης |
market. | summary posting | ανακεφαλαιωτική εγγραφή |
health., anim.husb. | system for health control of imports from third countries at frontier inspection posts | Σύστημα για τον υγειονομικό έλεγχο των εισαγωγών από τρίτες χώρες στους μεθοριακούς σταθμούς ελέγχου |
ed. | taking up of a post | ανάληψη καθηκόντων |
gov., social.sc., patents. | temporary posting | προσωρινή άσκηση καθηκόντων ανώτερου βαθμού ή θέσης |
lab.law. | temporary posting | προσωρινός εκπατρισμός |
gen. | temporary posting | προσωρινή υπηρεσία |
gen. | temporary posting | προσωρινά |
gov. | temporary posting allowance | αποζημίωση για την προσωρινή άσκηση καθηκόντων ανώτερης θέσης |
gen. | temporary posting allowance | αποζημίωση για την προσωρινή άσκηση καθηκόντων |
lab.law., transp., construct. | term of posting | περίοδος αποσπάσεως |
lab.law. | the number, remuneration and distribution of posts | ο αριθμός,η αμοιβή και η κατανομή των θέσεων |
patents. | the Office's list of posts | πίνακας των θέσεων εργασίας του Γραφείου |
gen. | the official may be called upon to occupy a post temporarily | ο υπάλληλος δύναται να κληθεί να καταλάβει προσωρινά μια θέση |
gen. | the official may be called upon to occupy a post temporarily | ο υπάλληλος δύναται να κληθεί προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα |
gen. | the official shall continue in his post | ο υπάλληλος πρέπει να παραμείνει στη θέση του |
commun. | travelling post office | κινητό γραφείο |
agric. | trellis posts | στύλοι |
agric. | trellis posts | πάσσαλοι |
construct. | tubular fountain posts | σωληνοειδείς κολώνες για δημόσιες βρύσες |
transp., construct. | tubular guard posts with hot-forged bull-heads as curbstones | σωληνοειδείς προστατευτικές κολώνες με φραιζωτή κεφαλή,σφυρήλατη εν θερμώ |
work.fl., IT | up-posting | πολυσταθμική ευρετηρίαση |
commun. | user of the post | πελάτης ταχυδρομείου |
commun. | world post day | παγκόσμια ημέρα Ταχυδρομείου |
ed. | young persons undergoing apprenticeships or post-educational training courses | μαθητευόμενοι νέοι |